» ΄Αντρος
βλ. Αντρικκάς (το όνομα Αντρέας).
» Αβάδωτος και Αβάωτος, -η, -ον
o ανοιχτός, ο ξεκλείδωτος, μη ασφαλής
» Αβακας (ο)
1.(τοπωνύμιο) μικρό ποτάμι της δυτικής Πάφου γνωστό για το φαράγγι του έκτασης 2 χιλιομέτρων. 2. όργανο για αριθμητικές πράξεις. 3. πλάκα για γραφή από τους μαθητές του δημοτικού.
» Αβάκλιστος, -η, -ον
ατρύγητος, αυτός του οποίου οι καρποί δεν έχουν ραβδιστεί με τη βάκλα (βέργα), ώστε να μαζευτούν στη συνέχεια. Συνήθως για δέντρα.
» Αβαμπαλλιέρης, -ισσα
ο συνήγορος, ο δικηγόρος, ο υπερασπιστής.
» Αβανιά (η)
η διαβολή, η συκοφαντία.
» Αβανίζω
κατηγορώ, συκοφαντώ.
» Αβάντα (η)
όταν κανείς καρπούται κάτι χωρίς κόστος, δωρεάν, συνήθως ξεγελώντας κάποιους. Κατά συνεκδοχή, το αθέμιτο κέρδος.
» Αβάντζ̌ον (το)
1. το κέρδος 2. η προανάφλεξη σε μηχανές εσωτερικής καύσης.
» Αβάντικoν (το)
ποικιλία ροδιού με γλυκόξινη γεύση.
» Αβαντούρα και Αβεντούρα (η)
το πεπρωμένο, το γραφτό.
» Αβάσταος, -η, -ον
1. ο αβάστακτος. 2. ο ασυγκράτητος.
» Αβάτζ̌η (η)
1. η λεκάνη του αλευρόμυλου. 2. βαθούλωμα στο στόμιο του φούρνου όπου μάζευαν τη στάχτη.
» Αβάττα (η)
βλ. αβάντα (όταν κανείς καρπούται κάτι χωρίς κόστος, δωρεάν, συνήθως ξεγελώντας κάποιους. Κατά συνεκδοχή, το αθέμιτο κέρδος).
» Αβάττατζ̌ης, -ίνα
αυτός που καλύπτει τα έξοδα του από άλλους.
» Αβάωτος, -η, -ον
βλ. αβάδωτος (o ανοιχτός, ο ξεκλείδωτος, μη ασφαλής).
» Αβαΐτιν (το)
έξοδα παραστάσεως (επί Τουρκοκρατίας).
» Αβεντούρα (η)
βλ. αβαντούρα (το πεπρωμένο, το γραφτό).
» Αβέρτα
χωρίς περιορισμούς, ελεύθερα, συνεχώς.
» Αβιζές (ο)
ο πολυέλαιος.
» Αβκάζω
αναβλύζω υγρασία. Χρησιμοποιείται για την υγρασία που αναβλύζουν τα χωράφια μετά από υπερβολική βροχή ή έντονο πότισμα, που τα καθιστά υγρά ή λασπώδη.
» ΄Αβκαρτος, -η, -ον
1. ο άβγαλτος, απερπάτητος. 2. μτφ. ο αγαθός.
» ΄Αβκασμαν (το)
όταν το νερό αναβλύζει από το έδαφος λόγω υπερβολικής βροχής ή ποτίσματος.
» Αβκαστούρα (η)
κουτάλα με τρύπες.
» Αβκοκόβκω
βλ. αβκοκόφκω (βάζω αυγά στην αυγολέμονη σούπα).
» Αβκοκόφκω
βάζω αυγά στην αυγολέμονη σούπα.
» Αβκόλαδον (το)
πρακτικό φάρμακο το οποίο κατασκευαζόταν από δέκα περίπου κρόκους αυγών.
» Αβκολέμονη (η)
παραδοσιακή κυπριακή σούπα που περιέχει αβγά και λεμόνι.
» Αβκολιά (η)
1. το αρδευτικό αυλάκι. 2. μεγάλο και βαθουλό χαντάκι από όπου διέρχεται το νερό ή χρησιμεύει ως φυσικό σύνορο.
» Αβκολιάζω
κατασκευάζω αρδευτικό αυλάκι.
» Αβκόλιαστον (το)
χωράφι που δεν διαθέτει "αβκολιές", δηλαδή αρδευτικά αυλάκια, είτε για πότισμα είτε ως φυσικά σύνορα.
» Αβκολόημαν (το)
ένδειξη ότι η κότα θα κάνει αυγά.
» Αβκορούφητος, -η, -ον
αυτός που δεν έχει υπομονή και θυμώνει εύκολα.
» Αβκοτάραχον (το)
το αβγοτάραχο
» Αβκοτισ̌ιά (η)
η φωλιά των πουλιών.
» Αβκότσιλλον (το)
το τσόφλι του αβγού.
» Αβκότσιφλον (το)
βλ. αβκότσιλλον (το τσόφλι του αβγού).
» Αβκότσουλλον (το)
βλ. αβκότσιλλον (το τσόφλι του αβγού).
» Αβκότσουφλον (το)
βλ. αβκότσιλλον (το τσόφλι του αβγού).
» Αβκοφάς (ο)
αυτός που τρώει πολλά αβγά, που του αρέσει υπερβολικά να καταναλώνει αβγά.
» Αβκώννω
αναφέρεται στην περίοδο γέννησης και επώασης των αβγών από τα πουλιά
(μτφ) για έφηβες που αρχίζουν σωματικά να ολοκληρώνονται ως γυναίκες
» Αβκωτή (η)
Παραδοσιακό, στρογγυλό, πασχαλινό κουλούρι (τσουρέκι) με κόκκινο αβγό στη μέση.
» Αβλόμωτος, -η, -ον
αυτός που δεν δηλητηριάστηκε από το αγριόχορτο «φλόμος».