Με την ονομασία Σταυροφορίες παρέμειναν γνωστές στην Ιστορία συνολικά 8 εκστρατείες που ανελήφθησαν από τη χριστιανική Ευρώπη κατά των Μουσουλμάνων που κατείχαν τους Αγίους Τόπους. Οι 8 αυτές εκστρατείες έγιναν από το 1095 μέχρι το 1291. Ονομάστηκαν δε Σταυροφορίες επειδή οι μετέχοντες σ' αυτές Χριστιανοί μαχητές (που ελέγοντο Σταυροφόροι) έφεραν στις στολές τους ως έμβλημα ένα μεγάλο σταυρό. Η Κύπρος, ευρισκόμενη μεταξύ της Ευρώπης και του αντικειμενικού στόχου των Σταυροφόρων, δηλαδή των Αγίων Τόπων, επηρεάστηκε άμεσα και σοβαρά από μερικές από τις 8 Σταυροφορίες.
Το βασίλειο της Κύπρου και οι Σταυροφορίες
Κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα τα κράτη που ίδρυσαν οι σταυροφόροι στην Ανατολή βρίσκονταν κάτω από την «πολιορκία» των Μωαμεθανών. Οι Λουζινιανοί βοηθούσαν τα κράτη αυτά και Κύπριοι ιππότες λάμβαναν μέρος στις εκστρατείες των σταυροφόρων. Οι περισσότεροι Κύπριοι βαρώνοι και διάφορα θρησκευτικά τάγματα, εκτός απο το ενδιαφέρον τους για την Κύπρο, εξεδήλωναν ενδιαφέρον και για τη λατινοκρατούμενη Συρία, αφού γνώριζαν πως περιορίζοντας τους Τούρκους στην ενδοχώρα των χωρών της Εγγύς Ανατολής διασφάλιζαν το νησί. Επιπλέον ένιωθαν πως ήταν καθήκον τους να υπερασπιστούν τους Αγίους Τόπους.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αμωρύ Λουζινιάν (1196-1205), ο οποίος ήταν βασιλιάς και σύνδεσμος με το βασίλειο της Ιερουσαλήμ, οι κυπριακές δυνάμεις βοήθησαν το βασίλειο της Ιερουσαλήμ αρκετές φορές.
Οι Κύπριοι υπερασπίστηκαν την πόλη Γιάφα και βοήθησαν τους Γερμανούς σταυροφόρους το 1197 στην κατάληψη της Βηρυτού και ακόμη συνδιασμένες δυνάμεις του βασιλείου της Κύπρου και της λατινοκρατούμενης Συρίας το 1204 επιτέθηκαν κατά των ακτών της Αιγύπτου. Το 1271 ένα κυπριακό απόσπασμα που είχε επικεφαλής το βασιλιά Ούγο Β’ έλαβε μέρος στην Πέμπτη Σταυροφορία. Το 1219 Κύπριοι ιππότες έλαβαν μέρος στην πολιορκία της Δαμιέττας και το 1228 συνόδευσαν τον Αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β΄της Γερμανίας στη Συρία. Το 1239 Κύπριοι συμμετείχαν στη σταυροφορία του Tιμπώ της Ναβάρρας, το 1249 ο βασιλιάς Ερρίκος Α’ και οι άντρες του συνόδευσαν το βασιλιά Λουδοβίκο Δ’ της Γαλλίας στην Αίγυπτο και το 1252 ο Ερρίκος βοήθησε το Λουδοβίκο στη Συρία.
Ο Ερρίκος Β΄ σε πολλές περιπτώσεις πρόσφερε στρατιωτική βοήθεια στη λατινοκρατούμενη Συρία, ενώ το 1244 βοήθησε την πόλη της Ιερουσαλήμ και το 1247 έστειλε στρατιωτικές δυνάμεις για να υπερασπιστούν την Aσκαλών. Απο το 1269 ο βασιλιάς της Κύπρου, που είχε και τον τίτλο του βασιλιά της Ιερουσαλήμ, και μέλη της οικογένειας των Λουζινιανών συμπεριφέρονταν ως αντιβασιλείς λόγω της απουσίας βασιλιάδων της δυναστείας Χοενστάουφεν για μακρά χρονικά διαστήματα μεταξύ του 1242 και του 1269.
Η κυπριακή βοήθεια προς τα σταυροφοριακά κράτη δεν ήταν μόνο στρατιωτική αλλά είχε και άλλες μορφές όπως τη μορφή πολιτικής, υλικής και οικονομικής βοήθειας. Κατά τη δεκαετία του 1270, ο Ούγος Γ’ προσπαθούσε μάταια να ενώσει τα ποικίλα συμφέροντα της λατινοκρατούμενης Συρίας ενάντια στο Μουσουλμανικό κίνδυνο και το 1276 εγκατέλειψε την Άκρα. Το 1281 ο Ούγος σκόπευε να βοηθήσει τους Μογγόλους εναντίον των Μουσουλμάνων σε περίπτωση που οι τελευταίοι θα προσπαθούσαν να εισβάλουν στη Συρία, αλλά το σχέδιο δεν πέτυχε. Ο Ερρίκος Β’ προσπάθησε να επιβάλει παπικό εμπάρκο στο εμπόριο με τους Μουσουλμάνους αστυνομεύοντας τις θάλασσες και λαμβάνοντας μέρος σε στρατιωτικές προσπάθειες συντονισμού με τους Μογγόλους. Το 1286 ο Ερρίκος απέκτησε τον έλεγχο της Άκρας την οποία υπερασπίστηκε το 1291 μαζί με κυπριακές δυνάμεις, όταν αυτή και άλλα χριστιανικά λιμάνια έπεσαν οριστικά στα χέρια των Μουσουλμάνων.
Το 14ο αιώνα οι Λουζινιανοί βασιλιάδες έλαβαν μέρος σε συμμαχίες που είχαν ως στόχο, τον περιορισμό των Τούρκων στο Αιγαίο και στις ακτές της Ανατολίας ώστε να διασφαλιστούν οι απαραίτητες συνθήκες για την απρόσκοπτη διεξαγωγή του εμπορίου. Το 1334 η Βενετία, οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη της Ρόδου, η Γαλλία, ο Πάπας, το Βυζάντιο και η Κύπρος υπό τον Ούγο Δ’, ίδρυσαν ένα ναυτικό σύνδεσμο με στόχο τον περιορισμό της τουρκικής πειρατείας και την παρεμπόδιση της επέκτασής της στο Αιγαίο. Το 1344, ιδρύθηκε ένας νέος σύνδεσμος και τον ίδιο χρόνο έπεσε το λιμάνι της Σμύρνης στα χέρια του εχθρού. Ο σύνδεσμος ανανεώθηκε κατά τη δεκαετία του 1350.
Σ’ αντίθεση με την πολύ προσεκτική πολιτική που ακολουθούσε ο πατέρας του, ο Πέτρος Α’ διοργάνωσε τη δική του σταυροφορία για να πραγματοποιήσει το όνειρό του, που ήταν η απελευθέρωση του βασιλείου της Ιερουσαλήμ, επειδή πίστευε ότι του ανήκε δικαιωματικά. Για αυτό το λόγο έκανε περιοδείες στη δυτική Ευρώπη με σκοπό να πείσει τους Δυτικούς να τον βοηθήσουν. Απογοητευμένος από τη στάση των Δυτικών, αποφάσισε να προχωρήσει στη διοργάνωση δικής του σταυροφορίας. Τελικά το 1365 πραγματοποίησε αυτό του το στόχο και επιτέθηκε εναντίον της Αλεξάνδρειας, αλλά δεν κατάφερε να την κρατήσει. Το αποτέλεσμα ήταν η σταυροφορία αυτή να καταλήξει σε αποτυχία. Ο Πέτρος Α΄ το 1360 είχε καταλάβει την Κόρινθο και το 1361 την Αττάλεια, που ήταν σημαντικά λιμάνια, αλλά οι κατακτήσεις αυτές είχαν ως σκοπό να βοηθήσουν και να επεκτείνουν το εμπορικό ενδιαφέρον των Κυπρίων παρά να βοηθήσουν στην απελευθέρωση των Αγίων Τόπων.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Κύπρος περιλαμβανόταν συχνά στα σχέδια για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, αλλά αυτά δεν πραγματοποιήθηκαν.
Οι επιπτώσεις των Σταυροφοριών για την Κύπρο
Τις σταυροφορίες επέβαλαν πρωτίστως λόγοι θρησκευτικοί, γι΄αυτό και έγιναν με τις ευλογίες και την υποκίνηση των παπών. Όμως, τελικά, ως ένα μεγάλο βαθμό, οι σταυροφορίες προσέλαβαν χαρακτήρα εκτεταμένων ληστρικών επιχειρήσεων, στις οποίες μετείχαν και πολλοί τυχοδιώκτες, ξεπεσμένοι ευγενείς και άνθρωποι που απέβλεπαν στην αποκόμιση κερδών από τις λεηλασίες.
Ανάμεσα στις πολλές και ποικίλες επιπτώσεις που είχαν οι σταυροφορίες για την Κύπρο ξεχωρίζουν οι πολιτικές, οι στρατιωτικές, οι θρησκευτικές και οι οικονομικές. Όμως οι σταυροφορίες είχαν και άλλες επιπτώσεις για την Κύπρο, όπως νομικές, πολιτιστικές κ.ά.
Από τις πολιτικές επιπτώσεις ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι μετά την Τρίτη σταυροφορία η Κύπρος, αφού κατακτήθηκε από το Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, μετά πουλήθηκε στους Ναΐτες και στη συνέχεια στον Γκυ ντε Λουζινιάν, για να μεταβληθεί τελικά σε φραγκικό βασίλειο με όλες τις συνεπακόλουθες συνέπειες που συνεπάγετο η οριστική πολιτική και στρατιωτική, όχι όμως και η πολιτιστική, αποκοπή της από το Βυζάντιο. Τούτο πρακτικά σήμαινε ότι η Κύπρος έπαυσε να αποτελεί τμήμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας στην επικράτεια της οποίας ήταν εντεταγμένη για οκτώ αιώνες (395-1191) και εισήλθε στη σφαίρα της πολιτικής επιρροής της Δύσης. Βέβαια το γεγονός αυτό αποτέλεσε την απαρχή μιας περιόδου που αποδείχθηκε πλούσια σε επιδράσεις και συνέπειες.
Ταυτόχρονα το βασίλειο της Κύπρου διατηρούσε στενές σχέσεις με το βασίλειο της Ιερουσαλήμ, καθώς επίσης και με τις ηγεμονίες των σταυροφόρων της Συρίας και της Παλαιστίνης. Οι σχέσεις αυτές κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα. Όμως, ανάμεσα σ΄αυτές ξεχώριζαν κυρίως οι πολιτικές και οι οικονομικές σχέσεις.
Οι στρατιωτικές και θρησκευτικές επιπτώσεις των σταυροφοριών για την Κύπρο μπορούν να εξεταστούν μέσα από την παρουσία και δράση των ιπποτικών ταγμάτων. Ιδιαίτερα σημαντικός υπήρξε ο ρόλος που διεδραμάτισαν τα στρατιωτικά τάγματα των Ναϊτών και των Ιωαννιτών, στα οποία οι βασιλιάδες της Κύπρου, λόγω της συμβολής τους στην ασφάλεια του νησιού και της συμμετοχής τους σε πολεμικές επιχειρήσεις εκτός της Κύπρου, έδωσαν πολλά προνόμια, μεγάλες εκτάσεις γης και το δικαίωμα να διατηρούν φρούρια και επίλεκτους στρατιώτες.
Πολύ συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι η εγκατάσταση διαφόρων ιπποτικών ταγμάτων στην Κύπρο επέφερε ουσιαστικές αλλαγές στη δομή του κράτους όσον αφορά τη στρατιωτική οργάνωση, τη μορφή και έκταση της ιδιοκτησίας της γης, την παραγωγή και το εξαγωγικό εμπόριο.
Όσον αφορά τις θρησκευτικές επιπτώσεις, αυτές υπήρξαν πολύ αρνητικές, γιατί από την αρχή της εγκαθίδρυσης της Φραγκοκρατίας στην Κύπρο με διάφορους τρόπους επιδιώχθηκε συστηματικά η υποταγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου στη Λατινική. Αποκορύφωμα των ενεργειών αυτών ήταν η μείωση του αριθμού των ορθόδοξων επισκόπων από δεκατέσσερις σε τέσσερις, καθώς και η λήψη άλλων μέτρων.
Σημαντικές ήταν και οι επιπτώσεις στον οικονομικό τομέα, αφού με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οι σταυροφορίες συνέβαλαν σημαντικά στην τεχνολογική βελτίωση της παραγωγής, στην ανάπτυξη νέων παραγωγικών κλάδων, καθώς και στη διεύρυνση και ανάπτυξη του εμπορίου.
Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστούν οι θετικές επιδράσεις που είχαν οι σταυροφορίες για την Κύπρο στον τομέα της παραγωγής. Οι επιδράσεις αυτές αφορούν κατά κύριο λόγο τη γνωριμία με το ζαχαροκάλαμο, τη μεταφορά του στην Κύπρο και τις μεθόδους επεξεργασίας του για την παραγωγή ζάχαρης και την εκμάθηση της τεχνογνωσίας για την παραγωγή των περίφημων υφασμάτων που παράγονταν στις γειτονικές χώρες. Τα σημαντικότερα από τα υφάσματα αυτά ήταν: Το baldekino, το camocato. γνωστό ως καμουχάς, το boccassino, το zendado, το buckerame, το nacco ή nacchetto και άλλα. Οι Κύπριοι υφαντές έμαθαν την τεχνογνωσία παραγωγής των υφασμάτων αυτών από την Ανατολή και αργότερα οι Ιταλοί πήραν την τεχνογνωσία αυτή από τους Κυπρίους. Προς το τέλος του 15ου αιώνα η παραγωγή των υφασμάτων αυτών ξαπλώθηκε ακόμη περισσότερο στη Δύση και η Κύπρος χρησίμευε ως «μεσίτης» στο εμπόριό τους.
Οι σημαντικότερες οικονομικές επιπτώσεις των σταυροφοριών για την Κύπρο μπορούν να συνοψιστούν κυρίως στα εξής:
α) Τη δημιουργία μεγάλων οικονομικών συγκροτημάτων που σχετίζονταν άμεσα με τις στρατιωτικές διοικήσεις (Commanderie) των ταγμάτων και τη σημαντική αύξηση της παραγωγής και των εξαγωγών ορισμένων βασικών γεωργικών προϊόντων, όπως της ζάχαρης και της κουμανταρίας.
β) Την εγκατάσταση στο νησί μεγάλου αριθμού εμπόρων από χώρες προέλευσης των σταυροφόρων και τη γενικότερη τόνωση των εμπορικών και οικονομικών συναλλαγών, τόσο στο νησί όσο και μεταξύ της Κύπρου και άλλων χωρών. Ιδιαίτερα θα πρέπει να τονιστεί η συμβολή των ξένων κυρίως εμπόρων που ήταν εγκαταστημένοι στην Κύπρο στην ανάπτυξη των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
γ) Την ανάδειξη σε σημαντικά εμπορικά κέντρα ορισμένων πόλεων του νησιού, όπως ήταν η Αμμόχωστος και η Λάρνακα στα παράλια και η Λευκωσία στο εσωτερικό. Η Αμμόχωστος είχε εξελιχθεί σε αξιόλογο λιμάνι με πολύ σημαντική εμπορική κίνηση, ενώ η Λευκωσία αποτελούσε σημαντικό εμπορικό κέντρο βιοτεχνικής παραγωγής, όπως υφασμάτων και άλλων. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν κια οι συναλλαγές που αναπτύχθηκαν μεταξύ της Κύπρου και των άλλων χωρών, που κάτω από την επίδραση των σταυροφόρων έγιναν πιο εντατικές.
δ) Τη γνωριμία με νέα προϊόντα και κατά πρώτο λόγο με τα περιζήτητα υφάσματα που είτε παράγονταν στις ίδιες τις χώρες της Εγγύς Ανατολής ή έφθαναν σ΄αυτές από άλλες πιο μακρινές χώρες. Η εξοικείωση των Κυπρίων με την τέχνη κατασκευής των προϊόντων αυτών έδωσε την ευκαιρία για περαιτέρω ανάπτυξη της κυπριακής υφαντουργίας, γεγονός που εμπλούτισε ακόμη περισσότερο τη διάρθωση της παραγωγής και του εμπορίου της Κύπρου με πολλαπλές ευεργετικές επιδράσεις και οφέλη για τον τόπο.
ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ, Α., «Οι επιπτώσεις των σταυροφοριών στην οικονομική ανάπτυξη της Κύπρου», Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου «Η Κύπρος και οι Σταυροφορίες», Λευκωσία 1995, σσ. 355 – 364
ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ, Α., «Η παραγωγή υφασμάτων, αλατιού και ζάχαρης στη λατινοκρατούμενη Κύπρο. Τεχνικές παραγωγής και διαδικασία εμπορίου», Πρακτικά Ημερίδας «Τεχνογνωσία στη Λατινοκρατούμενη Ελλάδα», Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 2000, σσ. 50 - 70
ΚΟΥΡΕΑΣ, Ν. Και ΡΑΙΛΥ-ΣΜΙΘ., Τζ. (επιμ.), Πρακτικά του Διεθνές Συμποσίου «Η Κύπρος και οι Σταυροφορίες», (Λευκωσία 1994), Λευκωσία 1995
EDBURY, P. W., The Kingdom of Cyprus and the Crusades 1191-1374, Cambridge 1991, Κεφάλαιο 5 και σσ. 156-171, 178-179
KYRRIS, C. P., History of Cyprus. With an introduction to the Geography of Cyprus, Λευκωσία 1985, σσ. 217-227
PRAWER, J. , Histoire du royaume latin de Jerusalem, French trans. G. Nahon, 2 τόμοι, Παρίσι 1969-1970, τόμος ΙΙ
RUNCIMAN, Sir S., A History of the Crusades, 3 τόμοι, Cambridge, 1951-1954, τόμος ΙII
SETTON, K. M. (επιμ.), A History of the Crusades, 6 τόμοι, Philadelphia –Madison, 1955-1989, τόμος II