Βρετανός κυβερνήτης της Κύπρου για σύντομο διάστημα, από τις 29 Οκτωβρίου 1932 μέχρι τις 8 Νοεμβρίου 1933, διάδοχος του σερ Ρόναλντ Στορρς*, ενώ του Σταμπς αντικαταστάτης ήταν ο περιβόητος σερ Χέρμπερτ Ρίτσμοντ Πάλμερ*.
Ο σερ Ρέτζιναλντ Έντουαρντ Σταμπς, γεννημένος το 1876, είχε διατελέσει κυβερνήτης του Χογκ Κογκ (1919-1926) και στη συνέχεια κυβερνήτης της Ιαμαϊκής, πριν διοριστεί κυβερνήτης της Κύπρου τον Μάιο του 1932. Στην Κύπρο ο Σταμπς έφθασε κι ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 4 Δεκεμβρίου 1932. Ο διορισμός του ήταν σημαντικός για το Λονδίνο, αφού στην Κύπρο είχε προηγηθεί η αιματηρή εξέγερση του Οκτωβρίου του 1931 (τα γνωστά Οκτωβριανά*), είχε επιβληθεί ένα τυραννικό καθεστώς, ενώ πολλοί παράγοντες εξορίστηκαν ή εντοπίστηκαν ή και κλείστηκαν στις φυλακές. Έτσι ο νέος κυβερνήτης, που ήταν και συγγραφέας (το 1906 είχε εκδώσει μια Ιστορική Γεωγραφία), έφθασε με σκοπό να γίνει αρεστός στους Έλληνες Κυπρίους, οι οποίοι όμως του επεφύλαξαν ψυχρή υποδοχή. Ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Γ', προσφωνώντας τον στη Λευκωσία, του ευχήθηκε, με πολύ σύντομα λόγια, ένα τυπικό «καλώς ήλθατε», προσθέτοντας πως έτρεφε την ελπίδα ότι η άφιξη του θά σημειώσει καλλιτέρας ἡμέρας διά τόν τόπον τοῦτον.
Ο Σταμπς δεν μπορούσε, βέβαια, να άρει τα σκληρά και καταπιεστικά μέτρα που επεβλήθησαν μετά την εξέγερση του 1931 και που εντάθηκαν μάλιστα επί κυβερνητείας του διαδόχου του Πάλμερ. Ωστόσο, σε μια προσπάθειά του να φανεί αρεστός και να βελτιώσει τις σχέσεις της αγγλικής διοίκησης με τον λαό, προχώρησε σε κάποια μέτρα που θεωρήθηκαν ως «ανακουφιστικά» του δικτατορικού καθεστώτος που είχε επιβάλει ο Στορρς:
Άνοιξε διάλογο με τον αρχιεπίσκοπο Κύριλλο, προχώρησε σε μερική άρση της λογοκρισίας που είχε επιβληθεί στον Τύπο, αναθεώρησε τα σχέδια οικοδόμησης του νέου κυβερνείου που θα κτιζόταν στη θέση του παλαιού το οποίο κάηκε κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, ώστε να στοιχίσει λιγότερα (η δαπάνη βάρυνε τους Ελληνοκυπρίους), ίδρυσε ένα Συμβουλευτικό Συμβούλιο από 4 Ελληνοκυπρίους και 1 Τουρκοκύπριο, για να θέτει ενώπιόν του τις απόψεις και τα προβλήματα του λαού (δεδομένου, μάλιστα, ότι το Νομοθετικό Συμβούλιο είχε καταργηθεί τον Οκτώβριο του 1931).
Ωστόσο ο κυβερνήτης Σταμπς προχώρησε και σε άλλες ενέργειες που τον έφεραν σε αντιδικία και αντιπαράθεση προς τον ελληνικό πληθυσμό της Κύπρου. Μεταξύ των ενεργειών του αυτών ήταν, κυρίως, η θέσπιση νόμου βάσει του οποίου έθετε υπό τον δικό του αυστηρό έλεγχο την εκπαίδευση (ο νόμος πρόβλεπε διορισμό από τον κυβερνήτη των εκπαιδευτικών συμβουλίων και των σχολικών εφορειών, και εισαγωγή διαφόρων κανονισμών που καθόριζαν ακόμη και τα βιβλία που θα χρησιμοποιούνταν στα σχολεία, τα εκπαιδευτικά προγράμματα και τη διδακτέα ύλη). Τόσο ο αρχιεπίσκοπος όσο και οι εφορείες και οι διάφορες εκπαιδευτικές οργανώσεις διαμαρτυρήθηκαν έντονα. Ωστόσο ο κυβερνήτης προχώρησε στην εφαρμογή της απόφασής του.
Ο Σταμπς διατήρησε και το διάταγμα του 1931 με το οποίο το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου εθεωρείτο παράνομο, και συνέχισε τις διώξεις Ελληνοκυπρίων κομμουνιστών που είχαν αρχίσει επί κυβερνητείας του Στόρρς. Οι διώξεις περιελάμβαναν συλλήψεις, εντοπισμούς και φυλακίσεις. Μεταξύ των κομμουνιστών ηγετών που οδηγήθηκαν στη φυλακή αυτή την περίοδο, ήταν κι ο ποιητής Τεύκρος Ανθίας*. Ο Σταμπς προχώρησε, μάλιστα, σε σύνταξη νόμου (31.6.1933) που πρόβλεπε την έναρξη έντονης εκστρατείας εναντίον του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου και οποιασδήποτε άλλης παράνομης οργάνωσης. Με τον νόμο αυτό αυξάνονταν και οι προβλεπόμενες ποινές φυλάκισης. Ο ίδιος ο κυβερνήτης διατηρούσε το δικαίωμα να κηρύττει παράνομη οποιαδήποτε οργάνωση. Ακολούθησαν συλλήψεις, δίκες και καταδίκες Κυπρίων κομμουνιστών, Ελλήνων και Τούρκων.
Στον διάλογο που ο Σταμπς είχε κάμει στην αρχή της θητείας του με τον αρχιεπίσκοπο Κύριλλο Γ', περιλαμβάνονταν και φιλοφρονητικές επισκέψεις μεταξύ τους. Βασικότερο θέμα που συζητήθηκε ήταν η αίτηση του αρχιεπισκόπου για άρση του διατάγματος εξορίας των εξόριστων του 1931, θέμα όμως στο οποίο ο Σταμπς δεν μπόρεσε να κάμει τίποτα.
Επί κυβερνητείας του Σταμπς πέθανε ο γηραιός αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Γ' (16 Νοεμβρίου 1933). Δεδομένου δε ότι άλλοι δυο αρχιερείς (οι επίσκοποι Κιτίου Νικόδημος και Κυρηνείας Μακάριος) βρίσκονταν στην εξορία, η Εκκλησία παρέμεινε ακέφαλη. Μόνος ιεράρχης στο νησί έμεινε ο Πάφου Λεόντιος, που ανέλαβε και την τοποτηρητεία του αρχιεπισκοπικού θρόνου. Ούτε καν κανονική σύνοδος δεν μπορούσε να σχηματιστεί, γι’ αυτό και κυκλοφόρησαν έντονες φήμες ότι ο κυβερνήτης θα επέτρεπε την επιστροφή στην Κύπρο των δυο εξόριστων αρχιερέων. Όμως ο Σταμπς έσπευσε να διαψεύσει κατηγορηματικά τις φήμες αυτές.
Λίγο αργότερα ο κυβερνήτης αντικαταστάθηκε κι αναχώρησε από την Κύπρο, ύστερα από θητεία ενός χρόνου.