Το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνος στην Τρεμετουσιά δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε. Σύμφωνα με τον Ρώσο μοναχό Βασίλι Μπάρσκυ, που επισκέφθηκε το μοναστήρι το 1735, η εκκλησία κτίσθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Σίλβεστρο (1718-1733). Κατά τον Μπάρσκυ, «οικοδομήθη ωραία λιθόκτιστη εκκλησία, όχι μικρή, διορίσθηκαν ηγούμενος και ιερομόναχος και άρχισαν να μαζεύονται μοναχοί και έτσι δημιουργήθηκε το μοναστήρι». Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός αναφέρει ότι η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος «ἀρχαιοτάτη, ἀνεκαινίσθη ἐπί Σιλβέστρου Ἀρχιεπισκόπου ἔτει 1730». Στην πραγματικότητα η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος ανακαινίσθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Σίλβεστρο το 1729, σύμφωνα με επιγραφή που είναι εντοιχισμένη πάνω από το μεσαίο από τα τρία τόξα που ενώνουν τα δυο κλίτη της εκκλησίας.
Βλέπε λήμμα: Σίλβεστρος αρχιεπίσκοπος
Μοναστηριακά κτίρια
Τα μοναστηριακά κτίρια αποτελούνται από δυο χωριστά Γαμματόσχημα κτίρια. Το κύριο μοναστηριακό κτίριο βρίσκεται στη νότια πλευρά μιας μεγάλης αυλής. Αποτελείται από πέντε δωμάτια τα οποία ανοίγουν στα βόρεια σε στοά που στηρίζεται σε τόξα. Τα τόξα της στοάς είναι οξυκόρυφα και στηρίζονται σε χαμηλές λίθινες ή μαρμάρινες κολόνες που προέρχονται από παλαιότερα κτίρια. Ανάμεσα στα τόξα βρίσκονται εντοιχισμένα γοτθικά κιονόκρανα. Η είσοδος στο μοναστήρι βρίσκεται στο ανατολικότερο δωμάτιο της πτέρυγας αυτής. Στ' ανατολικά της εισόδου βρίσκονται άλλα δυο δωμάτια, που χρησίμευαν σαν αποθήκη και μαγειρείο του μοναστηριού, που δίδουν στην πτέρυγα αυτή τη μορφή κεφαλαίου Γ. Κτιστό κλιμακοστάσιο, μπροστά στη στοά, οδηγεί σε ανώγειο δωμάτιο κτισμένο με πλιθάρια, ενώ τα ισόγεια δωμάτια της πτέρυγας είναι κτισμένα με πέτρες. Το δωμάτιο αυτό είναι μεταγενέστερο. Στο δυτικό άκρο της πτέρυγας αυτής υπήρχαν τρία ακόμη δωμάτια που κατεδαφίσθηκαν πριν από 85 χρόνια.
Το άλλο μοναστηριακό κτίριο βρίσκεται σε απόσταση λίγων μέτρων βορειότερα της νότιας πτέρυγας και κλείνει τμήμα της αυλής στα δυτικά. Αποτελείται από τρία δωμάτια που χρησίμευαν σαν στάβλος και αχυρώνας του μοναστηριού. Μπροστά στα δωμάτια αυτά υπάρχει στοά, με δυο οξυκόρυφα τόξα που στηρίζονταν σε μια ρωμαϊκή ενεπίγραφη επιτύμβια στήλη και σε κτίσμα. Η επιτύμβια στήλη αφαιρέθηκε κατά τις εργασίες επισκευής του μοναστηριού το 1965-1966 και τοποθετήθηκε στον νάρθηκα της εκκλησίας. Μετά την επισκευή του το μοναστήρι μετετράπη σε κέντρο συντήρησης χειρογράφων και εικόνων.
Το καθολικό της Μονής
Το καθολικό, δηλαδή η εκκλησία, του μοναστηριού είναι δίκλιτο και κτισμένο στα ερείπια μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής του τέλους του 4ου ή των αρχών του 5ου αιώνα. Τα δυο κλίτη χωρίζονται με τρία τόξα που στηρίζονται σε ισχυρούς πεσσούς. Το βόρειο κλίτος καταλήγει σε ημικυκλική, εσωτερικά, και ημιεξάγωνη εξωτερικά αψίδα. Το νότιο κλίτος στ' ανατολικά κλείνεται από ευθύ τοίχο. Στα δυτικά υπάρχει νάρθηκας καλυμμένος με μισή καμάρα. Στον βόρειο τοίχο υπάρχουν αντηρίδες που ενώνονται με ημικυκλικά τόξα, ενώ στον νότιο τοίχο υπάρχουν τέσσερις ισχυρές τοξωτές αντηρίδες από τις οποίες οι δυο κεντρικές ενώνονται με σκαφοειδή θόλο. Η κύρια είσοδος στην εκκλησία βρίσκεται κάτω από τον σκαφοειδή θόλο. Άλλη μικρή θύρα βρίσκεται στον νότιο τοίχο του νάρθηκα. Ο νάρθηκας της εκκλησίας επικοινωνεί με το νότιο κλίτος με θύρα, ενώ με το βόρειο κλίτος επικοινωνεί απ' ευθείας γιατί σε επισκευή του ναού, ίσως τον 18ο αιώνα, ο δυτικός τοίχος της εκκλησίας κατεδαφίσθηκε.
Η εκκλησία του μοναστηριού είναι παλαιά, όπως αναφέρει ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός, και ανακαινίσθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Σίλβεστρο το 1729 σύμφωνα με την επιγραφή που σώζεται πάνω από το κεντρικό τόξο της τοξοστοιχίας που ενώνει τα δυο κλίτη. Φαίνεται ότι αρχικά η εκκλησία ήταν μονόκλιτη. Λίγα χρόνια αργότερα, όπως αναφέρει άλλη επιγραφή πάνω από την είσοδο της εκκλησίας, η εκκλησία διευρύνθηκε και ανακαινίσθηκε το 1738 επί αρχιεπισκόπου Φιλοθέου με συνδρομές Χριστιανών από όλη την Κύπρο, αφού, όπως αναφέρει ο Μπάρσκυ, το 1735 το χωριό ήταν κατοικημένο από πέντε οικογένειες Τούρκων και μια οικογένεια Ελλήνων. Πάνω από την επιγραφή που αναφέρει τη διεύρυνση και ανακαίνιση της εκκλησίας υπάρχει τοιχογραφία του αγίου Σπυρίδωνος και προσωπογραφία του αρχιεπισκόπου Φιλοθέου. Η τοιχογραφία είναι έργο του ζωγράφου Ιωαννικίου.
Βλέπε λήμματα: Φιλόθεος αρχιεπίσκοπος και Ιωαννίκιος Α' επίσκοπος
Το εικονοστάσιο της εκκλησίας είναι παλαιότερο, του 17ου αιώνα, και τα βημόθυρά του φέρουν την υπογραφή του Παύλου ιερογράφου με τη χρονολογία 1634. Ο Σταυρός και τα Λυπηρά του εικονοστασίου είναι νεότερα, έργο του Λεοντίου ιερομονάχου και χρονολογούνται στα 1680. Εν τούτοις η παλαιότερη εικόνα του εικονοστασίου χρονολογείται στον 16ο αιώνα. Δυστυχώς οι Τούρκοι έκλεψαν όλες τις εικόνες από την εκκλησία όπως κι όλες τις εικόνες και τα χειρόγραφα από το κέντρο συντήρησης.
Βλέπε λήμμα: Αρχαιοκαπηλία
Αποκάλυψη τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής
Κατά τη διάρκεια της επισκευής του μοναστηριού το 1965-1966 από το Τμήμα Αρχαιοτήτων ερευνήθηκε η εκκλησία και αποκαλύφθηκε ότι ήταν κτισμένη στα ερείπια μιας τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Τα κλίτη της βασιλικής χωρίζονταν με λίθινες κολόνες, τέσσερις από τις οποίες βρέθηκαν κατά χώρον (in situ). To πλάτος της βασιλικής ήταν 15 μ. περίπου, αλλά το μήκος παραμένει άγνωστο γιατί η έρευνα δεν ολοκληρώθηκε. Το δάπεδο των κλιτών ήταν καλυμμένο με μωσαϊκό. Εκείνο του νότιου κλίτους διατηρείται σχεδόν ολόκληρο, ενώ εκείνο του βόρειου κλίτους καταστράφηκε. Το δάπεδο του μέσου κλίτους σώθηκε εν μέρει μόνο. Στο σωζόμενο όμως τμήμα του δαπέδου βρέθηκε μια πολύ σημαντική επιγραφή που μας αναφέρει ότι το ψηφιδωτό έγινε από κάποιο ψηφοθέτη Καρτέριο ύστερα από εντολή (καθ' ύπνον βέβαια) του αγίου Σπυρίδωνος. Η επιγραφή είναι ιαμβική και αναφέρει τα εξής: «Ψηφί[δι γρα]πτή ποικίλη ται τήν χροάν/τόπον κοσμῆσαι Ἁγίων Ἐπισκόπων/Καρταιρίου χερσίν προσέταξεν ἀγαθές/μνήμης Σφυρίδων μεταίχων ἁγίας / ἴσος ὁμοίῳ δυναμι πνευματικῂ + ». Τον 6ο αιώνα φαίνεται ότι το δυτικό τμήμα του δαπέδου του μέσου κλίτους καταστράφηκε και αντικαταστάθηκε από μαρμαροθέτημα, από το οποίο σώθηκε μικρό μόνο τμήμα. Κατά τη διάρκεια των αραβικών επιδρομών η βασιλική καταστράφηκε και αντικαταστάθηκε από μια άλλη, πάλι τρίκλιτη και με το ίδιο πλάτος. Τις κολόνες όμως που χώριζαν τα τρία κλίτη τώρα αντικατέστησαν κτιστοί πεσσοί που ενσωμάτωσαν τις βάσεις των κιόνων της πρώτης βασιλικής. Οι πεσσοί ενώνονταν με τόξα. Τρεις από τους πεσσούς αυτούς σώθηκαν ακέραιοι, ενωμένοι με τόξα, ενσωματωμένοι στον βόρειο τοίχο της εκκλησίας. Η δεύτερη αυτή βασιλική επέζησε των αραβικών επιδρομών και σε δυο από τους πεσσούς της βόρειας τοξοστοιχίας βρέθηκαν τοιχογραφίες του 11ου και 12ου αιώνα. Μετά την καταστροφή της δεύτερης αυτής βασιλικής κτίστηκε μια άλλη μεγαλύτερη βασιλική που είχε πλάτος 20 μ. περίπου. Ο νότιος τοίχος της βασιλικής αυτής βρίσκεται ενσωματωμένος στον νότιο τοίχο της σημερινής εκκλησίας ενώ ο βόρειος τοίχος της βρέθηκε έξι μέτρα βορειότερα του βόρειου τοίχου της σημερινής εκκλησίας. Στον βόρειο τοίχο της τρίτης βασιλικής υπάρχουν προσκολλημένες ισχυρές παραστάδες πάχους 0,85 μ. που μαζί με το πάχος του βόρειου τοίχου, που είναι 0,70 μ., έχουν πάχος 1,55 μ. Ακριβώς απέναντι από τις παραστάδες αυτές βρίσκονται οι τρεις δυτικές αντηρίδες της σημερινής εκκλησίας που έχουν πλάτος 1,75 μ. και πάχος, μαζί με τους πεσσούς της δεύτερης βασιλικής, που βρίσκονται πίσω απ' αυτούς, ενσωματωμένοι στον βόρειο τοίχο της εκκλησίας, 1,50 μ. Κατά συνέπεια οι αντηρίδες αυτές είναι στην πραγματικότητα πεσσοί που ανήκαν στη βόρεια πεσσοστοιχία της τρίτης βασιλικής. Οι πεσσοί αυτοί στήριζαν τόξα. Τόξα στήριζαν και οι παραστάδες του βόρειου τοίχου και έτσι φαίνεται ότι η τρίτη βασιλική ήταν καμαροσκέπαστη. Πότε κτίσθηκε η τρίτη βασιλική δεν είναι γνωστό. Στο βόρειο κλίτος της βασιλικής αυτής βρέθηκαν αρκετοί μεσαιωνικοί τάφοι που χρονολογούνται από τον 13ο μέχρι τον 16ο αιώνα. Η τρίτη βασιλική πρέπει να καταστράφηκε στα τέλη του 16ου αιώνα ή τις αρχές του 17ου αιώνα. Μετά την καταστροφή της τρίτης βασιλικής κτίσθηκε το βόρειο κλίτος της σημερινής δίκλιτης εκκλησίας του μοναστηριού.
Αθ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Ο χώρος του μοναστηριού και το ίδιο το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνος αποτελούν από το 1974 στρατόπεδο του τουρκικού στρατού κατοχής. Από παρατήρηση και φωτογράφηση που έγινε από σχετική απόσταση, φαίνεται ότι οι Τούρκοι έχουν προβεί σε ανακαινίσεις τόσο του ναού του μοναστηριού όσο και των λοιπών οικοδομημάτων του. Οι ανακαινίσεις αυτές φαίνεται να έγιναν προκειμένου να διαμένουν σ’ αυτό στρατιώτες, ενώ ο ίδιος ο ναός χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη στρατιωτικού υλικού. Άγνωστο είναι το τι απέγιναν οι ιερές εικόνες και τα λοιπά αντικείμενα του ναού. Δεν είναι επίσης γνωστή και η ποιότητα των εργασιών αυτών, ούτε και πόσο και πώς επηρέασαν το ναό.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια