Σημαντικός Κύπριος ιεράρχης, πατριάρχης Αντιοχείας κατά το 1891-1898. Γεννήθηκε το 1839 στο χωριό Άγιος Νικόλαος Πάφου και πέθανε το 1921 στον Βόσπορο. Το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος Μάρκου. Το 1845 πήγε στην Παλαιστίνη, κοντά στον συγγενή του (αδελφό της μητέρας του που καταγόταν από τη Λεμύθου) μητροπολίτη Πέτρας Μελέτιον (1785-1867). Φοίτησε στην Ελληνική Σχολή των Ιεροσολύμων, όπου κι εκάρη μοναχός. Το 1859 χειροτονήθηκε διάκονος κι υπηρέτησε στον ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στα Ιεροσόλυμα. Το 1861 προήχθη σε αρχιδιάκονο και τελετάρχη. Το 1867, όταν πέθανε ο θείος του μητροπολίτης Μελέτιος, κληροδότησε στον Σπυρίδωνα το μεγαλύτερο μέρος της σημαντικής περιουσίας του. Την περιουσία αυτή ο Σπυρίδων διέθεσε αργότερα υπέρ του πληρώματος της Εκκλησίας.
Το 1872 μετείχε σε αποστολή, υπό τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Κύριλλον Β', στην Κωνσταντινούπολη. Το 1873 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και προεχειρίσθη σε αρχιμανδρίτη, ταυτόχρονα δε διορίστηκε ηγούμενος Γάζης. Λίγο αργότερα επανήλθε στα Ιεροσόλυμα κι αγόρασε με προσωπικά χρήματά του το ιστορικό μοναστήρι της Βηθανίας, το οποίο κι ανακαίνισε. Ηγούμενο διόρισε σ' αυτό τον αδελφό του Γαβριήλ.
Το 1884 ο Σπυρίδων εξελέγη αρχιεπίσκοπος Θαβώρ. Τότε ανακαίνισε το ομώνυμο μοναστήρι, με δικά του χρήματα, αγοράζοντάς του και κτηματική περιουσία. Τον ίδιο χρόνο (1884), εστάλη στην Άκρα (Πτολεμαΐδα), όπου εργάστηκε ως ιεροκήρυκας μεταξύ των Αράβων (ο Σπυρίδων γνώριζε καλά την αραβική, όπως και την ρωσική γλώσσα), κι όπου ανακαίνισε διάφορες εκκλησίες. Αφού αρνήθηκε εκλογή του ως μητροπολίτη Πτολεμαΐδος, επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα το 1885 και τον επόμενο χρόνο εστάλη ως πατριαρχικός επίσκοπος στη Βηθλεέμ, όπου επίσης ανακαίνισε το εκεί Ορθόδοξο μοναστήρι. Ήρθε όμως σε σύγκρουση προς τους Λατίνους κληρικούς της Βηθλεέμ, κινδύνευσε μάλιστα να σκοτωθεί (στις 11.5.1891 έγινε δολοφονική απόπειρα εναντίον του, με πιστόλι, από Φραγκισκανό μοναχό). Το 1891 εξελέγη πατριάρχης Αντιοχείας. Έγινε δεκτός με μεγαλοπρέπεια στη Δαμασκό, όπου έφθασε τον Ιανουάριο του 1892. Ως πατριάρχης ανέπτυξε πλούσια εκκλησιαστική δραστηριότητα. Πλήρωσε τις χηρεύουσες επισκοπικές έδρες του πατριαρχείου και τις ηγουμενίες της περιφέρειάς του, ανακαίνισε την πατριαρχική Σχολή στη Δαμασκό, ενώ διέθεσε πολλά δικά του χρήματα και υπέρ της αραβικής εκπαίδευσης.
Ωστόσο ο Σπυρίδων δεν μπόρεσε ν' αποφύγει ανάμειξή του σε ζητήματα εκκλησιαστικά μεν, αλλά και πολιτικά και φυλετικά ταυτόχρονα, ιδίως ζητήματα διαμάχης μεταξύ Ελλήνων και Αράβων Χριστιανών της Συρίας, κι άλλα παρόμοια. Αποτέλεσμα ήταν διάφοροι ισχυροί παράγοντες να υποκινήσουν εξέγερση των Χριστιανών (Αράβων κυρίως) της Συρίας κατά του πατριάρχη, που εκδηλώθηκε βίαια το βράδυ της 28.6.1897, οπότε το πλήθος εισήλθε στο πατριαρχείο, προκάλεσε ζημιές στον μόλις ανα-καινισθέντα (με χρήματα του Σπυρίδωνος) πατριαρχικό ναό. Κινδύνευσε και η ζωή του ιδίου του πατριάρχη, που τελικά σώθηκε με την επέμβαση του (οθωμανικού) στρατού. Κατά το διάστημα που ακολούθησε τα πράγματα χειροτέρευσαν ακόμη περισσότερο, υποδαυλιζόμενα κι από τον Ρώσο πρόξενο στη Δαμασκό, που για πολιτικούς λόγους, αντετίθετο στην παραμονή του Σπυρίδωνος στον πατριαρχικό θρόνο.
Το φθινόπωρο του 1897 ο πατριάρχης εγκατέλειψε τη Δαμασκό και μετακινήθηκε στο κοντινό μοναστήρι της Σεϊδανάγιας. Ο άτυχος Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 είχε, τότε, απήχηση και στη Συρία, όπου οξύνθηκε η σχέση Χριστιανών (Ελλήνων) και Οθωμανών. Το γεγονός αυτό ήλθε να προστεθεί στη φανατική απαίτηση των Χριστιανών Αράβων που ζητούσαν τον διορισμό Άραβα πατριάρχη. Οι συγκυρίες αυτές, καθώς και άλλοι λόγοι, οδήγησαν σε ενέργειες κατά του Σπυρίδωνος, ο οποίος αναγκάστηκε τελικά να υπογράψει (31.1.1898) έγγραφο παραιτήσεώς του από τον πατριαρχικό θρόνο της Αντιοχείας. Ζήτησε τότε ν' αποσυρθεί στο μοναστήρι του στη Βηθανία, αλλά δεν του επετράπη. Αντίθετα, ως τόπος διαμονής του ορίστηκε το μετόχι του Αγίου Τάφου στο Νεοχώριον του Βοσπόρου, πράγμα που σήμαινε, ουσιαστικά, εξορία του. Στον Βόσπορο, όπου τελικά εγκαταστάθηκε εντελώς άπορος, πέρασε τα υπόλοιπα 22 χρόνια της ζωής του. Εκεί και πέθανε σε βαθύ γήρας, στις 16.2.1921.