Σουσκιού

Image

Εγκαταλειμμένο σήμερα αμιγές τουρκοκυπριακό χωριό της επαρχίας Πάφου, περί τα 22 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της πόλης της Πάφου.

 

Η Σουσκιού είναι κτισμένη κοντά στην ανατολική όχθη του ποταμού Διαρίζου, σε μέσο υψόμετρο 90 μέτρων. Το υψόμετρο στην περιοχή της κυμαίνεται μεταξύ 50 και 400 μέτρων, το δε τοπίο της είναι διαμελισμένο από το ποτάμιο δίκτυο του Διαρίζου.

 

Από γεωλογικής απόψεως, γύρω από την κοίτη του Διαρίζου απαντώνται οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου, ενώ στην υπόλοιπη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι αποθέσεις του σχηματισμού Πάχνας (εναλλασσόμενες στρώσεις κρητίδων, μαργών και ψαμμιτών), οι άργιλλοι του σχηματισμού Μονής, οι αποθέσεις του σχηματισμού Λευκάρων (κρητίδες, μάργες και κερατόλιθοι), οι σερπεντινίτες, και οι αποθέσεις του σχηματισμού των Μαμωνιών. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν προσχωσιγενή εδάφη, ασβεστούχα εδάφη, τέρρα ρόζα και εδάφη του σχηματισμού των Μαμωνιών.

 

Η Σουσκιού δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 450 χιλιοστόμετρα. Στο χωριό, προτού εγκαταλειφθεί από τους Τουρκοκυπρίους κατοίκους του, εκαλλιεργούντο κυρίως τα σιτηρά, τα νομευτικά φυτά και οι χαρουπιές. Υπάρχουν επίσης αρκετές ακαλλιέργητες εκτάσεις που καταλαμβάνονται από χαμηλή φυσική βλάστηση, κυρίως σχινιές, σπαλαδκιές και μαζιές. Μέρος του κρατικού δάσους Ορείτες εμπίπτει στα διοικητικά όρια του χωριού.

 

Όσον αφορά τη κτηνοτροφία, κατά το 1973 εκτρέφονταν από 30 κτηνοτρόφους 1.256 κατσίκες, 535 πρόβατα, 23 βόδια και 538 πουλερικά.

 

Από συγκοινωνιακής απόψεως, η Σουσκιού συνδέεται με σκυρόστρωτο δρόμο στα νότια με τον κύριο δρόμο Κουκλιών-Πάνω Αρχιμανδρίτας. Συνδέεται επίσης με χωματόδρομο στα βορειοδυτικά με τον δρόμο Νικόκλειας-Αγίου Γεωργίου Κελοκεδάρων-Αγίου Νικολάου.

 

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:

 

Χρονολογία Κάτοικοι
1881 200 
1891 276 
1901 312 
1911 384 
1921 446 
1931 425 
1946 462 
1960 344 
1973 445 
2011 10
2021 8

 

Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι της Σουσκιούς εξαναγκάστηκαν από την ηγεσία τους να εγκαταλείψουν το χωριό τους και να μεταφερθούν, μαζί με όλους τους άλλους Τουρκοκυπρίους των ελεύθερων περιοχών, για εγκατάσταση στις κατεχόμενες περιοχές. Η μεταφορά τους έγινε το 1975. Το χωριό εξακολουθεί να είναι σήμερα εγκαταλειμμένο.

 

Το χωριό υφίστατο κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια. Ο ντε Μας Λατρί περιλαμβάνει το χωριό (που το γράφει: Sussu) σ' εκείνα που ανήκαν στην ιδιοκτησία του βασιλιά κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Εξάλλου το χωριό βρίσκεται σημειωμένο σε παλαιούς χάρτες ως Suchius, αλλά και σε βενετική απογραφή.

 

Ως βασιλικό κτήμα, κι αργότερα κρατικό κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, η Σουσκιού κατασχέθηκε από τις τουρκικές αρχές μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους (1570-71). Έτσι εγκαταστάθηκαν και Τούρκοι στο χωριό, οι οποίοι τελικά υπερίσχυσαν των Ελλήνων κατοίκων του, με αποτέλεσμα τούτο να καταλήξει σε αμιγές τουρκικό.

 

Η αρχική ελληνική ονομασία του χωριού είναι άγνωστη. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας παρεφθάρη σε Σουσσού (Sussu), αργότερα δε οι Τούρκοι την μετέτρεψαν σε ΣούσκιογιουΣούσκιοϊ), δηλαδή χωριό Σους, απ' όπου το σημερινό όνομα Σουσκιού.

 

Το χωριό προφανώς υφίστατο κατά τα Βυζαντινά χρόνια, όπως και τα γειτονικά του Κούκλια. Κατά την Αρχαιότητα η περιοχή της Σουσκιού ανήκε στο βασίλειο της Πάφου. Σημαντικός αρχαιολογικός χώρος στην περιοχή της Σουσκιού χρονολογείται στα αρχαιότατα Προϊστορικά χρόνια (βλέπε λήμμα Σουσκιού αρχαιολογικός χώρος).

 

Στην περιοχή του χωριού υπάρχουν κι άλλα μνημεία. Αναφέρουμε ιδιαίτερα το λαξευτό κελλί ασκητή, που θεωρείται ως η παλαιά εγκλείστρα του αγίου Νεοφύτου. Αναφέρουμε επίσης την εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, του 16ου αιώνα.