Το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής υπήρξε το σημαντικότερο από τα εις Κύπρον μετόχια της Μονής του Σινά. Ερειπωμένο σήμερα, βρίσκεται στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, πάνω από το χωριό Βασίλεια, στη βόρεια πλαγιά του δυτικού Πενταδάκτυλου, στην επαρχία Κερύνειας. Είναι περισσότερο γνωστό ως μοναστήρι της Βασίλειας. Ωστόσο αρχικά δεν ήταν παρά μετόχι του μοναστηριού της Παναγίας Κρινιώτισσας, που βρίσκεται σε κοντινή σχετικά απόσταση, ψηλότερα στο βουνό, βορειοανατολικά της κορυφής του Κόρνου. Σταδιακά όμως το μοναστήρι αυτό παρήκμασε και τελικά εγκαταλείφθηκε, ενώ παράλληλα αναβαθμίστηκε εκείνο της Αγίας Παρασκευής. Ήδη το έτος 1735, όταν επεσκέφθη και τα δύο μοναστήρια ο Ρώσος προσκυνητής Βασίλειος Μπάρσκυ, εκείνο της Κρινιώτισσας ήταν ήδη από καιρό εγκαταλειμμένο και έρημο.
Κατά μαρτυρία του Μπάρσκυ, μέσα στο ναό της Αγίας Παρασκευής υπήρχε κτητορική επιγραφή: «Ανδρέας ο Μαυρέσιος Καβαλάριος, ΑΦΙΗ». Η χρονολογία ΑΦΙΗ (=1518), δηλαδή κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, θεωρείται και ως ο χρόνος ίδρυσης του μοναστηριού από τον αναφερόμενο καβαλάριον (=ιππότη). Είναι όμως πιθανό ο Ανδρέας Μαυρέσιος να υπήρξε μόνο μεγάλος δωρητής του μοναστηριού, που ίσως τότε να είχε υποστεί ανακαίνιση και να ήταν ιδρυμένο πολύ ενωρίτερα. Εξάλλου, κατά παράδοση, και η μεγάλη κτηματική περιουσία του μοναστηριού προερχόταν κυρίως από δωρεά μιας Ελληνίδας, συζύγου ενός Βενετού ευγενούς.
Διάφορες ανακαινίσεις έγιναν κατά καιρούς και αλλοίωσαν τόσο πολύ το ναό, ώστε δεν είναι δυνατό να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα για την αρχαιότητά του. Ο αρχικός ναός, που κατά τον Μπάρσκυ ήταν ήδη ετοιμόρροπος το 1735, αντικαταστάθηκε από νεότερο το 1904. Είχε το 1735 3-4 μοναχούς, γράφει ο Μπάρσκυ, και προσθέτει ότι το μοναστήρι δεν πλήρωνε τόσους πολλούς φόρους στους Τούρκους όσους πλήρωναν άλλα, επειδή ανήκε στο Σινά. «Διαθέτει πολλά χωράφια για όργωμα», γράφει ο Μπάρσκυ, «έχει πολλά ελαιόδεντρα, αφθονία ψωμιού, κρασιού και ελαιολάδου. Δεν υπάρχει ηγούμενος επικεφαλής αλλά ένας επόπτης που ονομάζεται οικονόμος και στέλνεται από τη μεγάλη μονή του Όρους Σινά, αντικαθίσταται δε κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια...»
Το μοναστήρι είχε προσφέρει κατά καιρούς διάφορες υπηρεσίες στο γειτονικό χωριό Βασίλεια, ιδίως στον τομέα της εκπαίδευσης, καταβάλλοντας και τη δαπάνη λειτουργίας σχολείου. Κατά τη διάρκεια των μεγάλων σφαγών και διώξεων του Ιουλίου 1821 επλήγη από τους Τούρκους και το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Δύο των εκεί μοναχών, μελών της αδελφότητας του Σινά, εκτελέστηκαν στη Λευκωσία στις 10 του μηνός. Ήσαν ο Νεόφυτος Ζωγράφος, καταγόμενος από τη Ζάκυνθο, και ο Κοσμάς, καταγόμενος από την Κρήτη.
Ο George Jeffery, που μελέτησε το μοναστήρι κατά τις αρχές του 20ού αιώνα, αναφέρει ότι είχε υποστεί επανειλημμένες ανακαινίσεις. Κατά δε την τελευταία, το 1904, όλα τα αρχαιότερα αρχιτεκτονικά στοιχεία του ναού είχαν εξαφανιστεί. Προσθέτει ότι αριθμός γρανιτένιων κιόνων που βρίσκονταν σκορπισμένοι στο χώρο (μερικοί υπάρχουν και σήμερα) μαρτυρούσαν την ύπαρξη, κάποτε, ενός σημαντικού οικοδομήματος.
Παρά το ότι το μοναστήρι ήταν αφιερωμένο στην αγία Παρασκευή, πανηγύριζε στις 25 Νοεμβρίου, γιορτή της αγίας Αικατερίνης, αφού ανήκε στο Σινά. Μέχρι και την τουρκική εισβολή του 1974 υπηρετούσαν στο μοναστήρι μοναχοί από το Σινά. Τελευταίος ήταν ο αρχιμανδρίτης Δανιήλ, που όμως διέμενε σε μικρό μετόχι του μοναστηριού, εκείνο της Αγίας Μαρίνας, που βρισκόταν στη Βασίλεια.
Ο ναός, στη νεότερη μορφή του, είναι μονόκλιτος, με αψίδα στο ανατολικό άκρο, και καμαροσκέπαστος με επικάλυψη από κεραμίδια. ΄Εχει εσωτερικές διαστάσεις 5Χ12 μέτρα περίπου. ΄Εχει ερειπωθεί και η στέγη του κατέρρευσε. Η κύρια είσοδος βρίσκεται στο δυτικό τοίχο και σ’ αυτήν οδηγούσε βαθμιδωτή κλίμακα από την εσωτερική αυλή. Δεύτερη θύρα υπήρχε στο μέσον του νότιου τοίχου. Εξωτερικά το μοναστήρι ομοίαζε με φρούριο. Τα μοναστηριακά οικοδομήματα, ερειπωμένα σήμερα, εκτείνονταν γύρω από μεγάλη εσωτερική αυλή και ήσαν διώροφα. Η μεγαλόπρεπη καμαρωτή είσοδος στο μοναστήρι, στην οποία οδηγούσε ανηφορικός πλακόστρωτος δρόμος, είχε μορφή στοάς και βρισκόταν στο μέσον της δυτικής πτέρυγας. Άλλες δύο πτέρυγες κάλυπταν τη νότια και τη βόρεια πλευρά. Η ανατολική πλευρά της εσωτερικής αυλής κλείνει με τον ναό και με άλλα οικοδομήματα που εφάπτονται στο βόρειο και στο νότιο τοίχο του. Ο ναός εκτείνεται σε μήκος στα ανατολικά, προεξέχοντας του όλου οικοδομικού συμπλέγματος. Στα δεξιά του ναού, στο μέσον του νοτίου τμήματος της ανατολικής πτέρυγας, υπήρχε άλλη καμαρωτή θύρα που οδηγούσε από την αυλή στο πίσω μέρος, όπου υπήρχαν κήποι. Διακρίνονται ερειπωμένες εγκαταστάσεις διοχέτευσης νερού στους κήπους και στην εσωτερική αυλή, ενώ στην απότομη πλαγιά του βουνού, στα νοτιοδυτικά, υπάρχουν ερείπια ενός νερόμυλου.