Η λέξη είναι σύνθετη και σημαίνει μερί του χοίρου (σ΄οίρου στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα). Το χοιρομέρι είναι ένα από τα διάφορα φαγώσιμα είδη που κατασκευάζονταν κι εξακολουθούν να κατασκευάζονται στην Κύπρο από χοιρινό κρέας. Σε παλαιότερες εποχές, όπου δεν υπήρχαν ψυγεία και άλλες διευκολύνσεις, υπήρχαν διάφοροι τρόποι διατήρησης του κρέατος, με την κατασκευή διαφόρων ειδών. Από τον σφαγμένο χοίρο κατασκευάζονταν χοιρομέρια, λουκάνικα, ζαλατίνα (πηκτή) κ.α.
Το χοιρομέρι είναι ψαχνό, μερί, που ψήνεται σιγά-σιγά με την κάπνη από καιόμενα κλαδιά ή ξύλα. Διατηρείται για πολύ καιρό και καταναλώνεται μάλιστα σταδιακά, σε μικρές φέτες. Σήμερα αποτελεί ξεχωριστό και εύγευστο είδος του παραδοσιακού κυπριακού μεζέ που σερβίρεται στις ταβέρνες.
Ο τρόπος παρασκευής του είναι ο ακόλουθος: To μερί (μπούτι) του χοίρου, αρκετές δε φορές και η κουτάλα (σπάλα, που παρουσιαζόταν ως χοιρομέρι) καθαρίζεται από το λίπος, εκτός από ένα λεπτό στρώμα. Αλατίζεται με χοντρό μαγειρικό άλας και αφήνεται σε βαθύ δοχείο για 3 μέρες, ώστε να στραγγίσει. Άλλες 8 μέρες τοποθετείται στο κρασί (για το πραγματικά καλής ποιότητας χοιρομέρι, το κρασί αλλάζεται κάθε 2-3 μέρες). Στη συνέχεια κρεμάζεται για 8-10 ώρες για να στραγγίσει. Ύστερα πιέζεται με ειδική πρέσσα (την παλιά εποχή πιεζόταν με το χερομύλι ή άλλο βαρύ αντικείμενο) για να αφαιρεθεί εντελώς το αίμα. Στη συνέχεια κρεμάζεται και πάλι, αυτή τη φορά σε χώρο όπου ανάβεται φωτιά με τρόπο ώστε να το τυλίγει ο καπνός της. Στον καπνό μένει για 4-5 ώρες κάθε μέρα, επί ενάμισι έως 2 μήνες, μέχρι να ψηθεί. Συνήθως το χοιρομέρι κατασκευαζόταν στα χωριά τον χειμώνα, οπότε άναβαν φωτιά στο τζάκι κάθε μέρα, για μαγείρεμα ή και για ζεστασιά, οπότε ταυτόχρονα ψηνόταν στον καπνό της και το χοιρομέρι.
Σήμερα χοιρομέρια κατασκευάζονται από τις αλλαντοβιομηχανίες. Παραδοσιακά όμως χοιρομέρια, με τον παλαιό τρόπο, κατασκευάζονται ακόμη σε μερικά ορεινά χωριά, ιδίως της Πιτσιλιάς.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια