Παναγία Σκουριώτισσα, Λευκωσία

Image

Μικρό μοναστήρι στην περιοχή του μεταλλείου της Σκουριώτισσας. Το επώνυμο της Παναγίας οφείλεται στους όγκους της σκουριάς από την εκκαμίνευση του χαλκοπυρίτη στην Αρχαιότητα, που βρίσκονται στην περιοχή. Είναι άγνωστο πότε ιδρύθηκε το μοναστήρι. Τα μοναστηριακά κτίρια έχουν καταστραφεί τελείως και μόνο η εκκλησία του μοναστηριού σώζεται.

 

Η παλαιότερη αναφορά στο μοναστήρι της Σκουριώτισσας βρίσκεται στις περιγραφές του Ρώσου μοναχού Βασίλι Μπάρσκυ που το επισκέφθηκε το 1735. Ποια μορφή είχε το μοναστήρι δεν είναι γνωστό. Πάντως ήταν μικρό, όπως αναφέρει ο Μπάρσκυ, και εκατοικείτο από 3 ή 4 μοναχούς. Πρέπει να υπήρχε μαντρότοιχος που περιέκλειε την εκκλησία και το μοναστηριακό κτίριο, γιατί η είσοδος του μοναστηριού ήταν κλειστή σε όλους, επειδή ο μητροπολίτης Κυρηνείας Γεράσιμος είχε καταφύγει εκεί λόγω του λοιμού. Αναφορά στο μοναστήρι της Σκουριώτισσας γίνεται και στους κτηματικούς κώδικες Α και Β της Μητρόπολης της Κερύνειας στους οποίους αναγράφεται η κτηματική περιουσία του μοναστηριού, τα άμφια και τα ιερά σκεύη της εκκλησίας.

 

Σύμφωνα με μια μισοκατεστραμμένη επιγραφή, το μοναστηριακό κτίριο της Σκουριώτισσας κτίσθηκε το 1716 από τον μητροπολίτη Κυρηνείας Μακάριο και τους γονείς του και κάποιαν Μαριού από τη Γαλάτα. Από το κτίριο αυτό, που βρισκόταν στα νότια της εκκλησίας, σωζόταν μέχρι πρόσφατα το δυτικό τμήμα με την κιονοστήρικτη βεράντα του. Όπως πολλά άλλα μικρά μοναστήρια, έτσι και το μοναστήρι της Σκουριώτισσας φαίνεται ότι διαλύθηκε στα τέλη του 18ου ή τις αρχές του 19ου αιώνα. Η εκκλησία του μοναστηριού είναι μικρή ξυλόστεγη και έχει εσωτερικές διαστάσεις 10,82 Χ 3,68 μ. χωρίς την αψίδα. Η αψίδα είναι εσωτερικά ημικυκλική και εγγεγραμμένη σ' ευθύ ανατολικό τοίχο. Έχει χορδή 2,67 μ. και βέλος 1,31 μ. Η εκκλησία έχει τρεις εισόδους από τις οποίες εκείνες του βόρειου και του νότιου τοίχου έχουν άνοιγμα 1 μ., ενώ εκείνη του δυτικού τοίχου έχει άνοιγμα 1,26 μ. Το πάχος των τοίχων είναι 0,62 μ. και είναι κτισμένοι με αδρά πελεκημένες πέτρες. Πάνω από τη δυτική είσοδο υπάρχει τυφλό τόξο. Το ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο της εκκλησίας, που δεν είναι χρυσωμένο, μπορεί να χρονολογηθεί στις αρχές του 18ου αιώνα. Οι προσκυνηματικές εικόνες του Χριστού και της Θεοτόκου χρονολογούνται στα τέλη του 18ου αιώνα. Εκείνη του Χριστού έχει χρονολογία 1785 και υπογράφεται από τον ζωγράφο Φιλάρετο, γνωστό μοναχό της μονής του Αγίου Ηρακλειδίου. Έργο του Φιλάρετου είναι και η εικόνα της Θεοτόκου. Αρχαιότερες είναι οι εικόνες του αγίου Νικολάου και του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου που χρησιμοποιήθηκαν σαν ποδέες του εικονοστασίου κάτω από τις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας, αντιστοίχως. Οι μισοκατεστραμμένες αυτές εικόνες μπορούν να χρονολογηθούν στον 17ο αιώνα.

 

Στο δυτικό τμήμα του νότιου τοίχου της εκκλησίας σώζεται τμήμα τοιχογραφίας της Υπαπαντής που μπορεί να χρονολογηθεί στον 15ο αιώνα. Δεν είναι γνωστό αν κάτω από το στρώμα γύψου, που καλύπτει εσωτερικά τους τοίχους της εκκλησίας, σώζονται άλλα κομμάτια τοιχογραφιών. Η εκκλησία επομένως της Παναγίας της Σκουριώτισσας χρονολογείται από τον 15ο αιώνα. Δεν είναι γνωστό αν τότε ιδρύθηκε και το μοναστήρι.

 

Ο Γερμανός αρχαιολόγος δρ. Λούτβιγκ Ρος που περιόδευσε την Κύπρο το 1845, γράφει ότι το μοναστήρι ήταν ήδη τότε εγκαταλειμμένο.