Σκουριώτισσας μεταλλείο

Image

Το μεταλλείο της Σκουριώτισσας ή της Φουκάσας, όπως είναι καλύτερα γνωστό μεταξύ των μεταλλωρύχων και γενικά του λαού, είναι ένα από τα σημαντικότερα σύγχρονα μεταλλεία χαλκού της Κύπρου και αναμφίβολα το σημαντικότερο της Αρχαιότητας. Το μεταλλείο βρίσκεται μεταξύ των χωριών Κατύδατα και  Άγιος Γεώργιος, κοντά στο παλαιό μοναστήρι της Παναγίας της Σκουριώτισσας, πάνω στον λόφο της Φουκάσας. Η Φουκάσα, η γνωστή Βούκασα των αρχαίων, έχει υψόμετρο 400 σχεδόν μέτρων και δεσπόζει της περιοχής. Σήμερα οι πλευρές του λόφου καλύπτονται από τεράστιους σωρούς στείρων υλικών, προϊόντων της σύγχρονης εκμετάλλευσης του κοιτάσματος που άρχισε το 1920 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Επιπρόσθετα η νότια και δυτική πλευρά της Φουκάσας καλύπτονται από τεράστιες συγκεντρώσεις μαύρης κυρίως σκουριάς, προϊόντα εκκαμίνευσης του χαλκούχου μεταλλεύματος από τους αρχαίους για παραγωγή χαλκού.

 

Η εκμετάλλευση του χαλκούχου κοιτάσματος της Σκουριώτισσας χάνεται στα βάθη των αιώνων, πιθανό δε να ανάγεται στη Χαλκολιθική περίοδο. Εάν οι βασικοί τύποι μεταλλεύματος που χρησιμοποιήθηκαν κατά την περίοδο αυτή, όπως πιστεύουν οι αρχαιολόγοι και αρχαιομεταλλουργοί, είναι ο αυτοφυής χαλκός και οι ανθρακικές ενώσεις του χαλκού, από τις οποίες εύκολα μπορούσε να παραχθεί μεταλλικός χαλκός με απλή τήξη, τότε η Σκουριώτισσα πρόσφερε τις ιδανικές συνθήκες για παραγωγή των τύπων αυτών του μεταλλεύματος. Η υψηλή περιεκτικότητα του θειούχου μεταλλεύματος σε χαλκό, η έντονη διάβρωση και οξείδωση του και η γειτνίαση του προς ανθρακικά πετρώματα, όπως είναι ο υφαλογενής ασβεστόλιθος που καλύπτει το βορειοανατολικό και το βορειοδυτικό τμήμα του λόφου, συνέβαλαν στη δημιουργία εκτεταμένων συγκεντρώσεων δευτερογενών ορυκτών χαλκού, περιλαμβανομένων ανθρακικών, όπως μαλαχίτη και αζουρίτη, οξειδίων όπως κυπρίτη και τενορίτη και πολύ πιθανόν αυτοφυούς χαλκού.

 

Ο αρχαιότερος τύπος σκουριάς που ανευρέθη στις πλαγιές του λόφου είναι ο κατατεμαχισμένος και έντονα οξειδωμένος σε κόκκινο λαμπερό χρώμα. Εσωτερικά τα τεμάχια της σκουριάς έχουν καφέ προς το μαύρο χρώμα. Το σύνολο σχεδόν των συσσωρεύσεων των σκουριών του τύπου αυτού καλύπτεται από τις νεότερες μαύρες σκουριές και από τα στείρα υλικά της σύγχρονης εκμετάλλευσης.

 

Σε παλαιότερα συγγράμματα οι «κόκκινες σκουριές» λανθασμένα χαρακτηρίζονταν ως «Φοινικικές». Νεότερες αρχαιομεταλλουργικές και αρχαιολογικές μελέτες απέδειξαν ότι ο τύπος των σκουριών αυτών χαρακτηρίζει την Κυπρο-Γεωμετρική μέχρι και την Πρώιμη Κυπρο-Αρχαϊκή περίοδο (1050-700 π.Χ. περίπου).

 

Ραδιοχρονολόγηση, με τη μέθοδο του άνθρακα 14, αριθμού υποστυλωμάτων από τις αρχαίες γαλαρίες του μεταλλείου, καθώς επίσης του ξυλάνθρακα που βρίσκεται στους σωρούς της «μαύρης σκουριάς», απέδειξε ότι η ηλικία των μεταλλευτικών και μεταλλουργικών αυτών δραστηριοτήτων κυμαίνεται μεταξύ του 600 π.Χ. και του 300 μ.Χ. Αρχαιολογικά και ιστορικά όμως δεδομένα αποδεικνύουν ότι οι μεταλλευτικές δραστηριότητες στην περιοχή εκτείνονται μέχρι την εποχή του Χαλκού (1650-1050 π.Χ.) και πιθανώς στην Χαλκολιθική (3900-2500 π.Χ.). Είναι γνωστό ότι μεταξύ των μεγάλων πόλεων της Κύπρου που άκμασαν προς το τέλος της   Ύστερης εποχής του Χαλκού (1225-1050 π.Χ.), των οποίων η οικονομία βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην εκμετάλλευση, επεξεργασία και εμπορία του χαλκού, είναι η Μόρφου (Τούμπα του Σκούρου) και η Αίπεια, που τοποθετείται κουτά στους Σόλους ή το ανάκτορο του Βουνιού. Επιπρόσθετα, στην ίδια περιοχή της Σκουριώτισσας και κοντά στο χωριό Κατύδατα, ανεσκάφη κατά καιρούς μεγάλος αριθμός τάφων, οι οποίοι χρονολογούνται από τη Μέση εποχή του Χαλκού μέχρι και τη Ρωμαϊκή περίοδο. Σ' ορισμένους απ' αυτούς ανευρέθησαν μεταξύ άλλων χάλκινα αντικείμενα της εποχής του Χαλκού. Η πηγή του χαλκού των πόλεων αυτών αλλά και των μικρότερων συνοικισμών της περιοχής, είναι αναμφισβήτητα η Σκουριώτισσα και πιθανώς το παραπλήσιο μεταλλείο του Μαυροβουνίου.

 

Βλέπε λήμμα: Χαλκός

 

Μελέτη από τον C. G. Gunther: Όπως ανεφέρθη πιο πάνω, στις δυτικές παρυφές του λόφου της Φουκάσας, κατά μήκος της κοιλάδας του ποταμού Καρκώτη, βρίσκονται οι αψευδείς μάρτυρες της μακρόχρονης και έντονης εκμετάλλευσης του χαλκούχου κοιτάσματος, οι τεράστιοι σωροί σκουριάς. Σύμφωνα με τον C. G. Gunther που εγκαταστάθηκε στην περιοχή στις αρχές του 1913 για διεξαγωγή μεταλλευτικών ερευνών, οι σωροί των σκουριών κάλυπταν μια έκταση μήκους 1/2 μιλίου, πλάτους 100-300 ποδιών και πάχους 60 και πλέον ποδιών. Πίσω δε από τους σωρούς της μαύρης σκουριάς υπήρχε μικρότερος σωρός κόκκινης σκουριάς, μέρος του οποίου καλυπτόταν από τη μαύρη σκουριά. Αρχικά είχε υπολογιστεί ότι η ποσότητα και των δυο τύπων σκουριάς ήταν ένα περίπου εκατομμύριο τόνοι. Μεταγενέστεροι όμως υπολογισμοί απέδειξαν ότι η ποσότητα των σκουριών αυτών ανέρχεται σε 2.000.000 περίπου τόνους, ποσότητα που αντιπροσωπεύει το 50% των ολικών αποθεμάτων σκουριών που βρέθηκαν συγκεντρωμένες σε 40 περίπου σωρούς σε ολόκληρη την Κύπρο. Εάν δε ληφθεί υπόψιν ότι, με βάση πρόσφατους υπολογισμούς, η ποσότητα αυτή των σκουριών (4.000.000 τόνοι) αντιστοιχεί προς 200.000 τόνους μεταλλικού χαλκού, συμπεραίνεται ότι από τη Σκουριώτισσα μόνο παρήχθησαν γύρω στους 100.000 τόνους μεταλλικού χαλκού. Τέλος, λαμβάνοντας υπόψιν ότι η μέση περιεκτικότητα του μεταλλεύματος της Σκουριώτισσας σε χαλκό είναι 2,5%, υπολογίζεται ότι η ολική ποσότητα μεταλλεύματος που εξορύχθηκε από τους αρχαίους στη διάρκεια της μακράς εκμετάλλευσης του, υπερβαίνει τα 4.000.000 τόνους. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τα εκτεταμένα επιφανειακά και υπόγεια έργα εκμετάλλευσης που αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια των εργασιών της σύγχρονης εκμετάλλευσης. Τα υπόγεια έργα περιελάμβαναν ευθυτενή ή ελικοειδή κεκλιμένα, πηγάδια με σκαλοπάτια, στοές και διάφορα συστήματα γαλαριών. Το ύψος των γαλαριών κυμαινόταν μεταξύ 1,20 και 1,40 μέτρων, το δε πλάτος ήταν μικρότερο από 60 εκατοστόμετρα, αλλά ήταν ελαφρά πλατύτερο προς το άνω μέρος (ύψος των ώμων) για να διευκολύνει την κίνηση των μεταλλωρύχων που μετέφεραν το μετάλλευμα σε καλάθια στην πλάτη τους. Προς διευκόλυνση της ανάβασης των κεκλιμένων από τους μεταφορείς του μεταλλεύματος, ανασκάπτονταν κοιλώματα στο ύψος της μέσης, τα οποία χρησιμοποιούνταν ως λαβές. Επιπρόσθετα, κατά μήκος των γαλαριών, στοών και κεκλιμένων, ετοποθετούντο σε ειδικά κατασκευασμένα κοιλώματα λυχνίες λαδιού για φωτισμό.

 

Μέσα στο συμπαγές μετάλλευμα οι διαστάσεις των γαλαριών αυξάνονταν και έφθαναν μέχρι 1,80X1,80 μ. Συχνά χρησιμοποιούνταν διαφορετικές στοές εισόδου και εξόδου, πράγμα που όχι μόνο διευκόλυνε την κυκλοφορία αλλά βελτίωνε και τον εξαερισμό. Στοές και γαλαρίες μέσα στα εύθρυπτα κοιτάσματα και στο μαλακό ασταθές έδαφος, υποστηρίζονταν από ξυλοδεσία που κατασκευαζόταν με μεγάλη δεξιοτεχνία. Το μεγαλύτερο μέρος της ξυλείας αυτής βρέθηκε σε εξαιρετική κατάσταση, μέρος της δε είχε εμποτισθεί με ψήγματα αυτοφυούς χαλκού. Η εναπόθεση έγινε λόγω μιας πολύπλοκης διεργασίας που περιελάμβανε διάλυση των χαλκούχων ορυκτών από το υπόγειο νερό, χημική αντίδραση του διαλύματος με τη ρητίνη του ξύλου και εναπόθεση του χαλκού ως αυτοφυούς μέσα στο ξύλο. Τα εμποτισμένα αυτά ξύλα χρησιμοποιήθηκαν από την Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία για κατασκευή θαυμάσιων επίπλων.

 

Αμφορείς των ρωμαϊκών χρόνων: Στην είσοδο, σε μια από τις κύριες στοές του μεταλλείου, ανευρέθησαν μεγάλοι σωροί από θραύσματα αμφορέων των Ρωμαϊκών χρόνων. Σύμφωνα με την περιγραφή του Gunther, αυτός ο παράξενος σωρός κάλυπτε έκταση 4.000 περίπου τετραγ. μέτρων (1 acre) και είχε πάχος τουλάχιστον 6 μέτρων σε ορισμένα σημεία. Η ερμηνεία δε που έδωσε για την παρουσία της τεράστιας ποσότητας των σπασμένων αμφορέων ήταν ότι αυτοί χρησιμοποιούνταν για την άντληση και μεταφορά νερού στην επιφάνεια για να επιτευχθεί η εκμετάλλευση του κοιτάσματος κάτω από τη στάθμη του υπόγειου νερού. Αργότερα διαπιστώθηκε ότι οι αμφορείς αυτοί χρησιμοποιούνταν για μεταφορά μεν νερού από το εσωτερικό του μεταλλείου, αλλά πλούσιου σε θειϊκό χαλκό και σίδηρο. Το νερό αυτό χυνόταν ακολούθως σε πήλινες σκάφες που βρίσκονταν κοντά στην είσοδο του μεταλλείου και μετά την εξάτμιση συγκεντρώνονταν οι ενώσεις αυτές για χρήση στη φαρμακευτική και ίσως για τήξη και παραγωγή χαλκού. 

 

Ο Γαληνός και οι μελέτες του για τα ορυκτά: Χαρακτηριστικά ο διάσημος γιατρός της Αρχαιότητας Γαληνός, που επισκέφθηκε τα μεταλλεία των Σόλων (δηλαδή της Σκουριώτισσας) το 167 μ.Χ. για συλλογή ορυκτών για φαρμακευτική χρήση, περιγράφει στο σύγγραμμα του Περί τῶν ἀπλῶν φαρμάκων κράσεως και δυνάμεως τον τρόπο σχηματισμού και συλλογής του χάλκανθου (θειϊκού χαλκού): Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο, όχι όμως ψηλό, μπροστά στην είσοδο του μεταλλείου. Κι αυτού του δωματίου στον αριστερό τοίχο - που ήταν στα δεξιά των εισερχομένων - είχε ανοιχθεί μια σήραγγα στον συνεχόμενο λόφο, τόσο πλατειά όσο να εγγίζουν τρεις άντρες ο ένας πάνω στον άλλο, και τόσο ψηλή όσο να μπορεί ο πιο ψηλός άνθρωπος να περπατά όρθιος. Κι αυτή η σήραγγα ήταν κατηφορική, όχι όμως μυτερή κι απόκρημνη. Και στο τέλος, που το μήκος της ήταν ως ένα στάδιο [184 μ.], υπήρχε ένας λάκκος γεμάτος πρασινοκίτρινο (ή ανοιχτό πράσινο) νερό και πηχτό, χλιαρό. Και α' όλη την κατάβαση υπήρχε μια ζεστασιά, παρόμοια μ' εκείνη των πρώτων δωματίων των λουτρών, που συνηθίζουν να τα λεν ‛προμαλακτήρια’. Το νερό που μαζευόταν κάθε μέρα ήταν στην ποσότητα ως οκτώ ρωμαϊκούς αμφορείς, που κατέβαινε σε μικρές σταγόνες στις είκοσι τέσσερις ώρες της ημέρας και της νύχτας από τον διάτρητο λόφο. Το νερό τώρα τούτο το μετέφεραν μερικοί σκλάβοι και το   έβαζαν σε τετράγωνες σκάφες πήλινες στο δωμάτιο που βρισκόταν μπροστά στην είσοδο του μεταλλείου, και μέσα α' αυτές σε λίγες μέρες έπηζε και γινόταν χάλκανθος. Μα εμένα, όσες φορές κατέβηκα στο τέλος της σήραγγας, όπου μαζευόταν το χλιαρό και πρασινοκίτρινο νερό, σαν να μου έφερνε η μυρωδιά του αέρα, που μύριζε χαλκίτιν και σκουριά του χαλκού, μια πνιγούρα και μια δυσφορία. Και τα ίδια σου έφερνε και το νερό άμα το γευόσουν. Αυτά λοιπόν. Κι οι σκλάβοι, γυμνοί και τρεχάτοι, έφερναν πάνω τους αμφορείς και δεν άντεχαν να μείνουν περισσότερο χρόνο παρά γρήγορα ανηφόριζαν. Κι από τη μια κι από την άλλη μεριά του τοίχου της σήραγγας, όπου ήταν αναμμένοι λύχνοι κατά συμμετρικά διαστήματα, ούτε κι αυτοί έμεναν πολλή ώρα, παρά έσβηναν πολύ γρήγορα. Κι αυτή η σήραγγα έμαθα από δαύτους πως είχε ανοιχτεί λίγο-λίγο σε πολλά χρόνια. "Κι αυτό δα το πρασινοκίτρινο νερό, που τώρα βλέπεις», μου είπαν, «να κατεβαίνει από το λόφο στο λάκκο, συνηθίζει να λιγοστεύει σιγά-σιγά κι άμα κοντεύει να λείψει, πάλι οι σκλάβοι σκάβουν από κάτω το λόφο συνέχεια». Και λεν πως πριν κάποτε έπεσε ολόκληρη η σήραγγα και τους σκότωσε όλους αυτούς και χάλασε κι όλη η διάβαση. Άμα λοιπόν συμβεί αυτά, αφού βγάλουν πάλι άλλη τρύπα, σκάβουν ώσπου να παρουσιαστεί το νερό. (Μετάφραση Κ. Χατζηϊωάννου, ΑΚΕΠ. τόμος Β', σσ. 406-408).

 

Βλέπε λήμμα: Ιατρική

 

Εκτός από τον χάλκανθο, ο Γαληνός κατά την επίσκεψη του στους Σόλους πήρε διάφορα άλλα ορυκτά για παρασκευή διαφόρων φαρμάκων όπως καδμεία, σπόδιον, (ορυκτό τενορίτης, οξείδιο του χαλκού), πομφόλυγα (ορυκτό ψευδαργύρου), χαλκίτιν, μίσυ (χαλκοπυρίτη), σώρυ (θειικό σίδηρο), και διφρυγές. Ειδικά για το τελευταίο αναφέρει: ἐκόμισα δέ καί τούτου τοῦ φαρμάκου πολύ τό πλῆθος ἐκ τῶν ἐν Κύπρῳ Σόλων, ἔνθα τό μέταλλον ἐστίν, ὡς ὑπό σταδίων τῆς πόλεως τριάκοντα.

 

Παρόλο ότι ο Γαληνός δεν αναφέρεται άμεσα στην παραγωγή χαλκού, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του στα μεταλλεία των Σόλων, εντούτοις, περιγράφοντας τον τρόπο παραγωγής καδμείας, ενός ορυκτού άγνωστης σύστασης, το οποίο δεν μπορεί να συσχετισθεί με το κάδμιο, διότι το τελευταίο μόνο ως ίχνη βρίσκεται στα χαλκούχα κοίτασμα τα της Κύπρου, αναφέρεται σε εκκαμίνευση και παραγωγή χαλκού.

 

Πλην του Γαληνού, αναφορά στο μεταλλείο της Σκουριώτισσας γίνεται και από τον Αριστοτέλη στο βιβλίο του Περί λίθων διαφορᾶς. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι χρυσίου μετάλλων ὅρος ἡ Βούκασα, ἤ καί διακειμένη εἰς πόδοσιν τοῦ Τρογόδου, καί ἐπιβλέπει ἐπί τά βορειότερα μέρη τῆς νήσου, κατά θάλατταν δέ, γίνεται δυτικώτερον αὐτῆς ۠  ἔχει δέ διαφοράς μετάλλων καθώς διηγήσατο, φησί, χρυσίου και ἀργυρίου καί χαλκοῦ, στυπτηρίας σχιστῆς καί λευκῆς, καί ἀληθινῆς στυπτηρίας, καί σῶρυ, τό προζύμιον τοῦ χρυσαρίου, καί μίσυ καί ὁ χαλκίτις, καί ἄλλα διάφορα μέταλλα.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

 

 

 

 

 

 

 

 

Φώτο Γκάλερι

Image
Image