Έτσι λέγεται στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα ο εχθρός, ο αντίπαλος. Η λέξη έχει ιταλική ρίζα, από το scontro που σημαίνει διαφωνία, καβγάς, σύγκρουση. Πρβλ. και λαϊκά τραγούδια όπου η λέξη σκούντρος σημαίνει εχθρός, όπως λ.χ.:
Δκιάβαιννε, κόρη, δκιάβαιννε,
τζ' έσσω μου μεν εμπαίννεις,
γιατί λαλούν οι σκούντροι μου
πως σε φιλώ τζ'αι βκαίννεις...
Σκούντρος λέγεται και ο σιδερένιος μοχλός που ασφαλίζει εσωτερικά τα ξωπόρτια (=τις μεγάλες εξωτερικές θύρες) στα σπίτια της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της Κύπρου. Πρόκειται για χοντρό στρογγυλό σίδερο, μήκους γύρω στα 70 εκατοστόμετρα, του οποίου το ένα άκρο είναι εντοιχισμένο. Το άλλο άκρο, που είναι γαμψό, τοποθετείται σε μεταλλική υποδοχή, στερεωμένη στην εσωτερική πλευρά του θυρόφυλλου. Έτσι, το σίδερο αυτό είναι κόντρα (λέξη που πιθανώς σχετίζεται με την ονομασία του) με αποτέλεσμα η θύρα να μη μπορεί ν' ανοίξει όσο κι αν την σπρώξει κάποιος απ' έξω.