Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός (10 Αυγούστου 117 μ.Χ. - 10 Ιουλίου 138 μ.Χ.) σχετίστηκε στενά προς την Κύπρο όπως μαρτυρείται σε σειρά επιγραφών από τη Λάπηθο, την Καρπασία, τη Σαλαμίνα και το Κούριον. Από την αρχή της βασιλείας του (ίσως από το 129 μ.Χ., κατά τον Κ. Χατζηιωάννου, ΑΚΕΠ, Δβ', 1980, Σ. 136), χρονολογείται η επιγραφή στη βάση ανδριάντα του Αδριανού(«σωτήρος και ευεργέτου της πόλεως») στη Λάπηθο, όπως συμπεραίνεται από την χρήση των στρατιωτικών τίτλων του προκατόχου του Τραϊανού (98-117 μ.Χ.). Φαίνεται μάλιστα ότι ο αυτοκράτορας ίσως πέρασε από τη Λάπηθο όπως και τη Σαλαμίνα κατά το ταξίδι του, στα 129 μ.Χ-, προς την Ανατολή (όπου διέμεινε στην Αντιόχεια την επί του Ορόντου από τον Ιούνιο του 129 μέχρι την άνοιξη του 130 μ.Χ.). Η Λάπηθος, όπως κι άλλες κυπριακές πόλεις, κολάκευσε και τον Αδριανό όπως και τον Τραϊανό, τον Νέρωνα και τον Τιβέριο (βλέπε και λήμμα Άδραστος Αδράστου). Η Καρπασία τίμησε τον Αδριανό ως ευεργέτη με ανδριάντα και επιγραφή που αφιερώθηκαν «δια του προνοητού ...Αντιόχου». Στο Κούριον ο ίδιος ο αυτοκράτορας ανέλαβε τη δαπάνη της κατασκευής ανδριάντα του θετού πατέρα του Τραϊανού στο εκεί ιερό του Απόλλωνα που στα 101 μ.Χ. τμήματά του είχε χτίσει ο Τραϊανός.
Με τη Σαλαμίνα όμως οι δεσμοί του Αδριανού ήσαν στενότεροι γιατί αυτός την «έσωσε» κυριολεκτικά από τις μεγάλες καταστροφές που η πόλη είχε πάθει στα 116 μ.Χ. όταν ξέσπασε εκεί η γνωστή επανάσταση των Εβραίων υπό τον Αρτεμίωνα. Ο αυτοκράτορας ξανάχτισε την πόλη με τις ευεργεσίες του, όπως φαίνεται από τις τρεις επιγραφές του 123 μ.Χ. Της «Σαλαμῖνος Κύπρου μητροπόλεως... τῷ ἑαυτῆς πατρί καί εὐεργέτη καί σωτῆρι τοῦ κόσμου...» . Δηλαδή πρόκειται για έκφραση βαθιάς ευγνωμοσύνης, που επαναλαμβάνεται και στην τιμητική επιγραφή των «κατά Σαλαμίνα λινύφων» [λιναράδων] προς αυτόν, σε ανδριάντα του που στήθηκε με δαπάνη των λιναράδων της πόλης κατά το 130 μ.Χ., ίσως με την ευκαιρία της διέλευσής του από εκεί καθ’ οδόν προς τη Συρία. Είναι όμως αμφίβολο αν μετά την ανακαίνιση αυτή ο Αδριανός, αποκαθιστώντας τη Σαλαμίνα στο προηγούμενο μεγαλείο της, συνέβαλε στην ανακήρυξή της σε πρωτεύουσα της Κύπρου, παραγνωρίζοντας την Πάφο (ΑΚΕΠ. Δβ', 1980, σσ. 139-140) και σπάζοντας τον αντιρωμαϊκό συναισθηματικό πάγο των Σαλαμινίων που υφίστατο από τα πρώτα χρόνια της ρωμαϊκής κατοχής (58-47 π.Χ.) λόγω της απάνθρωπης τοκογλυφίας που ασκήθηκε τότε σε βάρος τους. Η χρήση του τίτλου «μητρόπολις της Κύπρου» είναι προφανώς έκφραση φιλοδοξιών των Σαλαμινίων, με πρόσκαιρη μόνο επιτυχία, και όχι της πολιτικής του Αδριανού να αφαιρέσει από την εξαρχής ευνοούμενη των Ρωμαίων (όπως και των Πτολεμαίων) πόλη της Πάφου τον επίζηλο τίτλο και ρόλο της πρωτεύουσας˙ εξάλλου η Σαλαμίς πήρε τον τίτλο μόνο κατά τα μέσα του 4ου μ.Χ. αιώνα, μετά την ανοικοδόμησή της ως χριστιανικής πλέον πόλης.
Το ενδιαφέρον του Αδριανού για ανοικοδόμηση της Σαλαμίνος και για άλλες ευεργεσίες προς τις πόλεις της Κύπρου που προαναφέραμε, ερμηνεύεται λιγότερο από ειδικό κυπριακό ενδιαφέρον του φιλέλληνα και σημαντικά φιλοδίκαιου και ευρύνου εκείνου αυτοκράτορα, που δεν αποκλείεται να ερμηνευθεί και σαν εκδήλωση εκτίμησής του προς τη γεωπολιτική θέση του νησιού στη μεσανατολική στρατηγική του. Αλλά και σαν έκφραση του γνωστού οικοδομικού οργασμού που διέκρινε τη διακυβέρνησή του, της ενθάρρυνσης του αστικού βίου και της επέκτασης και/ ή ανακαίνισης των πόλεων ή της ίδρυσης νέων στις ακραίες ιδίως περιοχές, με έμφαση στη βιομηχανία και στο εμπόριο, παράλληλα προς τα περίφημα alimenta ή χορηγίες διατροφής των νέων στην ύπαιθρο. Ειδικά η ανοικοδόμηση της Σαλαμίνος μετά την καταστροφή της από τους Εβραίους έχει το προηγούμενο της ανοικοδόμησης της Αλεξάνδρειας από τον ίδιο μετά την καταστροφή της, στα 115 μ.Χ.
Ειδικότερα, η ελάττωση του πληθυσμού επί Αδριανού λόγω της εβραϊκής εξέγερσης, αντανακλάται στη σχετική πενιχρότητα των αρχαιολογικών ευρημάτων της εποχής του στο νησί.
Επί Αδριανού καταργήθηκαν οι ανθρωποθυσίες στον Δία στη Σαλαμίνα (που είχαν εγκαινιαστεί από τον Τεύκρο και τους Αχαιούς αποίκους που έφερε, αντίθετα προς τα ετεοκυπριακά έθιμα. ΑΚΕΠ, Δβ', σσ. 83, 239). Κι αυτό ίσως στο πλαίσιο των φιλανθρωπικών και φιλοδίκαιων αντιλήψεών του, κι εκείνου και του Τραϊανού, ακόμη κι έναντι των Χριστιανών (A New Eusebius, Edited by J. Stevenson, Documents illustrative of the history of the Church, to A.D. 337, London, 1978, σσ.13-17). Από την εποχή του Αδριανού γνωρίζουμε δυο ανθυπάτους της Κύπρου, τους υπ' αριθμόν 35 (C. Calpurnius Placcus, 122/123 μ.Χ.) και υπ' αριθμόν 36 (Paulus, 126[;] μ.Χ.) κατά την αρίθμηση του Mitford (Aufstieg, σ. 1302), καθώς κι έναν επίτροπο ή προκουράτορα, τον Τ. Statilius Apollinarius (αυτ. σ. 1307).
Στα 132 μ.Χ. ο Σαλαμίνιος Κλεαγένης Κλεαγένους Πλειστονίκης, διάσημος αθλητής, στάλθηκε μαζί με τον Γάιο Ιούλιο Ρούφο Πάφιον, ως συμπρεσβευτής στην Αθήνα από το Κοινόν Κυπρίων για την εκεί καθιέρωση του ανδριάντα του Αδριανού που αποκαλείται στη σχετική αθηναϊκή επιγραφή «σωτήρ και ευεργέτης των Κυπρίων». Ένας άλλος Κύπριος αθλητής, ο Δημήτριος Σαλαμίνιος Ολυμπιονίκης, νίκησε στον Ανδριάνειον [sic] [ιερόν αγώνα] στη Σμύρνη και στην Αντιόχεια, δυο φορές στην Ανάζαρβο της Κιλικίας και δυο πάλι φορές στην Ταρσό.
Το Γυμνάσιο των Σόλων ιδρύθηκε είτε από τον Τραϊανό είτε από τον Αδριανό.
Ο γιος κάποιου Σαλαμινίου Βοήθου υπηρέτησε τον Αδριανό στη διοίκηση δυο επαρχιών πριν καταλήξει procurator Cypri στην πατρίδα του Σαλαμίνα, προφανώς ως υπεύθυνος για τον ager publicus populi Romani (=τη δημόσια γή του Ρωμαϊκού λαού), χωρίς να είναι Ρωμαίος υπήκοος.