Ο υποδηματοποιός, ένας από τους παραδοσιακούς λαϊκούς τεχνίτες της Κύπρου. Ο σκαρπάρης διέφερε από τον τσαγκάρην διότι συνήθως ο πρώτος κατασκεύαζε χαμηλά υποδήματα (παπούτσια) ενώ ο δεύτερος υψηλά υποδήματα (ποδίνες ή ποΐνες, γνωστές κι ως τσαγκαροποΐνες). Τη διαφορά υποδηλώνουν και οι ονομασίες τους, που είναι και οι δυο βυζαντινής προέλευσης: τσαγκάρης από το τσαγκίον, ενώ σκαρπάρης από το σκαρπίον και την σκάρπην. Σήμερα και οι δυο αυτές κατηγορίες επαγγελμάτων έχουν εξαφανιστεί.
Ο σκαρπάρης εργαζόταν σε μικρό μαγαζί όπου είχε και τον εξοπλισμό του: ένα μικρό τραπέζι ή πάγκον, μια καρέκλα, τα καλαπόδκια του και τα διάφορα εργαλεία του. Τα καλαπόδκια ήταν ξύλινα «καλούπια» σε σχήμα ποδιού, διαφόρων μεγεθών, και συνήθως δεν υπήρχε δεξιό κι αριστερό. Τα διάφορα υποδήματα, ανδρικά και γυναικεία, κατασκευάζονταν από κατεργασμένα δέρματα. Δερμάτινη ήταν και η ποδιά που φορούσε όταν εργαζόταν. Τα βασικά εργαλεία του ήταν περίπου παρόμοια με του τσαγκάρη, όπως η φαρσέττα (ατσάλινη και πολύ κοφτερή λεπίδα για κόψιμο των δερμάτων), το σφυρί, η δοντάκρα (τανάλια), διάφορα σουγλιά για ν' ανοίγει τις τρύπες στα δέρματα κλπ.
Ο σκαρπάρης όχι μόνο κατασκεύαζε διάφορα υποδήματα, αλλά τα επιδιόρθωνε κιόλας όταν άνοιγαν ή χαλούσαν. Σε αρκετές περιπτώσεις ο σκαρπάρης ήταν και τσαγκάρης μαζί, κατασκεύαζε δηλαδή τόσο τσαγκαροποΐνες όσο και τα άλλα υποδήματα (βλέπε και λήμμα τσαγκάρης).
Ο τσαγκάρης ήταν εκείνος από τους δυο αυτούς επαγγελματίες που εξαφανίστηκε πρώτος, με τη σταδιακή εγκατάλειψη των ποδίνων. Ωστόσο μερικοί ηλικιωμένοι σκαρπάρηες συνέχιζαν να εργάζονται στην Κύπρο μέχρι και πρόσφατα. Το τέλος του επαγγέλματός τους ήλθε με τη βιομηχανοποίηση των ειδών υπόδησης.
Το επάγγελμα του σκαρπάρη λεγόταν σκαρπαριτζ΄ή (η), το δε εργαστήριό του λεγόταν σκαρπάρικον (το).
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια