Μεσαιωνική οικογένεια ευγενών της Κύπρου, όπου ήρθε από την φραγκική Συρία. Μέλη της οικογένειας αναφέρονται να δρουν στην Κύπρο τουλάχιστον από τις αρχές του 14ου αιώνα.
Την οικογενειακή ονομασία ντε Σκαντελιόν πήραν από ομώνυμη βαρωνία του βασιλείου των Ιεροσολύμων και η βαρωνία την πήρε από ομώνυμο κάστρο που έκτισαν οι σταυροφόροι κοντά στην Τύρο. Το κάστρο Σκαντελιόν έκτισε το 1118 ο Βαλδουίνος Α'. Κατά τον Du Cange (στο έργο του Familles d' outremer όπου αναφέρει και το ιστορικό της οικογένειας Σκαντελιόν), το κάστρο που κτίστηκε από τον Βαλδουίνο Α' βρισκόταν στο ίδιο σημείο όπου υποτίθεται ότι είχε κτίσει ένα οχυρό κι ο Μέγας Αλέξανδρος. Ο Αλέξανδρος ονομαζόταν από τους Άραβες Σκαντέρ (Skander) ή Ισκαντέρ (Iskander), απ' όπου η τοποθεσία Ισκαντερούμ (Iskanderoum) κι απ' όπου τελικά η ονομασία Σκαντελιόν του κάστρου, της βαρωνίας και της οικογένειας. Τα κυριότερα μέλη της οικογένειας που έδρασαν στην Κύπρο ήταν τα ακόλουθα.
Πέτρος ντε Σκαντελιόν: Έδρασε επί ημερών του βασιλιά της Κύπρου Ερρίκου Β' (1285-1324). Ήταν ένας από τους ευγενείς που συνδέονταν φιλικά με τον Αμωρύ, λόρδο της Τύρου κι αδελφό του βασιλιά Ερρίκου Β'. Ο Πέτρος ντε Σκαντελιόν ήταν μεταξύ εκείνων που βοήθησαν και υποστήριξαν τον Αμωρύ στο πραξικόπημα κατά του αδελφού του και στον εκθρονισμό του το 1306. Το 1310, όταν ο Αμωρύ δολοφονήθηκε κι ο Ερρίκος Β' κατόρθωσε να επιστρέψει στο νησί από τη Μικρή Αρμενία όπου εκρατείτο αιχμάλωτος, οι υποστηρικτές και συνεργάτες του σφετεριστή αδελφού του κυνηγήθηκαν άγρια. Αρκετοί απ' αυτούς περιορίστηκαν στο χωριό Κορμακίτης. Απ' εκεί ο Πέτρος ντε Σκαντελιόν μαζί μ' έναν άλλο ευγενή, τον Βοημούνδο ντε Κρέελ, αφού συνελήφθησαν οδηγήθηκαν σιδηροδέσμιοι στην Αμμόχωστο όπου και φυλακίστηκαν. Ήταν και οι δυο δεδηλωμένοι εχθροί του βασιλιά Ερρίκου Β' και σύντροφοι του σφετεριστή αδελφού του, χρησιμοποιήθηκαν δε από τον Αμωρύ και ως σύνδεσμοί του με τον βασιλιά της Αρμενίας ο οποίος κρατούσε δέσμιο τον Ερρίκο Β'.
Ιάκωβος ντε Σκαντελιόν: Ο Λεόντιος Μαχαιράς τον αναφέρει ως Τζάκε τε Σκαντελίου. Ήταν ένας από τους ευγενείς που στην παρουσία του βασιλιά της Κύπρου Πέτρου Β' προσυπέγραψαν το βεβαιωτικό έγγραφο για την ασφάλεια του κοντοσταύλη της Κύπρου Ιακώβου ντε Λουζινιάν στις 14 Μαρτίου 1374. Την ασφάλεια του Ιακώβου (αργότερα βασιλιά της Κύπρου) είχαν εγγυηθεί οι αρχηγοί των Γενουατών που είχαν εισβάλει στην Κύπρο, προκειμένου αυτός να φύγει από το νησί για την Ευρώπη, όπως ήταν ένας από τους όρους που συνομολογήθηκαν προκειμένου να τερματιστεί η εισβολή. Ο Ιάκωβος ντε Λουζινιάν αναχώρησε πράγματι, όμως λίγο αργότερα συνελήφθη από τους ίδιους τους Γενουάτες κι εστάλη αιχμάλωτος στη Γένουα.
Εχίβη ντε Σκαντελιόν: Μια από τις ερωμένες του βασιλιά της Κύπρου Πέτρου Α' (1359-1369). Κατά τον Λεόντιο Μαχαιρά (που την αναφέρει ως τάμε Τζίβαν τε Σααντιλίου) αυτή ήταν σύζυγος του ευγενούς Γκρινιέρ Λε Πεντίτ κι ήταν ερωμένη του βασιλιά Πέτρου ταυτόχρονα με την περιβόητη Ιωάννα ντ' Αλεμάν*. Η σύζυγος του Πέτρου, η δυναμική βασίλισσα Ελεονώρα* δεν μπόρεσε να πλήξει την Εχίβη επειδή ήταν παντρεμένη. Όμως συνέλαβε και βασάνισε άγρια την Ιωάννα ντ' Αλεμάν όταν ο βασιλιάς Πέτρος απουσίαζε στην Ευρώπη.
Όταν όμως η ίδια η βασίλισσα απέκτησε εραστή, τον ευγενή Ιωάννη ντε Μόρφου, κι όταν το έμαθε ο βασιλιάς, οι δυο ερωμένες του, δηλαδή η Ιωάννα ντ' Αλεμάν και η Εχίβη ντε Σκαντελιόν, δωροδοκήθηκαν πλουσιοπάροχα από τον ντε Μόρφου προκειμένου να πείσουν τον βασιλιά ότι δεν ευσταθούσαν οι ψίθυροι περί σχέσεών του με τη βασίλισσα. Και οι δυο αυτές κυρίες βεβαίωσαν αργότερα τον βασιλιά ότι η βασίλισσα κι ο Ιωάννης ντε Μόρφου δεν είχαν σχέσεις, ορκιζόμενες ψέματα.
Η Εχίβη ντε Σκαντελιόν βρισκόταν στο κρεβάτι του βασιλιά Πέτρου κατά τα ξημερώματα της 17 Ιανουαρίου 1369 όταν οι ιππότες που είχαν συνωμοτήσει εναντίον του εισήλθαν στο υπνοδωμάτιό του, τον ξύπνησαν και τον δολοφόνησαν άγρια.