Λαϊκός τεχνίτης που εργαζόταν στις οικοδομές, σκαλίζοντας και διακοσμώντας πέτρες. Το επάγγελμα του σκαλιστή ήταν συνυφασμένο μ' εκείνο του οικοδόμου, τον οποίο κι ακολουθούσε όπου υπήρχε εργασία.
Ο σκαλιστής εργαζόταν κυρίως όταν κτίζονταν εκκλησίες, σχολεία ή άλλα δημόσια κτίρια και αστικά ιδιωτικά σπίτια ή αρχοντικά, γιατί σ' αυτές τις οικοδομές απαιτούντο σκαλιστές διακοσμήσεις. Εργαζόταν στον χώρο της ίδιας της οικοδομής, σε πόλεις και σε χωριά. Διάλεγε ο ίδιος τις πέτρες των λατομείων ώστε να είναι κατάλληλες για σκάλισμα. Χρησιμοποιούσε πέτρες από τα λατομεία του Γερολάκκου, της Αγίας Παρασκευής (Λευκωσία), του Μάμμαρι, της Τόχνης, της Αγίας Φύλας (Λεμεσός), της Αθηένου κ.α. περιοχών.
Σκαλίζονταν και διακοσμούνταν ανάγλυφα συνήθως οι πέτρες «κλειδιά» (οι κεντρικές) σε ανώφλια θυρών και παραθύρων, σε εσωτερικές και εξωτερικές καμάρες, οι βάσεις στις καμάρες, τα καμπαναριά των εκκλησιών, οι βάσεις σε πέτρινα μπαλκόνια και αρκετά άλλα αρχιτεκτονικά μέλη των οικοδομών. Ο σκαλιστής έβρεχε την πέτρα στην οποία θα εργαζόταν, την καθάριζε και την τετραγώνιζε, σχεδίαζε σ' αυτήν το διακοσμητικό μοτίβο που θα σκάλιζε, κατόπιν έκανε το λεγόμενο ξεχόντρισμα (αφαιρούσε τα μεγάλα άχρηστα κομμάτια) και στη συνέχεια σκάλιζε στην πρόσοψη της πέτρας το σχέδιο, διά της αφαιρέσεως, με κοφτερές σμίλες διαφόρων μεγεθών. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ήσαν το κουσπίν (για τον τετραγωνισμό της πέτρας και την αφαίρεση των χοντρών κομματιών της), σειρά από σμιλάρκα (σμίλες) διαφόρων μεγεθών, το σφυρί και οι λίμες για την τελική λείανση της επιφάνειας της πέτρας. Χρησιμοποιούσε επίσης διάφορες μόλες για την αποτύπωση των σχεδίων του, και διαβήτες.
Οι διακοσμήσεις που σκάλιζε ήσαν συνήθως παραστάσεις από φυτικά μοτίβα ή εθνικά και θρησκευτικά σύμβολα.
Το επάγγελμα του σκαλιστή έχει πλέον χαθεί.