Τα σιτηρά, και κυρίως τα πιο βασικά απ' αυτά που είναι το σιτάριν και το κριθθάριν, αποτελούν σημαντικότατα είδη της ομάδας των δημητριακών(από το όνομα της Δήμητρας, θεάς της γεωργίας του αρχαίου ελληνικού πανθέου) και καλλιεργούνται σε παγκόσμιο επίπεδο γιατί αποτελούν τη βάση της διατροφής του ανθρώπου. Για τον λόγο αυτό έχουν και τη μεγαλύτερη, παγκοσμίως, οικονομική σημασία απ' όλα τα άλλα γεωργικά προϊόντα.
Το σιτάριν (σίτος ή τρίτικον [triticum]) και το κριθθάριν (κριθή [hordeum]) εκαλλιεργούντο στην Κύπρο από τα πανάρχαια χρόνια κι εξακολουθούν και σήμερα να καλλιεργούνται σε μεγάλη κλίμακα. Παραδοσιακά, εκαλλιεργούντο στην Κύπρο διάφορες ποικιλίες, γνωστές με διάφορα τοπικά ονόματα.
Σιτάριν: τζ'υπερούντικον (της Κυπερούντας), αθαλασσίτικον (της Αθαλάσσας), αθηενίτικον (της Αθηένου), γερολατσ'ίτικον (του Γερολάκκου), παφίτικον (της Πάφου), ακαθκιώτικον (της Ακανθούς), ανατολίτικον κλπ. Επίσης, ανάλογα προς τα χαρακτηριστικά του σπόρου του: μαυρίν, ψαθέτιν, κοτσ'ινίν ή κοτσ'ινοσίταρον, χρυσοσίταρον, πελλοσίταρον, μαυροθέριν, ασπροθέριν, γιαλλούρικον, ασπρόβρουλλος, μαυρόβρουλλος κλπ.
Κριθθάριν: Λέγεται και κριχχάριν, κλιθθάριν, κλιττάριν και διακρίνεται επίσης σε παφίτικον, μεσαρίτικον (της Μεσαορίας), ξάτσ'ιν ή ξάτσ'ιον, μαυροκρίθθαρον κλπ. Κυριότερη ποικιλία η αθηναΐδα.
Και τα δυο αυτά γεωργικά είδη απαντώνται στην Κύπρο και με την κοινή ονομασία: σιταροκρίθθιν.
Ειδικά για το σιτάριν, εκτός από τις παραδοσιακές, εισήχθησαν κατά τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο και διάφορες ξένες ποικιλίες τόσο σκληρού όσο και μαλακού σίτου, βασικά ποικιλίες προερχόμενες από διασταυρώσεις. Σαν τέτοιες είναι η καπέιτι 8 (εισήχθη από την Ιταλία το 1966), ο άρωνας (εισήχθη από το Μεξικό το 1970), η τζιόρι 60 (εισήχθη από το Μεξικό το 1970). Και οι τρεις είναι ποικιλίες σκληρού σιταριού. Ποικιλίες μαλακού σιταριού είναι η πίτικ 62 (εισήχθη από το Μεξικό το 1967 αλλά αντικαταστάθηκε από την χαζέρα 2152), η χαζέρα 2152 (εισήχθη από το Ισραήλ το 1973), η χαζέρα 18 (εισήχθη από το Ισραήλ το 1973).
Λίγο πριν από την τουρκική εισβολή του 1974 τα σιτηρά εκαλλιεργούντο στην Κύπρο σε μια έκταση περίπου ενός εκατομμυρίου σκαλών. Απ' αυτές, περίπου το 530.000 σκάλες καλλιεργούνταν με κριθθάριν και οι υπόλοιπες 470.000 σκάλες με σιτάριν. Η ετήσια παραγωγή ήταν περίπου 100.000 τόνοι κριθθαρκού και 65.000 τόνοι σιταρκού.
Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και τη συνεχιζόμενη στρατιωτική κατοχή του μεγαλύτερου τμήματος του κύριου σιτοβολώνα της Κύπρου, δηλαδή της μεγάλης κεντρικής πεδιάδας (Μεσαορία-Μόρφου), η καλλιέργεια των σιτηρών μειώθηκε κάθετα. Σήμερα καλλιεργούνται στις ελεύθερες περιοχές σε έκταση περίπου 450.000 σκαλών (250.000 σκάλες κριθθάριν και 200.000 σκάλες σιτάριν). Ο μέσος όρος της ετήσιας ολικής παραγωγής είναι 54.000 τόνοι κριθθαρκού και 30.000 τόνοι σιταρκού. Έτσι, η επιτόπια παραγωγή είναι εντελώς ανεπαρκής για τις ανάγκες του νησιού· αποτέλεσμα είναι το 70% περίπου των αναγκών σε σιτηρά να εισάγεται. Συγκεκριμένα εισάγονται κάθε χρόνο περίπου 190.000 τόνοι σιτηρών.
Δεν μπορεί να εξακριβωθεί με βεβαιότητα ο τόπος καταγωγής των σιτηρών. Θεωρείται πάντως πολύ πιθανό ότι πατρίδα του σιταρκού ήταν η Μέση Ανατολή, ενώ του κριθθαρκού η κεντρική Ασία ή η βορειοανατολική Αφρική. Στην Κύπρο η καλλιέργεια των σιτηρών γινόταν από τα αρχαιότατα Προϊστορικά χρόνια και τούτο έχει αποδειχθεί και από τα ευρήματα της αρχαιολογικής έρευνας. Στον νεολιθικό συνοικισμό της Χοιροκοιτίας, για παράδειγμα, βρέθηκαν μεταξύ άλλων και σπόροι σιταριού και κριθαριού (όπως και φακής, κουκιών, μπιζελιών, κουκούτσια ελιών κλπ.). Παρόμοια προϊόντα βρέθηκαν και σε άλλους προϊστορικούς συνοικισμούς που ερευνήθηκαν, όπως στους συνοικισμούς στην Καλαβασό-Τέντα, στο Δάλι-Αγρίδι, στον Άγιο Επίκτητο-Βρυσί, στην Κισσόνεργα-Μυλούδκια κ.α. (βλέπε λήμμα αγροτική ζωή, ιδίως στο ένθετο κείμενο).
Η τεχνική της καλλιέργειας των σιτηρών στην αρχαία Κύπρο δεν διέφερε σχεδόν καθόλου από τις μεθόδους που χρησιμοποιούνταν στο νησί μέχρι και πρόσφατα σχεδόν και μέχρι την μηχανοποίησή τους. Η γνωστή παράσταση σε τερρακότα που βρέθηκε στον αρχαιολογικό χώρο στους Βουνούς, παρουσιάζει σκηνή αροτριάσεως πριν από 4.000 χρόνια (περίπου δυο χιλιετίες π.Χ.), με άροτρα που τα έσερναν ζεύγη βοδιών. Το ξύλινο αλέτριν που το σέρνουν ζώα, παρόμοιο προς το αρχαιότατο ησιόδειον άροτρον εχρησιμοποιείτο ακόμη και πριν από μερικές δεκαετίες στην Κύπρο, σε ελάχιστο βαθμό. Η διαδικασία της προετοιμασίας του αγρού, της σποράς, του θερισμού, του αλωνίσματος, του ανεμίσματος κλπ., ήταν η ίδια μέρα στους αιώνες (παραδοσιακές μέθοδοι θερισμού, ανεμίσματος, αλωνίσματος κλπ. περιγράφονται σε ανάλογα λήμματα). Ακόμη και το άλεσμα των σιτηρών στους μύλους και το ζύμωμα του αλεύρου σε ψωμί και το ψήσιμο στον φούρνο, γινόταν για αιώνες πολλούς με τον ίδιο σχεδόν παραδοσιακό τρόπο. Βέβαια κάποιες εξελίξεις μέσα στους αιώνες γίνονταν, αλλά οι βασικοί τρόποι παραγωγής κι επεξεργασίας του προϊόντος ήταν παρόμοιοι. Οι νερόμυλοι για παράδειγμα, που απομεινάρια κι ερείπιά τους βλέπει κανένας κατάσπαρτα στις όχθες όλων σχεδόν των ποταμών της Κύπρου, ίσως αποτελούσαν εξέλιξη στο άλεσμα που δεν γνώριζαν οι αρχαίοι Κύπριοι — χωρίς να είμαστε κι απόλυτα βέβαιοι γι’ αυτό (για τη λειτουργία των νερόμυλων βλέπε λήμμα αλευρόμυλοι).
Κατά την Αρχαιότητα η Κύπρος πιθανό να εξήγε σιτηρά σε άλλες γειτονικές χώρες. Κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια όμως, κι αργότερα, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, γνωρίζουμε από αναφορές στις πηγές ότι πολλές φορές δεν επαρκούσαν για τις επιτόπιες ανάγκες. Και τούτο γιατί το νησί μαστιζόταν συχνά από θεομηνίες (όπως ανομβρίες) και φυτικές ασθένειες που κατέστρεφαν την παραγωγή. Οι γεωργοί δεν είχαν κανένα τρόπο αντίδρασης, παρά μόνο την προσευχή και τις εκκλησιαστικές παρακλήσεις. Σήμερα τα φυτοφάρμακα, τα λιπάσματα, τα ζιζανιοκτόνα, η επιστημονική έρευνα για βελτίωση των ποικιλιών και της απόδοσής τους και οι μηχανές που επιτρέπουν τη γρήγορη σπορά και τη γρήγορη συγκομιδή και επεξεργασία, προσφέρουν στον καλλιεργητή πολλές δυνατότητες που δεν υπήρχαν ακόμη και πριν από λίγες δεκαετίες.
Η παραγωγή των σιτηρών, επειδή ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την οικονομία του τόπου, ήταν πάντοτε ελεγχόμενη αλλά και φορολογούμενη μέχρι και πρόσφατα. Κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια, κι αργότερα, γνωρίζουμε ότι η φορολογία επί της παραγωγής σιτηρών ήταν βαρύτατη, σε αντίθεση προς τη σημερινή κατάσταση, κατά την οποία η παραγωγή είναι επιχορηγούμενη.