Το μοναστήρι της Παναγίας του Σίντη βρίσκεται 3 περίπου χιλιόμετρα στα νοτιοανατολικά του χωριού Πενταλιά της επαρχίας Πάφου, στη δεξιά όχθη του ποταμού Ξερού. Δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε. Σε νεότερα χρόνια ήταν μετόχι της μονής Κύκκου. Η πιο παλαιά αναφορά στο μοναστήρι αυτό γίνεται σε έγγραφο της εποχής της Βενετοκρατίας που δημοσίευσε ο Ν. Κυριαζής. Στο έγγραφο αυτό, που είναι έκθεση για την Κύπρο, αναφέρεται ανάμεσα στα χωριά της Πάφου και ο Sindi. Είναι αλήθεια ότι δεν αναφέρεται σαν μοναστήρι. Και άλλα όμως μοναστήρια, όπως το μοναστήρι της Παναγίας των Ζαλακιών και η Εγκλείστρα του Αγίου Νεοφύτου, στην έκθεση αυτή αναφέρονται ανάμεσα στα χωριά και τα πραστεία και όχι σαν μοναστήρια. Η αναφορά αυτή είναι περίπου σύγχρονη με την ανοικοδόμηση του καθολικού (της εκκλησίας) του μοναστηριού.
Το 1735 που επισκέφθηκε το μοναστήρι ο Ρώσος μοναχός Βασίλι Μπάρσκυ, αυτό ήταν μετόχι του μοναστηριού του Κύκκου. Τότε είχε τρεις μοναχούς που στελνόταν εκεί από τον ηγούμενο του Κύκκου και ασχολούνταν με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία. Το μοναστήρι του Σίντη είχε και δυο νερόμυλους. Τα ερείπια των νερόμυλων σώζονται μέχρι σήμερα. Το μοναστήρι της Παναγίας του Σίντη εξακολουθούσε να είναι μετόχι του Κύκκου μέχρι περίπου το 1927. Μετά το 1927 το μοναστήρι εγκαταλείφθηκε και στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η κτηματική του περιουσία πωλήθηκε στους κατοίκους των γειτονικών χωριών. Οι χωρικοί βοήθησαν στην κατερείπωση των εγκαταλειμμένων μοναστηριακών κτιρίων.
Το μοναστήρι είναι σήμερα ερειπωμένο. Μόνο η εκκλησία διατηρείται αλλά και αυτή είναι γεμάτη ρωγμές. Παρά τη μεγάλη καταστροφή των μοναστηριακών κτιρίων είναι εύκολη η διαπίστωση της μορφής του μοναστηριού και των διαφόρων οικοδομικών του φάσεων.
Σήμερα τα ερείπια του μοναστηριού έχουν τη μορφή κεφαλαίου Πι και περιβάλλουν μεγάλη εσωτερική αυλή από τα δυτικά, τα βόρεια και τα ανατολικά. Η νότια πλευρά της αυλής κλείνεται κατά μεγάλο μέρος από το καθολικό. Η σημερινή είσοδος στο μοναστήρι βρίσκεται στ' ανατολικά της εκκλησίας. Η μορφή της εισόδου και το χαμηλωμένο τόξο της βεβαιώνουν ότι δεν είναι παλαιότερη των αρχών του 20ού αιώνα.
Η ανατολική πτέρυγα της μονής ήταν διώροφη. Οι τοίχοι της πτέρυγας αυτής, μ' εξαίρεση τα κατώτερα μέρη τους, είναι κτισμένοι με πλινθάρια. Οι χωρικοί αφαίρεσαν τις δοκίδες του δαπέδου και της οροφής, ακόμη και ανώφλια των θυρών και παραθύρων, με αποτέλεσμα τα κελλιά αυτά να κατερειπωθούν. Σήμερα δεν σώζονται ίχνη ανοικτής στοάς (βεράντας) μπροστά στην ανατολική πτέρυγα, αν και η παρουσία τέτοιας στοάς μπορεί να θεωρηθεί βέβαιη. Η άνοδος στον όροφο γινόταν στο άκρο της στοάς.
Η βόρεια πτέρυγα είναι κτισμένη με ακατέργαστους λίθους. Μεγάλο μέρος της όμως έχει καταρρεύσει. Αρχικά φαίνεται ότι και αυτή ήταν διώροφη γιατί στ' ανατολικά δίχωρου, σήμερα, δωματίου ανοικτού προς την αυλή σώζεται κτιστή σκάλα που οδηγούσε σε όροφο. Στα δυτικά του δίχωρου αυτού δωματίου σώζεται άλλο δωμάτιο ισόγειο. Το τόξο που στηρίζει τη στέγη στη νότια πλευρά και αντικαθιστά τον νότιο τοίχο του δίχωρου δωματίου, είναι κατασκευασμένο με πελεκημένους πωρόλιθους, μερικοί από τους οποίους είναι διακοσμημένοι με μικρά ανάγλυφα λαϊκής τέχνης. Με πελεκημένους πωρόλιθους είναι κατασκευασμένο και το τόξο που χωρίζει στα δυο το δίχωρο αυτό δωμάτιο. Στον βόρειο τοίχο του δίχωρου σώζονται υπολείμματα ορθοστατών θύρας που εντοιχίσθηκε σε μεταγενέστερα χρόνια. Όπως φαίνεται το δίχωρο αυτό δωμάτιο, που βρίσκεται περίπου στο μέσο της βόρειας πτέρυγας, ήταν η αρχική είσοδος του μοναστηριού. Όταν αργότερα, λόγω κατολισθήσεων, το έδαφος έξω από τη βόρεια πτέρυγα ανυψώθηκε σημαντικά, τότε η είσοδος εντοιχίσθηκε και δημιουργήθηκε η υφιστάμενη σήμερα είσοδος στ' ανατολικά του καθολικού. Η δυτική πτέρυγα του μοναστηριού φαίνεται ότι αποτελείτο από ισόγεια δωμάτια που χρησίμευαν σαν σταύλοι των ζώων και αχυρώνες. Η πτέρυγα αυτή έχει ερειπωθεί περισσότερο από τις άλλες δυο πτέρυγες του μοναστηριού.
Στο μέσο της αυλής υπάρχει ακόμη ένα πηγάδι από το οποίο υδρεύονταν οι μοναχοί. Το 1735 ο Μπάρσκυ αναφέρει ότι στο μέσο της αυλής υπήρχε πηγή. Φαίνεται ότι παλαιότερα υπήρχε αυλάκι που οδηγούσε το νερό του Ξερού ποταμού στο μοναστήρι.
Το καθολικό του μοναστηριού είναι κτισμένο στη νότια πλευρά της αυλής. Ανήκει στον τύπο του μονόκλιτου με τρούλλο. Εσωτερικά οι τοίχοι είναι αδιάρθρωτοι. Τα τυφλά τόξα, που χαρακτηρίζουν παλαιότερες εκκλησίες του τύπου αυτού, δεν υπάρχουν. Εξωτερικά, στον βόρειο και τον νότιο τοίχο υπάρχουν ισχυρές αντηρίδες ανάμεσα στις οποίες ανοίγονται οι είσοδοι. Τρίτη είσοδος υπάρχει στο μέσο του δυτικού τοίχου. Οι τοίχοι της εκκλησίας είναι κτισμένοι με ακατέργαστους, κυρίως, λίθους. Πελεκημένοι πωρόλιθοι χρησιμοποιούνται μόνο στα τόξα, τα περίθυρα, τον τρούλλο και τα παράθυρα. Ο τρούλλος εξωτερικά είναι οκτάπλευρος και έχει τέσσερα μικρά τοξωτά παράθυρα. Ψηλά στον δυτικό τοίχο υπάρχει κυκλικό παράθυρο. Άλλο μικρό παράθυρο υπάρχει στην αψίδα.
Η εκκλησία έχει εσωτερικές διαστάσεις 12,80X5,55 μ. Η αψίδα είναι αβαθής και εσωτερικά έχει τη μορφή τόξου κύ κλου ενώ εξωτερικά είναι πεντάπλευρη. Έχει χορδή 4,30 μ. και βέλος 1,26 μ.
Το μοναστήρι παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα εγκαταλειμμένο. Το εικονοστάσιο της εκκλησίας, το άνω μέρος του οποίου μπορούσε να χρονολογηθεί στον 16ο αιώνα, έχει εξαφανισθεί τελείως. Το 1956 σώζονταν ακόμη ολόκληρο το εικονοστάσιο με εικόνες του Χριστού και της Παναγίας χρονολογημένες στον 18ο και του 19ο αιώνα. Προ διετίας σώζονταν οι δυο ξυλόγλυπτοι κοσμήτες του εικονοστασίου που χρονολογούνταν στον 16ο αιώνα. Σήμερα εξαφανίσθηκαν και αυτοί.
Τα μορφολογικά στοιχεία της εκκλησίας (αναλογίες, μορφή τρούλλου, μορφή περιθύρου βόρειας εισόδου, αδιάρθρωτο εσωτερικό) χρονολογούν την εκκλησία στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα. Στον 16ο αιώνα μπορεί να χρονολογηθεί και η βόρεια πτέρυγα του μοναστηριού, η οποία όμως έχει μεταγενέστερες επεμβάσεις. Η ανατολική πτέρυγα του μοναστηριού μπορεί να χρονολογηθεί στον 17ο ή τον 18ο αιώνα.
Το μοναστήρι της Παναγίας του Κύκκου, στο οποίο ανήκει και εκείνο του Σίντη, προχώρησε τελικά (20ός αι.) σε εργασίες στήριξης, στερέωσης και συντήρησής του. Η προσπάθεια ήταν όχι η ανακαίνιση αλλά η διατήρηση του ναού και των ερειπωμένων μοναστηριακών οικοδομημάτων, που υπέστησαν και μερική αναστύλωση. Ταυτόχρονα αφαιρέθηκαν νεότερες προσθήκες. Η όλη εργασία έγινε μεταξύ των ετών 1994 και 1997. Η προσπάθεια δε αυτή τιμήθηκε με το βραβείο Europa Nostra (1997).