Το μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης, ευρισκόμενο σε βραχώδη έρημο της Σιναϊτικής χερσονήσου (που ανήκει στην Αίγυπτο), μεταξύ του κόλπου της Άκαμπα και του Σουέζ, είναι το αρχαιότερο μοναστικό κέντρο της Ορθόδοξης Ανατολής που εξακολουθεί να επιβιώνει μέχρι σήμερα. Ασκητές είχαν καταφύγει εκεί ήδη από τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες, σύμφωνα δε προς την παράδοση η αγία Ελένη έκτισε εκεί τον 4ο μ.Χ. αιώνα μια εκκλησία. Προστατευτικό φρούριο και μοναστήρι έκτισε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός γύρω στο 560 μ.Χ., εγκατέστησε δε εκεί και φρουρά. Από τα μέσα του 6ου μ.Χ. αιώνα άρχισε η ακμή του μοναστηριού στην έρημο του Σινά, αφιερωμένου αρχικά στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και στη Θεοτόκο και αργότερα (από τον 12ο αιώνα) στην αγία Αικατερίνη της οποίας το σκήνωμα είχε μεταφερθεί εκεί για φύλαξη. Εκτός από αξιόλογες εικόνες κι άλλα πολύτιμα κειμήλια, το μοναστήρι διαθέτει κι αξιολογότατη βιβλιοθήκη που περιλαμβάνει τόσο έντυπα βιβλία όσο και χειρόγραφους κώδικες.
Το μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά συνδέθηκε άμεσα με την Κύπρο στην οποία διατηρούσε, κατά καιρούς, σημαντική περιουσία καθώς και τρία, τουλάχιστον, μοναστήρια.
Το χωριό Σινά Όρος στην περιοχή της Σολιάς προφανώς συνδεόταν στο παρελθόν με το μοναστήρι του Σίνα, όπως υποδηλώνει η ονομασία του. Είναι πολύ πιθανό ότι το χωριό αυτό ήταν αρχικά μετόχι του μοναστηριού της Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Σε παλαιούς χάρτες βρίσκουμε κι άλλα παρόμοια ονόματα οικισμών της Κύπρου, που είχαν διατελέσει στο παρελθόν μετόχια του μοναστηριού του Σινά. Έτσι, σημειώνεται μικρός οικισμός με την ονομασία Sina (= Σινά) στο διαμέρισμα Αυδήμου, αργότερα τσιφλίκι κοντά στις εκβολές του Χα-Ποταμιού. Επίσης, σε χάρτη της περιόδου της Βενετοκρατίας, βρίσκουμε οικισμό με την ονομασία Sinagora που είναι το σημερινό χωριό Σινά Όρος (ή Σιναόρου). Αλλά και άλλος οικισμός, με την ονομασία Sinnoro (Σιναόρος) σημειώνεται στην Καρπασία, κοντά στο χωριό Άγιος Ηλίας. Μετόχι του μοναστηριού του Σινά υπήρχε και κοντά στην περιοχή του χωριού Ψευδάς, που ήταν γνωστό με την ονομασία Σιναΐτικον.
Τρία τουλάχιστον κυπριακά μοναστήρια ήταν, επίσης, ιδιοκτησίες του μοναστηριού της Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός (Ἱστορία Χρονολογική...., 1788, σ. 393), παραδίδει ως σιναϊτικά μοναστήρια τα ακόλουθα:
Ωστόσο από άλλες πηγές γνωρίζουμε ότι το μικρό μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Ρηγάτη (του οποίου η εκκλησία σώζεται), ήταν αγιοταφίτικο κι όχι σιναϊτικό, μετόχι δηλαδή του Παναγίου Τάφου, όπως γράφει κι ο μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ που το είχε επισκεφθεί το 1735. Ίσως υπήρξε σύγχυση εδώ του αρχιμανδρίτη Κυπριανού, μεταξύ του αγιογραφίτικου Αγίου Γεωργίου του Ρηγάτη και άλλου μικρού μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου του Πυργωτή, το οποίο δεν αναφέρει και που γνωρίζουμε ότι ήταν μετόχι του μοναστηριού του Σινά, αναφέρεται δε και ως Άγιος Γεώργιος Πυργωτής Σιναϊτών.
Το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής κοντά στη Βασίλεια φαίνεται να ήταν το σημαντικότερο από όσα κατείχε στη ν Κύπρο το μοναστήρι του Σινά και το μόνο απ' αυτά που διατηρήθηκε στη ζωή. Από το 1974 ευρίσκεται και αυτό υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή κι απρόσιτο στους πιστούς. Όπως αναφέρει ο Ρώσος μοναχός Β. Μπάρσκυ, που το επεσκέφθη το 1735, κατά παράδοσιν στο μοναστήρι του Σινά ανήκε και το κοντινό μοναστήρι της Παναγίας Κρινιώτισσας, που μάλιστα ήταν και το κυρίως μοναστήρι της περιοχής στο οποίο ανήκε, ως τμήμα του, και το μετόχι της Βασιλείας, κι από το οποίο σωζόταν μόνο ο ναός. Ήδη το 1735, όταν ο Μπάρσκυ επεσκέφθη την περιοχή, το μοναστήρι της Κρινιώτισσας ήταν ερειπωμένο.
Το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής του Σινά κτίστηκε το 1518 (περίοδος Βενετοκρατίας), σύμφωνα προς επιγραφή μέσα στον ναό, στην οποία αναγραφόταν ως κτίτοράς του ο Ανδρέας Μαυρέσιος Καβαλλάριος. Ο Μπάρσκυ έγραψε πως το μοναστήρι βρίσκεται σε ψηλό και ωραίο τοπίο... είναι πολύ μικρό αλλά ελκυστικό και κατάλληλο για μοναχική ζωή. Έχει λίγους μοναχούς, τρεις ή τέσσερις. Ο ναός είναι μικρός, παλαιός και ετοιμόρροπος...
Ο ναός ανοικοδομήθηκε το 1903. Ο Μπάρσκυ δεν παραλείπει ν' αναφέρει ότι το μοναστήρι αυτό δεν πληρώνει μεγάλους φόρους γιατί ανήκει στο Όρος Σινά κι ότι έχει πολλά κτήματα, πολλές ελιές... δεν έχει ηγούμενο αλλά προϊστάμενο οικονόμο που αποστέλλεται από το Σινά και αντικαθίσταται κάθε 3-4 χρόνια.
Κατά παράδοσιν η μεγάλη κτημοσύνη του μοναστηριού αυτού οφειλόταν σε δωρεά μιας Ελληνίδας, συζύγου ενός Βενετού ευγενούς. Την περιουσία του μοναστηριού περιγράφει λεπτομερώς και χειρόγραφο που ευρίσκεται στο μοναστήρι του Σινά (σιναϊτικός κώδικας 2197). Πρόσφατα (1960 κ.ε.) μεγάλο μέρος των κτημάτων του μοναστηριού αυτού συνέχιζαν να διεκδικούν δικαστικώς κάτοικοι των κοντινών χωριών Βασιλείας και Λαπήθου, υποστηρίζοντας ότι τα κτήματα περιήλθαν αυθαίρετα στο μοναστήρι κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Το μοναστήρι της Ελεούσας, που αναφέρει ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός ότι ανήκε επίσης στο μοναστήρι του Σινά, ήταν μετόχι στην Καρπασία (κοντά στο κεφαλοχώρι Ριζοκάρπασον), με ναό αφιερωμένο στην Παναγία Ελεούσα. Τα άλλα μοναστηριακά κτίρια δεν σώζονται. Το μετόχι αυτό αγοράστηκε μετά το 1960 από το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα.
Στη Λευκωσία υπάρχει επίσης εκκλησία των Σιναϊτών, αφιερωμένη στην αγία Αικατερίνη του Σινά.
Εκτός όμως από τα πιο πάνω, και μερικά άλλα τοπωνύμια υποδηλώνουν ότι κάποτε οι περιοχές τους εσχετίζοντο με το μοναστήρι του Σινά. Για παράδειγμα κορυφή του Πενταδάκτυλου (περί τα 5 χμ. νοτιοδυτικά της Καντάρας) φέρει την ονομασία Σινά Όρος. Πρόκειται για την κορυφή στην οποία βρίσκεται η κεραία αναμετάδοσης του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου και πιθανόν να υφίστατο εκεί παλαιό μικρό μοναστήρι των Σιναϊτών. Στην ίδια περιοχή, κοντά στο χωριό Φλαμούδι, μια δεύτερη κορυφή φέρει το ίδιο όνομα: Σινά Όρος. Επίσης απαντούμε και τοπωνύμια Σιναΐτικα: ένα στην επαρχία Λευκωσίας (περιοχή χωριού Λύμπια) και δυο στην επαρχία Λεμεσού (περιοχές χωριών Βουνί και Ποτάμιου). Επίσης, τοπωνύμιο Σιννόρος απαντάται στον Άγιο Ηλία Καρπασίας και στο Νέο Χωριό της Πάφου.
Λόγω υπάρξεως των διαφόρων μετοχιών του μοναστηριού του Σινά στην Κύπρο (από τα Βυζαντινά χρόνια) υπήρχαν άμεσες επαφές. Αφενός το μοναστήρι του Σινά απέστελλε στην Κύπρο μοναχούς που διοικούσαν και διαχειρίζονταν τα μετόχια στα διάφορα μέρη του νησιού, κι αφετέρου μέσω των μετοχιών αυτών Κύπριοι μετέβαιναν στο μοναστήρι του Σινά, ακολουθώντας τη μοναστική ζωή.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας αναφέρεται επανειλημμένα παρουσία κι ανώτατων εκκλησιαστικών αξιωματούχων του Σινά στην Κύπρο. Αναφέρουμε λ.χ. τον αρχιεπίσκοπο Σιναίου Κωνστάντιον που βρισκόταν στην Κύπρο το 1766. Ο ιεράρχης αυτός έγραψε κι ένα κείμενο για την Κύπρο με τίτλο Κυπριάς Χαρίεσσα και Ἐπίτομος (πρωτοδημοσιεύθηκε το 1819, στο τέλος του έργου του Εφραίμ του Αθηναίου γνωστού με τον τίτλο Περιγραφή... τῆς Μονῆς Κύκκου). Αλλά κι ο Εφραίμ ο Αθηναίος έδρασε στην Κύπρο αφού προηγουμένως έζησε για λίγο και στο Σινά.
Ένας άλλος αρχιεπίσκοπος Σιναίου Κωνστάντιος βρισκόταν επίσης στην Κύπρο το 1810, όταν δημιουργήθηκε σοβαρό πρόβλημα στην Εκκλησία της Κύπρου με την εξορία του αρχιεπισκόπου Χρύσανθου και την παράτυπη αναρρίχηση στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του νησιού του Κυπριανού (του μετέπειτα εθνομάρτυρα). Ο Σιναίου Κωνστάντιος, που εκλήθη να χειροτονήσει τον Κυπριανό ως αρχιεπίσκοπο Κύπρου, επεσήμανε την παρανομία κι αρνήθηκε να αναμειχθεί σ' αυτήν.
Σε εκκλησιαστικούς κώδικες της περιόδου της Τουρκοκρατίας ανευρίσκουμε επίσης σημειωμένες χρηματικές εισφορές του μοναστηριού του Σινά (προφανώς μέσω των μετοχιών του στην Κύπρο) υπέρ της προώθησης κι ενίσχυσης της ελληνικής εκπαίδευσης στο νησί.
Η αρχιεπισκοπή του Σινά καταργήθηκε το 1547 με απόφαση των Ορθοδόξων πατριαρχών, όταν καθαιρέθηκε ο τότε αρχιεπίσκοπος Σινά Μακάριος, που ήταν Κύπριος. Η καθαίρεσή του έγινε «διά τό ἀκατάστατον καί ἀλλοπρόσαλλον αὐτοῦ». Αργότερα, το 1575, σύνοδος που πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη επανίδρυσε την αρχιεπισκοπή Σινά. Στη σχετική σύνοδο του 1575 πήρε μέρος και κυπριακή εκκλησιαστική αντιπροσωπεία μ' επί κεφαλής τον τότε αρχιεπίσκοπο Κύπρου Τιμόθεον, ο οποίος και προσυπέγραψε την πράξη επανίδρυσης της αρχιεπισκοπής Σινά.
Τον Ιούλιο του 1821, κατά τη διάρκεια των εκτεταμένων σφαγών Ελλήνων από τους Τούρκους στην Κύπρο, μεταξύ εκείνων που εκτελέστηκαν στις 10 του μηνός ήσαν και οι αντιπρόσωποι του μοναστηριού του Σινά στην Κύπρο (ήταν δύο, των οποίων τα ονόματα δεν διασώθηκαν).
Σχέσεις της Εκκλησίας της Κύπρου ή και Κυπρίων ιεραρχών και άλλων κληρικών με το μοναστήρι του Σινά ή και με μετόχια του εκτός Κύπρου (ιδίως μετόχιο στην Κωνσταντινούπολη), αναφέρονται πολλές κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Λόγου χάριν, σημειώνουμε ότι ο Κύπριος επίσκοπος Τρεμιθούντος Σπυρίδων που διέφυγε στη Δύση μετά τις σφαγές του 1821, αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου βρήκε άσυλο στο εκεί μετόχι του Σινά όπου και πέθανε το 1859. Τούτο αναφέρει σε γράμμα του ένας άλλος Κύπριος αξιωματούχος του Σινά, ο Θεοδόσιος ο Σιναΐτης.
Ο περιηγητής Delia Valle γράφει ότι το 1625 συνάντησε στη Λεμεσό έναν Κύπριο (από το χωριό Γαλάτα) δάσκαλο που ονομαζόταν Ματθαίος, κι ότι αυτός ήταν μοναχός που τότε ταξίδεψε στο όρος Σινά. Ο Ματθαίος αυτός, που αναφέρεται ότι γνώριζε καλά την ιταλική γλώσσα κι ήταν και γνώστης μετάλλων και φαρμάκων, ήταν ο σημαντικός δάσκαλος Ματθαίος Γαλατιανός, ένας από πολλούς Κυπρίους που διατηρούσαν επαφές με το μοναστήρι του Σινά. Μεταξύ αυτών αναφέρουμε και τον Ιωννίκιον, πατριάρχη Αλεξανδρείας κατά τα μέσα του 17ου αιώνα, που ήταν Κύπριος αλλά σπούδασε στη σχολή του μετοχίου του Σινά στον Χάνδακα της Κρήτης, όπου σπούδασε κι ο σημαντικός Κύπριος λόγιος Νεόφυτος Ροδινός ο οποίος υιοθέτησε και το επίθετο Σιναΐτης.
Πηγή: