Τά ποιήματα τῆς συλλογῆς αὐτῆς, ἐκτός ἀπό δύο (Μνήμη, α' καί β'), μοῦ δόθηκαν τό φθινόπωρο τοῦ '53 ὅταν ταξίδεψα πρώτη φορά στήν Κύπρο. Ἧταν ἡ ἀποκάλυψη ἑνός κόσμου καί ἦταν ἀκόμη ἡ ἐμπειρία ἑνός ἀνθρώπινου δράματος πού, ὅποιες καί νά' ναι oἱ σκοπιμότητες τῆς καθημερινῆς συναλλαγῆς, μετρᾶ καί κρίνει τήν ἀνθρωπιά μας. Ξαναπῆγα στό νησί στά '54. Ἀλλά καί τώρα ἀκόμη πού γράφω τοῦτο σ' ἕνα πολύ παλιό ἀρχοντικό στά Βαρώσια ἕνα σπίτι πού πάει νά γίνει φυτό, μοῦ φαίνεται πώς ὅλα κρυσταλλώθηκαν γύρω ἀπό τίς πρῶτες, τίς νωπές αἰσθήσεις ἐκείνου τοῦ ἀργοπορημένου φθινοπώρου. Ἡ μόνη διαφορά εἶναι πού ἔγινα ἀπό τότε περισσότερο οἰκεῖος, περισσότερο ἰδιωματικός. Καί συλλογίζομαι πώς ἄν ἔτυχε νά βρῶ στήν Κύπρο τόση χάρη, εἶναι ἴσως γιατί τό νησί αὐτό μοῦ ἔδωσε ὅ,τι εἶχε νά μοῦ δώσει σ' ἕνα πλαίσιο ἀρκετά περιορισμένο γιά νά μήν ἐξατμίζεται, ὅπως στίς πρωτεύουσες τοῦ μεγάλου κόσμου, ἡ κάθε αἴσθηση, καί ἀρκετά πλατύ γιά νά χωρέσει τό θαῦμα. Εἶναι περίεργο νά τό λέει κανείς σήμερα ۠ ἡ Κύπρος εἶναι ἕνας τόπος ὅπου τό θαῦμα λειτουργεῖ ἀκόμη... ۠
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
(Από σημείωμα στην πρώτη έκδοση της συλλογής Κύπρον, οὖ μ' ἐθέσπισεν...
Το σημείωμα γράφτηκε στην Αμμόχωστο τον Σεπτέμβριο του 1955).