Σιά μεταλλεία

Image

Τα μεταλλείατης Σιας βρίσκονται 1 χιλιόμετρο δυτικά του χωριού Σια, κατά μήκος του δρόμου που οδηγεί από το χωριό αυτό στον Μαθιάτη. Στην περιοχή υπάρχουν τρία κοιτάσματα χαλκούχων σιδηροπυριτών, τα δύο από τα οποία έχουν τύχει εκμετάλλευσης στη δεκαετία του ‘50, το δε τρίτο, που εντοπίσθηκε τα τελευταία χρόνια, παραμένει ανεκμετάλλευτο. Το μεγαλύτερο από τα κοιτάσματα αυτά έχει εξορυχθεί με τη μέθοδο της επιφανειακής αποκάλυψης, το δε δεύτερο με υπόγειες μεθόδους από ένα κεκλιμένο πηγάδι που ανορύχθηκε 250 μέτρα βορειοανατολικά της αποκάλυψης. 

 

Εκτεταμένες συσσωρεύσεις σκουριάς χαλκού, σημαντικό μέρος των οποίων έχουν ταφεί κάτω από τα στείρα υλικά (μπάζα) της σύγχρονης εκμετάλλευσης, καθώς επίσης κατάλοιπα υπογείων και επιφανειακών μεταλλευτικών έργων, μαρτυρούν εντατική εκμετάλλευση του κυρίως κοιτάσματος κατά την Αρχαιότητα. Η σκουριά είναι συνήθως κατατεμαχισμένη και οξειδωμένη εξωτερικά, εξ ου και το χαρακτηριστικό σκούρο καφέ της χρώμα, σε αντίθεση με το εσωτερικό της που είναι μαύρο. Παρόλο ότι δεν έχει γίνει ραδιοχρονολόγηση των συσσωρεύσεων των σκουριών και των ξύλινων υποστυλωμάτων με τη μέθοδο του άνθρακα 14, εντούτοις από τον τύπο της σκουριάς της περιοχής που χαρακτηρίζει την Κυπροαρχαϊκή μέχρι και την Ελληνιστική περίοδο, συμπεραίνεται ότι η εκμετάλλευση των χαλκούχων κοίτασματων της Σιας έγινε κατά τη διάρκεια των περιόδων αυτών. Επιπρόσθετα όμως στοιχεία που προέκυψαν από τη μελέτη των οστράκων (θραύσματα αγγείων) που απαντώνται στους σωρούς των σκουριών, αποδεικνύουν ότι η κύρια εκμετάλλευση του κοιτάσματος περιορίζεται κατά τη διάρκεια κυρίως των Ελληνιστικών χρόνων, δηλαδή μεταξύ 325 και 50 π.Χ. 

 

Η νεότερη ιστορία των μεταλλείων Σιάς αρχίζει το 1918 με την παραχώρηση, από την αποικιακή κυβέρνηση, ερευνητικής άδειας σε ιδιώτη για να ερευνήσει για «χαλκό, σίδηρο, μόλυβδο, ψευδάργυρο, κασσίτερο, κοβάλτιο, νικέλιο και βισμούθιο». Το 1929 ύστερα από εκτεταμένες μεταλλευτικές έρευνες από την Εταιρεία Πυριτών Λτδ., θυγατρική εταιρεία της Ρίο-Τίντο Ισπανίας, ανακαλύπτεται συμπαγές κοίτασμα σιδηροπυριτών με χαμηλή περιεκτικότητα χαλκού. Το 1930 η ερευνητική άδεια παραχωρήθηκε στην Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων Λτδ. στην οποία το 1938 εξεδόθη μεταλλευτική μίσθωση. 

Το κυρίως κοίτασμα, το γνωστό μεταλλείο της Σιας, βρίσκεται σε μικρό λόφο και καλυπτόταν αρχικά από έντονη οξείδωση μέσου πάχους 10-12 μέτρων. Το μέρος αυτό του κοιτάσματος έτυχε εκμετάλλευσης με επιφανειακή αποκάλυψη για χρυσό και άργυρο κατά την περίοδο 1936-1943. Δυστυχώς δεν υπάρχουν ξεχωριστά στοιχεία παραγωγής χρυσού και αργύρου από το μεταλλείο της Σιας κατά την περίοδο αυτή. Τα στοιχεία είναι από κοινού με το μεταλλείο των Καμπιών ή Κοκκινόνερου που βρίσκεται δυτικά του Αναλιόντα και το οποίο ανήκε στην ίδια εταιρεία. Από τα δυο αυτά μεταλλεία παρήχθησαν, μεταξύ 1936 και 1943, 280 κιλά χρυσού και 1.600 κιλά αργύρου. 

 

Το 1949 η Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία Λτδ., που διαδέχθηκε την Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων, άρχισε τη συστηματική εκμετάλλευση του κοιτάσματος με επιφανειακή αποκάλυψη. Το 1956 εντοπίσθηκε ένα νέο κοίτασμα 200 περίπου μέτρα βορειοανατολικά του κυρίως κοιτάσματος. Το κοίτασμα αυτό, που χωρίζεται σε δυο μικρότερα, γνωστά ως Δ1 και Δ2, έχει τύχει εκμετάλλευσης με υπόγειες μεθόδους. Συνολικά κατά τη διάρκεια της περιόδου 1950-1960 εξορύχθηκαν 334.179 τόνοι μεταλλεύματος με μέση περιεκτικότητα χαλκού 0,5-1,2% και θείου 33%. Από το μετάλλευμα αυτό παρήχθησαν 292.285 τόνοι συμπυκνώματος σιδηροπυρίτη.

 

Το 1983, κατά τη διάρκεια αποκαλυπτικών εργασιών για την επαναλειτουργία του μεταλλείου, εξορύχθηκαν  683 επιπρόσθετοι τόνοι μεταλλεύματος. Παράλληλα κατά την περίοδο 1982-1987 παρήχθησαν με τη μέθοδο της επί τόπου απόπλυνσης (leaching) 150 περίπου τόνοι ιζημάτων χαλκού. Το υπολειπόμενο θειούχο μετάλλευμα και στα δυο μεταλλείαανέρχεται στους 1.200.000 τόνους με μέση περιεκτικότητα θείου 28%. Επιπρόσθετα στην ίδια περιοχή, και συγκεκριμένα 500 μέτρα βορειοδυτικά της αποκάλυψης, η Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία, που είναι κάτοχος της μεταλλευτικής μίσθωσης, ανακάλυψε ένα τρίτο μικρό κοίτασμα χαλκούχων σιδηροπυριτών, σε βάθος μεγαλύτερο των 100 μέτρων, της τάξης των 150.000 τόνων. 

 

Η επιφανειακή αποκάλυψη έχει διαστάσεις 200 μέτρων (βορρά-νότο)Χ120 μέτρων (ανατολή-δύση)Χ55 μέτρων (βάθος). Αντίθετα το υπόγειο μεταλλείο έχει σχετικά περιορισμένες διαστάσεις και η εκμετάλλευση προχώρησε ως το βάθος των 75 μέτρων. Το κοίτασμα αυτό διαχωριζόταν από στρώμα αναλλοίωτης, στείρας διείσδυσης λάβας βασαλτικής σύστασης, σε δύο μέρη, ένα ανώτερο (το «Δ1») και ένα κατώτερο (το «Δ2»), Το ανώτερο συμπαγές τμήμα του κοιτάσματος είχε διαστάσεις 35X30 μέτρων και πάχος 10 μέτρων, ενώ το κατώτερο είχε διαστάσεις 60X30 μέτρων και πάχος 35 μέτρων. 

 

Τα κοιτάσματα χαλκούχων σιδηροπυριτών της Σιας είναι παρόμοια με τα υπόλοιπα κοιτάσματα της Κύπρου. Η γένεσή τους συνδέεται άμεσα με τον σχηματισμό του Οφιολιθικού Συμπλέγματος του Τροόδους, δηλαδή του ωκεάνιου φλοιού. Η επικρατούσα γνώμη είναι ότι σχηματίσθηκαν από υδροθερμικά διαλύματα πλούσια σε σίδηρο, χαλκό, ψευδάργυρο και θείο, μετά τον σχηματισμό του Κατώτερου Ορίζοντα των πίλλοου λαβών του Τροόδους, μέσα σε τεκτονικές ζώνες των λαβών αυτών και πάνω απ' αυτές στον πυθμένα του ωκεανού. Οι μεταλλοφόρες αυτές ζώνες συνήθως συνδέονται είτε με τον άξονα διεύρυνσης του πυθμένα των ωκεανών είτε με τις αξονικές κοιλάδες που δημιουργούνται εκατέρωθεν του άξονα διεύρυνσης. Ένας τέτοιος άξονας διεύρυνσης πολύ πιθανόν να διέρχεται από την περιοχή των κοιτασμάτων Σιας και Μαθιάτη (μεταλλείο Μαθιάτη) και να εξαφανίζεται κάτω από τους ιζηματογενείς σχηματισμούς μεταξύ των χωριών Μαρκί και Αναλιόντα. Τον σχηματισμό των κοιτασμάτων ακολούθησε νέα διεύρυνση του πυθμένα του ωκεανού, με επακόλουθο τη διείσδυση μάγματος υπό μορφή φλεβών, και έκχυση νέου στρώματος λαβών που κάλυψε μέρος των κοιτασμάτων. Ορισμένες από τις νεότερες αυτές φλέβες διαπερνούν και αποκόπτουν τα κοιτάσματα της Σιας σε πολλά σημεία. Οι φλέβες αυτές, όπως και όλες οι υπόλοιπες που βρίσκονται στον περίγυρο του μεταλλείου, έχουν κυρίως βορειοδυτική κατεύθυνση.