Σεφέρης Γιώργος και Κύπρος

Ελένη

ΕΛΕΝΗ

 

«Τ' ἀηδόνια δέ σ' ἀφήνουνε νά κοιμηθεῖς στίς Πλάτρες».

Ἀηδόνι ντροπαλό, μές στόν ἀνασασμό τῶν φύλλων,

σύ πού δωρίζεις τή μουσική δροσιά τοῦ δάσους

στά χωρισμένα σώματα καί στίς ψυχές

αὐτῶν πού ξέρουν πώς δέ θά γυρίσουν.

Τυφλή φωνή, πού ψηλαφεῖς μέσα στή νυχτωμένη μνήμη

βήματα καί χειρονομίες ۠ δέ θά τολμοῦσα νά πῶ φιλήματα

καί τό πικρό τρικύμισμα τῆς ξαγριεμένης σκλάβας.

«Τ' ἀηδόνια δέ σ' ἀφήνουνε νά κοιμηθεῖς στίς Πλάτρες».

Ποιές εἶναι οἱ Πλάτρες; Ποιός τό γνωρίζει τοῦτο τό νησί;

Ἔζησα τή ζωή μου ἀκούγοντας ὀνόματα πρωτάκουστα:

καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες τῶν ἀνθρώπων ἢ τῶν θεῶν۠

ἡ μοίρα μου πού κυματίζει

ἀνάμεσα στό στερνό σπαθί ἑνός Αἴαντα

καί μιάν ἄλλη Σαλαμίνα

μ' ἔφερε ἐδῶ σ' αὐτό τό γυρογιάλι.

Τό φεγγάρι

βγῆκε ἀπ' τό πέλαγο σάν  Ἀφροδίτη۠

σκέπασε τ' ἄστρα τοῦ Τοξότη, τώρα πάει νά 'βρει

τήν καρδιά τοῦ Σκορπιοῦ, κι ὅλα τ' ἀλλάζει.

Ποῦ εἶν' ἡ  ἀλήθεια;

Ἤμουν κι ἐγώ στόν πόλεμο τοξότης۠

τό ριζικό μου, ἑνός ἀνθρώπου πού ξαστόχησε.

 

Ἀηδόνι ποιητάρη,

σάν καί μιά τέτοια νύχτα στ' ἀκροθαλάσσι  τοῦ   Πρωτέα

σ' ἄκουσαν οἱ σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι ἔσυραν τό θρῆνο,

κι ἀνάμεσό τους - ποιος θά   τό 'λέγε - ἡ   Ἑλένη!

Αὐτή πού κυνηγούσαμε χρόνια στό Σκάμαντρο.

Ἦταν ἐκεῖ, στά χείλια τῆς ἐρήμου ۠ τήν ἄγγιξα, μοῦ μίλησε:

«Δέν εἶν' ἀλήθεια, δέν εἶν' ἀλήθεια» φώναζε.

«Δέν μπῆκα στό γαλαζόπλωρο καράβι.

Ποτέ δέν πάτησα τήν ἀντρειωμένη Τροία».

 

Μέ τό βαθύ στηθόδεσμο, τόν ἣλιο στά μαλλιά, κι αὐτό

τό ἀνάστημα

ἴσκιοι καί χαμόγελα παντο

στούς ὤμους στούς μηρούς στά γόνατα    ۠

ζωντανό δέρμα, καί τά μάτια

μέ τά μεγάλα βλέφαρα,

ἦταν ἐκεῖ, στήν ὄχθη ἑνός Δέλτα.

 

Καί στήν Τροία;

Τίποτε στην Τροία -ἕνα εἴδωλο.

Ἔτσι τό θέλαν οἱ θεοί.

Κι ὁ Πάρης, μ’ ἕναν  ἴσκιο πλάγιαζε σά νά ἦταν πλάσμα

ἀτόφιο ۠

κι ἐμεῖς σφαζόμασταν γιά τήν Ἑλένη δέκα χρόνια.

 

Μεγάλος πόνος εἶχε πέσει στην Ἑλλάδα.

Τόσα κορμιά ριγμένα

στά σαγόνια τῆς θάλασσας στά σαγόνια τῆς γῆς

τόσες ψυχές

δοσμένες στίς μυλόπετρες, σάν τό σιτάρι.

Κι οἱ ποταμοί φουσκῶναν μές στή λάσπη τό αἷμα

γιά ἕνα λινό κυμάτισμα γιά μιά νεφέλη

μιᾶς πεταλούδας τίναγμα τό πούπουλο ἑνός κύκνου

γιά ἕνα πουκάμισο ἀδειανό, γιά μιάν Ἑλένη.

Κι ὁ αδερφός μου;

Ἀηδόνι ἀηδόνι ἀηδόνι,

τ' εἶναι θεός; τί μή θεός; καί τί τ’ ἀνάμεσό τους;

 

«Τ’ ἀηδόνια δέ σ' ἀφήνουνε νά κοιμηθεῖς στίς Πλάτρες».

Δακρυσμένο πουλί,

στήν Κύπρο τή θαλασσοφίλητη

πού ἒταξαν γιά νά μοῦ θυμίζει τήν πατρίδα,

ἄραξα μοναχός μ' αὐτό τό παραμύθι,

ἄν εἶναι ἀλήθεια πώς αὐτό εἶναι παραμύθι,

ἄν εἶναι ἀλήθεια πώς οἱ  ἀνθρῶποι δέ θά ξαναπιάσουν

τόν παλιό δόλο τῶν θεῶν۠

ἄν εἶναι ἀλήθεια

πώς κάποιος ἄλλος Τεῦκρος, ὕστερα ἀπό χρόνια,

ἤ κάποιος Αἴαντας ἤ Πρίαμος ἤ  Ἑκάβη

ἤ κάποιος ἄγνωστος, ἀνώνυμος, πού ὡστόσο

εἶδε ἕνα Σκάμαντρο νά ξεχειλάει κουφάρια,

δέν τό 'χει μές στή μοίρα του ν' ἀκούσει

μαντατοφόρους πού ἔρχουνται νά ποῦνε

πώς τόσος πόνος τόση ζωή

πῆγαν στήν ἄβυσσο

γιά ἕνα πουκάμισο ἀδειανό γιά  μιάν  Ἑλένη.

 

Γιώργος Σεφέρης

(Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν)