Το κίνημα των Αδεσμεύτων είναι όρος που καθιερώθηκε διεθνώς μετά τη διάσκεψη 29 Αφροασιατικών κρατών στην πόλη Μπαντούγκ της Ινδονησίας τον Απρίλιο του 1955, για να χαρακτηρίσει την κίνηση εκείνη στην οποία ανήκουν οι χώρες που έμειναν έξω από κάθε πολιτικοστρατιωτικό συνασπισμό των δυο, βασικά, στρατοπέδων στα οποία χωρίστηκε ο κόσμος μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Η Κύπρος είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη του κινήματος.
Το ιστορικό: Η επιτυχία των αντιαποικιακών επαναστάσεων μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, που άλλαξε την εικόνα του κόσμου κι έφερε ελευθερία κι ανεξαρτησία σε δεκάδες χώρες, ενίσχυσε την πεποίθηση για τη δημιουργία πιο σταθερού και πιο δίκαιου κόσμου. Αυτό μπορούσε να γίνει εφικτό ως ένα σημαντικό βαθμό, αν αυτοί που αποτελούσαν τα αντικείμενα της πολιτικής των ισχυρών, καθίσταντο κυρίαρχα υποκείμενα στις διεθνείς σχέσεις και κύριοι της δικής τους τύχης. Εκείνοι που δεν ανήκαν σε ισχυρούς συνασπισμούς αντελήφθησαν κατά την εποχή του ψυχρού πολέμου ότι ο χωρισμός του κόσμου σε στρατιωτικά και πολιτικά στρατόπεδα κι η αντιπαράθεση των υπερδυνάμεων σε σφαίρες επιρροής, αποτελούσαν απειλή για τη διεθνή ειρήνη κι ασφάλεια και για την ελευθερία των λαών. Εξέφραζαν δε την πεποίθηση ότι ο διαχωρισμός κι η αντιπαράθεση έπρεπε ν' αντιμετωπιστούν με μια νέα πολιτική ειρήνης των κρατών και των λαών, ανεξάρτητα από ενδεχόμενες διαφορές των κοινωνικο-οικονομικών τους συστημάτων.
Η πεποίθηση αυτή βρήκε αρχικά πρακτική έκφραση με τη διάσκεψη της Μπαντούγκ το 1955, στην οποία πήραν μέρος αντιπρόσωποι 29 χωρών από την Ασία και την Αφρική. Η ιδέα για τη διάσκεψη είχε γεννηθεί ένα χρόνο νωρίτερα, σε μια συνάντηση πέντε κρατών: Ινδίας, Πακιστάν, Κεϋλάνης, Ινδονησίας και Βιρμανίας. Οι 29 χώρες που πήραν μέρος στη διάσκεψη της Μπαντούγκ είναι: Αίγυπτος, Αιθιοπία, Αφγανιστάν, Βιετνάμ Βόρειο, Βιετνάμ Νότιο, Βιρμανία, Γκάνα, Ιαπωνία, Ινδία, Ινδονησία, Ιορδανία, Ιράκ, Ιράν, Καμποτία, Κεϋλάνη, Κίνα, Λάος, Λίβανος, Λιβερία, Λιβύη, Νεπάλ, Πακιστάν, Σαουδική Αραβία, Σουδάν, Συρία, Ταϋλάνδη, Τουρκία, Υεμένη και Φιλιππίνες. Αρκετοί άλλοι ηγέτες παρευρίσκονταν ως παρατηρητές, όπως ο Τίτο της Γιουγκοσλαβίας κι ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος από την Κύπρο η οποία μόλις είχε, τότε, αρχίσει ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα. Ο Ελ Φασσί εκπροσωπεί το Μαρόκο, ο Γιαζίντ την Αλγερία, ο Σλιμ την Τυνησία κλπ.
«Οι φιμωμένοι λαοί...»: Το επίσημο σχετικό φυλλάδιο της διάσκεψης αποδεικνύει με ακρίβεια ότι η διάσκεψη αυτή εκφράζει τις απόψεις 1.482.094.425 ανθρώπων! Την έναρξη των εργασιών της διάσκεψης κήρυξε ο Σουκάρνο της Ινδονησίας με τα χαρακτηριστικά λόγια: «Οι φιμωμένοι λαοί της γης έχουν τον λόγο...»
Η διάσκεψη εκείνη, που έληξε στις 27 Απριλίου 1955, κατέληξε στη διατύπωση ορισμένων αρχών για στενότερη συνεργασία, για καταδίκη των φυλετικών διακρίσεων και της αποικιοκρατίας κλπ., χωρίς κανένα ιδιαίτερα σημαντικό άμεσο αποτέλεσμα, εκτός του ότι έδειξε συγκεκριμένα ότι ανθρώπινες μάζες που ως τότε ήσαν αγνοημένες πρόβαλαν στο πολιτικό προσκήνιο και προανάγγειλε τους μεγάλους φυλετικούς αγώνες που θα συνδυαστούν με τους κλασσικούς αγώνες μεταξύ των κρατών και θα τείνουν να τους υποκαταστήσουν.
Αφού στα επόμενα χρόνια έγιναν διάφορες επαφές και διαβουλεύσεις μεταξύ ηγετών διαφόρων χωρών, τελικά την 1η Σεπτεμβρίου του 1961 πραγματοποιήθηκε στο Βελιγράδι της Γιουγκοσλαβίας η ιδρυτική συνέλευση του κινήματος των «φιμωμένων λαών» της γης. Πήραν μέρος 25 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Κύπρος που μόλις είχε γίνει ανεξάρτητη Δημοκρατία. Οι άλλες χώρες είναι: Αίγυπτος, Αιθιοπία, Αλγερία, Αφγανιστάν, Βιρμανία, Γιουγκοσλαβία, Γκάνα, Γουϊνέα, Ινδία, Ινδονησία, Ιράκ, Καμποτία, Κεϋλάνη (Σρι Λάνκα), Κογκό (Ζαΐρ), Κούβα, Λίβανος, Μάλι, Μαρόκο, Νεπάλ, Σαουδική Αραβία, Σομαλία, Σουδάν, Τυνησία και Υεμένη. Τρεις άλλες χώρες (Βολιβία, Βραζιλία και Ισημερινός) συμμετείχαν με παρατηρητές, ενώ παρατηρητές έστειλαν και απελευθερωτικά κινήματα. Η συμμετοχή της Κύπρου σε αυτή την σημαντική ιδρυτική συνέλευση δεν έγινε χωρίς εσωτερικά προβλήματα. Ήταν το γεγονός εκείνο που για πρώτη ίσως φορά έδειξε στην πράξη τις μεγάλες αδυναμίες και την έλλειψη λειτουργικότητας στο καθεστώς της νεαρής Κυπριακής Δημοκρατίας, ένα καθεστώς πολύ παράδοξο, που είχε επιβληθεί από τις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου. Ο Μακάριος, πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας, λίγο πριν ξεκινήσει για το Βελιγράδι, είχε την πρώτη του σοβαρή σύγκρουση με τον αντιπρόεδρο Φαζίλ Κουτσιούκ, ο οποίος διαφωνούσε στο να συμμετάσχει η Κύπρος στη διάσκεψη και μάλιστα είχε ασκήσει και το δικαίωμα «βέτο» που κατείχε. Η απάντηση του Μακαρίου ήταν: «Ασκήστε το βέτο σας όσο θέλετε, αλλά η Κύπρος θα μετάσχει της διασκέψεως αυτής...» Το «βέτο» του αντιπροέδρου Κουτσιούκ εξυπηρετούσε γενικότερη πολιτική της ηγεσίας των Τουρκοκυπρίων και της Τουρκίας για παρεμπόδιση ανάπτυξης διεθνών σχέσεων και φιλικών επαφών της Κύπρου με άλλα κράτη.
Αρχές και σκοποί: Οι αρχές και οι σκοποί του κινήματος των Αδεσμεύτων καθορίζουν την πολιτική και τη στρατηγική του. Οι αρχές καθορίζουν τη δράση του και οι σκοποί την αποστολή του.
Οι αρχές του κινήματος είναι:
α) Η ενεργός αντίθεση σε κάθε ιμπεριαλιστική, αποικιοκρατική και νεοαποικιακή πολιτική.
β) Η ενεργός και ειρηνική συνύπαρξη, που αποτελεί τον μόνο τρόπο αντίθεσης στον ψυχρό πόλεμο καθώς και στον πυρηνικό πόλεμο.
γ) Το δικαίωμα των λαών που δεν είναι ακόμα ελεύθεροι ν' αποκτήσουν την ελευθερία τους.
δ) Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και της ανεξαρτησίας των λαών.
ε) Το δικαίωμα ισότητας όλων των κρατών και της ενεργού συμμετοχής στη λύση των διεθνών προβλημάτων.
στ) Το δικαίωμα κάθε κυρίαρχου κράτους ν' αποφασίζει κατά τρόπο ελεύθερο την πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική του ανάπτυξη.
ζ) Το δικαίωμα κάθε λαού να επωφελείται από τα πλεονεκτήματα της οικονομικής προόδου και της τεχνοοικονομικής ανάπτυξης.
Οι σκοποί του κινήματος είναι:
α) Η προώθηση της παγκόσμιας ειρήνης και της ειρηνικής συνύπαρξης με την αυξημένη ανάμειξη των αδεσμεύτων χωρών στα πλαίσια του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
β) Ο αγώνας εναντίον του ιμπεριαλισμού κάθε μορφής, του αποικισμού και του ρατσισμού.
γ) Η ειρηνική επίλυση των διεθνών διαφορών.
δ) Ο τερματισμός του εξοπλιστικού ανταγωνισμού και η επίτευξη γενικού αφοπλισμού.
ε) Η αντίθεση στις στρατιωτικές συμμαχίες και στα στρατιωτικά σύμφωνα των μεγάλων δυνάμεων.
στ) Η αντίθεση στην παραμονή στρατιωτικών βάσεων σε ξένες χώρες.
ζ) Ο αγώνας για οικονομική ανεξαρτησία και συνεργασία με βάση την ισότητα και την αμοιβαία ωφέλεια.
Ανάπτυξη του κινήματος: Στη διάρκεια της ύπαρξης του κινήματος συγκροτήθηκαν διάφορες διασκέψεις κορυφής.
Η Κύπρος πήρε μέρος στις διασκέψεις κορυφής, εκπροσωπούμενη στις πέντε πρώτες από τον πρόεδρο Μακάριο και στις άλλες από τους διαδόχους του.
Κατά την πρώτη εικοσιπενταετία από την ίδρυση του κινήματος, ο αριθμός χωρών - μελών του σχεδόν τετραπλασιάστηκε. Η ανάπτυξη του κινήματος των Αδεσμεύτων διακρίνεται βασικά σε δυο χρονικές περιόδους.
Η πρώτη περίοδος, από το 1961 μέχρι το 1970, περιλαμβάνει τις τρεις πρώτες διασκέψεις κορυφής. Η πρώτη σύνοδος γίνεται την 1η Σεπτεμβρίου του 1961, η δεύτερη στο Κάιρο από τις 5 μέχρι τις 10 Οκτωβρίου 1964 και η τρίτη στη Λουσάκα από τις 8 μέχρι τις 10 Σεπτεμβρίου 1970.
Κατά το διάστημα αυτό πρωταρχική επιδίωξη του κινήματος ήταν η δημιουργία μιας νέας διεθνούς πολιτικής τάξης και ο εκδημοκρατισμός των διεθνών σχέσεων. Κατά τις δυο πρώτες διασκέψεις κύρια θέματα ήσαν τα πολιτικοστρατιωτικά, που είχαν επικρατήσει έναντι των άλλων. Ήταν η περίοδος κατά την οποία ένας μεγάλος αριθμός ασιατικών και αφρικανικών κρατών είχαν κερδίσει την ελευθερία τους, μα ήταν ταυτόχρονα και η εποχή του ψυχρού πολέμου. Έτσι, την πρώτη αυτή περίοδο δέσποζαν ο αγώνας για εθνική απελευθέρωση, η αντίθεση στους πολιτικούς συνασπισμούς και στις πολιτικές διαμάχες Ανατολής και Δύσης, ο αγώνας εναντίον του ιμπεριαλισμού, του αποικισμού και του ρατσισμού. Ήταν την περίοδο αυτή, και συγκεκριμένα στα τέλη του 1963, που 77 αναπτυσσόμενες ή και φτωχές και υπανάπτυκτες χώρες πραγματοποίησαν συνάντηση στη Νέα Υόρκη, παίρνοντας το όνομα Ομάδα των 77 ή αλλιώτικα, Τρίτος Κόσμος. Σκοπός της Ομάδας των 77 ήταν η σύνταξη ενός νέου διεθνούς Δικαίου που θα συντελούσε στην αλλαγή του υφιστάμενου τότε εμπορικού συστήματος και νομισματοοικονομικού καθεστώτος και στην τεχνοοικονομική συνεργασία.
Η οικονομική κατάσταση σε παγκόσμια κλίμακα αλλά και στους κόλπους του κινήματος ιδιαίτερα, άρχισε να παίρνει σημαντική θέση στα υπό συζήτηση θέματα μεταξύ των ηγετών των χωρών-μελών από το 1970 (Διάσκεψη Λουσάκας) και εξής, χωρίς ωστόσο να μειωθεί το ενδιαφέρον για την παγκόσμια πολιτική κατάσταση, που εξακολουθούσε να παραμένει πρωταρχικό θέμα.
Η δεύτερη περίοδος, ξεκινά από το 1970 και κατά τη διάρκειά της παρατηρήθηκε μια μεταμόρφωση όσον αφορά τους σκοπούς, τη στρατηγική και την πολιτική δράση του κινήματος των Αδεσμεύτων που υπήρξε συνέπεια της σημαντικής αλλαγής η οποία συντελέστηκε αναφορικά με τη διεθνή κατάσταση.
Μετά το 1971 ο ψυχρός πόλεμος υποχωρεί και οι διαδικασίες για τερματισμό του αποικισμού στους λαούς της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο. Παράλληλα παρουσιάζεται το φθινόπωρο του 1973 η ενεργειακή κρίση που παίρνει διαστάσεις κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια. Έτσι τα οικονομικά προβλήματα αποκτούν στο πλαίσιο του κινήματος των Αδεσμεύτων την ίδια σημασία και βαρύτητα με τα πολιτικά θέματα, με αποτέλεσμα η αξίωση για τη δημιουργία νέας διεθνούς οικονομικής τάξης να παίρνει σημαντική θέση στις διακηρύξεις και τα προγράμματα δράσης των διασκέψεων κορυφής. Παρόλο που ο αντιαποικισμός και ο αντιιμπεριαλισμός κάθε μορφής αποτελούσαν ακόμη τα κύρια κίνητρα μέσα στο κίνημα, ο ανταγωνισμός μεταξύ Βορρά και Νότου, δηλαδή ο ανταγωνισμός μεταξύ των πλουσίων και φτωχών χωρών, επικράτησε στις διασκέψεις που ακολούθησαν το 1970. Η διάσκεψη κορυφής του Αλγερίου το 1973 κήρυξε την έναρξη του αγώνα για οικονομική ανεξαρτησία ως προϋπόθεση για την επίτευξη πραγματικής πολιτικής ανεξαρτησίας. Οι οικονομικές αξιώσεις και θέσεις της Ομάδας των 77 αποτέλεσαν το κύριο θέμα συζήτησης στη διάσκεψη του Αλγερίου, η οποία, παράλληλα με την πολιτική διακήρυξη, υιοθέτησε και οικονομική διακήρυξη καθώς και πρόγραμμα δράσης για οικονομική συνεργασία.
Οι επόμενες διασκέψεις επεξεργάστηκαν περαιτέρω τα διάφορα οικονομικά κ.ά. θέματα, αποφάσισαν τη στρατηγική για την εγκαθίδρυση της νέας διεθνούς οικονομικής τάξης, ξεκαθάρισαν και επεξέτειναν την έννοια της οικονομικής αλληλοεξάρτησης, υιοθέτησαν εισηγήσεις για αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, τόνισαν την ανάγκη για επιτάχυνση και ενεργοποίηση του διαλόγου Βορρά-Νότου και εισηγήθηκαν εντατικοποίηση της οριζόντιας συνεργασίας μεταξύ των αναπτυσσομένων χωρών.
Αδέσμευτοι και Κύπρος: «Μεταβαίνομεν εἰς Μπαντούγκ διά νά παρακολουθήσωμεν τάς ἐργασίας τοῦ Ἀφροασιατικοῦ Συνεδρίου, νά συναντήσωμεν ἐξεχούσας προσωπικότητας τοῦ ἀντιαποικιακοῦ κόσμου καί νά ζητήσωμεν τήν συμπαράστασιν αὐτῶν εἰς τόν ἀγῶνα μας...», δήλωνε ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος το 1955, όταν αναχωρούσε από τη Λευκωσία στην Ινδονησία. Και πραγματικά, από τότε μέχρι σήμερα η Κύπρος βασίζεται στη συμπαράσταση των Αδεσμεύτων στα συνεχώς δύσκολα χρόνια κατά τα οποία το Κυπριακό ζήτημα πέρασε κρίσεις και τραγωδίες. Μια από τις εξέχουσες προσωπικότητες του κινήματος, ο στρατάρχης Τίτο της Γιουγκοσλαβίας, ήταν ο πρώτος αρχηγός κράτους που επισκέφθηκε επίσημα την Κύπρο το 1964, σε μια εποχή κατά την οποία η κρατική οντότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας βρισκόταν υπό αμφισβήτηση. Η επίσκεψη του Τίτο στην Κύπρο εκείνη ειδικά την εποχή, αποτελούσε τη μέγιστη βοήθεια που μπορούσε να προσφερθεί στην Κύπρο. Μια άλλη εξέχουσα προσωπικότητα του κινήματος, ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ της Αιγύπτου, πρόσφερε την εποχή εκείνη το πρώτο πολεμικό υλικό, που ήταν απαραίτητο στην Κύπρο για να μπορέσει ν' αντιμετωπίσει την μόλις εκδηλωθείσα ανταρσία των Τουρκοκυπρίων.
Η συμμετοχή της Κύπρου, ως πλήρους μέλους, στην ιδρυτική διάσκεψη του Βελιγραδίου το 1961, καταδείκνυε επίσης τη διεθνή αναγνώριση της νεαρής Δημοκρατίας ως ισότιμου ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους.
Τον Οκτώβριο του 1964, ο πρόεδρος Μακάριος συμμετέσχε στη διάσκεψη κορυφής στο Κάιρο. Ο αριθμός των χωρών-μελών του κινήματος είχε αυξηθεί από 25 σε 53. Ήταν μια δύσκολη και πάλι περίοδος για την Κύπρο, την οποία απειλούσε η Τουρκία, κι ο Μακάριος ζήτησε την υποστήριξη του κινήματος, εν όψει, μάλιστα, συζήτησης του Κυπριακού στον ΟΗΕ. Στη διακήρυξη της διάσκεψης του Καΐρου περιεχόταν και αναφορά για την Κύπρο, που, μεταξύ άλλων, καλούσε όλα τα κράτη να σεβαστούν την κυριαρχία, ενότητα, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου και να απέχουν από οποιαδήποτε απειλή ή χρήση δύναμης ή επέμβαση εναντίον της Κύπρου και από οποιαδήποτε προσπάθεια επιβολής στην Κύπρο άδικης λύσης, απαράδεκτης στον κυπριακό λαό.
Αναφορά στο Κυπριακό πρόβλημα περιέχεται και στη διακήρυξη της διάσκεψης κορυφής του 1970 στη Λουσάκα: Οι ηγέτες επαναβεβαιώνουν την πεποίθηση ότι το Κυπριακό πρόβλημα θα πρέπει να επιλυθεί ειρηνικά, χωρίς ξένες επεμβάσεις, με βάση τον σεβασμό της χωρίς περιορισμό κυριαρχίας και ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και τις διεθνώς παραδεδεγμένες δημοκρατικές αρχές...
.
Κατά τη διάσκεψη κορυφής στο Αλγέριο το 1973, ο πρόεδρος Μακάριος τόνισε την ανάγκη για ενεργότερη ανάμιξη του κινήματος των Αδεσμεύτων σε θέματα διεθνούς ασφάλειας και υποστήριξη προς τη διάσκεψη για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και συνεργασία, στην οποία μετείχαν οι τρεις ευρωπαϊκές χώρες μέλη του κινήματος, η Γιουγκοσλαβία, η Κύπρος και η Μάλτα. Υιοθετώντας την άποψη της Κύπρου, η διάσκεψη ενέκρινε ειδική αναφορά με την οποία υποστήριξε την ευρωπαϊκή διάσκεψη, καθώς και τη μετατροπή της Μεσογείου σε ζώνη ειρήνης και συνεργασίας.
Μετά την εισβολή: Η Κύπρος, μετά το βαρύ πλήγμα που υπέστη από την τουρκική εισβολή, στράφηκε προς διάφορες κατευθύνσεις για βοήθεια και συμπαράσταση και, βέβαια, και προς την κατεύθυνση του κινήματος των Αδεσμεύτων. Η ανταπόκριση από την κατεύθυνση αυτή ήταν άμεση. Η κυβέρνηση της Κούβας ζήτησε επείγουσα σύγκληση του συντονιστικού γραφείου του κινήματος για μελέτη της κατάστασης κι η Αλγερία που την εποχή εκείνη προήδρευε του κινήματος, ανταποκρίθηκε. Η πλήρης υποστήριξη των αδεσμεύτων χωρών προς την Κύπρο εκφράστηκε βασικά στα Ηνωμένα Έθνη, όπου δόθηκε η πολιτική μάχη. Η στάση του κινήματος έναντι του Κυπριακού προβλήματος την εποχή εκείνη, δηλαδή αμέσως μετά την τραγωδία, είναι σαφής στη δήλωση που έκαμε στα Ηνωμένα Έθνη ο αντιπρόσωπος της Αλγερίας: Η επίθεση εναντίον της Κύπρου, εναντίον της κυριαρχίας και της ενότητάς της, θεωρείται από ολόκληρο το κίνημα ως επίθεση εναντίον των χωρών-μελών του και ως κίνδυνος για την αδέσμευτη πολιτική. Γι' αυτό ακριβώς το λόγο η ομάδα των αδεσμεύτων χωρών παρακολουθεί τις εξελίξεις της κρίσης πολύ στενά και θα ήθελε να διαβεβαιώσει τον κυπριακό λαό για την πλήρη αλληλεγγύη του κινήματος των αδεσμεύτων, που είναι έτοιμο να κάμει ο,τιδήποτε το οποίο θα επέτρεπε τη γρήγορη αποκατάσταση της ειρήνης στο νησί και θα διευκόλυνε μια συμφωνία μεταξύ των δυο κοινοτήτων.
Το κίνημα των Αδεσμεύτων ίδρυσε ομάδα επαφής για το Κυπριακό, που ετοίμασε το ψήφισμα 3212, το οποίο ενέκρινε στη συνέχεια ομόφωνα η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ (1.11.1974, 117 ψήφοι υπέρ, καμιά εναντίον και καμιά αποχή).
Ψηφίσματα με τα οποία εκφραζόταν υποστήριξη στον αγώνα του κυπριακού λαού εγκρίθηκαν και από το ίδιο το κίνημα των Αδεσμεύτων, όπως το ψήφισμα του συντονιστικού γραφείου που συνήλθε στην Αβάνα κι εκείνο της διάσκεψης των υπουργών Εξωτερικών των χωρών-μελών που συνήλθε στη Λίμα του Περού.
Με το Κυπριακό πρόβλημα ασχολήθηκε και η πέμπτη διάσκεψη κορυφής που πραγματοποιήθηκε στο Κολόμπο το 1976 και στην οποία η Κύπρος αντιπροσωπεύθηκε από τον πρόεδρο Μακάριο. Στην πολιτική της διακήρυξη (κεφάλαιο 8), εκφράζεται υποστήριξη προς τα σχετικά με το Κυπριακό ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, των οποίων ζητείται η άμεση εφαρμογή. Καλούνται δε όλα τα κράτη να σεβαστούν την ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και το αδέσμευτο της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ ζητείται και η άμεση και χωρίς όρους αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από την Κύπρο, η επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια τους κ.ά.
Ένα από τα πιο σημαντικά ψηφίσματα που ενέκρινε το κίνημα των αδεσμεύτων για την Κύπρο είναι εκείνο της διάσκεψης των υπουργών Εξωτερικών των χωρών-μελών(Βελιγράδι, Ιούλιος 1978). Στο ψήφισμα αυτό γινόταν για πρώτη φορά αναφορά στο κεφάλαιο 7 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που προνοεί τη λήψη υποχρεωτικών μέτρων εναντίον του κράτους που διαπράττει επίθεση εναντίον άλλου κράτους. Το ψήφισμα τόνιζε: Η διάσκεψη θεωρεί ότι τα Ηνωμένα Έθνη και ιδιαίτερα το Συμβούλιο Ασφαλείας, θα πρέπει να πάρουν όλα τα αναγκαία μέτρα, συμπεριλαμβανομένων, αν είναι αναγκαίο, των μέτρων που προβλέπονται στο κεφάλαιο 7 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, για να διασφαλιστεί ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών για την Κύπρο.
Αναφορά για την Κύπρο περιλαμβάνεται επίσης στο τελικό ανακοινωθέν που εξέδωσε το συντονιστικό γραφείο των Αδεσμεύτων μετά τη συνάντηση τον Ιούνιο 1979 στο Κολόμπο, με επαναβεβαίωση των διακηρύξεων που είχε υιοθετήσει το κίνημα για την Κύπρο. Εζητείτο επίσης η άμεση εφαρμογή των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών για το Κυπριακό και ιδιαίτερα του ψηφίσματος 3212 της Γενικής Συνέλευσης.
Στη διάσκεψη κορυφής της Αβάνας, το 1979, η Κύπρος εκπροσωπήθηκε από τον δεύτερο πρόεδρό της Σπύρο Κυπριανού, σ' αυτή δε εξελέγη μέλος του συντονιστικού γραφείου του κινήματος. Από τη θέση αυτή η Κύπρος μπόρεσε να διαδραματίσει ακόμα πιο δραστήριο ρόλο στους κόλπους του κινήματος. Στην πολιτική διακήρυξη της διάσκεψης της Αβάνας περιέχεται εκτενής αναφορά στο Κυπριακό πρόβλημα, επαναβεβαιώνεται δε η όλη στάση του κινήματος έναντι του προβλήματος.
Η αλληλεγγύη και υποστήριξη του κινήματος των αδεσμεύτων προς την Κύπρο φάνηκε για μια ακόμα φορά μετά την ανακήρυξη παράνομου χωριστού «κράτους» από τους Τουρκοκύπριους (15 Νοεμβρίου 1983). Τα κράτη-μέλη του κινήματος με ανακοινώσεις τους καταδίκασαν την αποσχιστική ενέργεια των Τουρκοκυπρίων, ζήτησαν την ανάκλησή της και τόνισαν εμφαντικά ότι αναγνωρίζουν ένα μόνο κράτος, εκείνο της Κυπριακής Δημοκρατίας, και μια μόνο κυβέρνηση, τη νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου.
Φυσικά η πλήρης υποστήριξη του κινήματος των Αδεσμεύτων προς την Κύπρο ήταν πάντα θεωρητική και εκφραζόταν με ψηφίσματα και διακηρύξεις τόσο στα Ηνωμένα Έθνη, όσο και σε άλλα διεθνή βήματα. Υλική και άλλου είδους βοήθεια και συμπαράσταση που έδωσαν προς την Κύπρο μερικές αδέσμευτες χώρες (Αίγυπτος, Γιουγκοσλαβία κ.α.) σε ώρες κρίσιμες, αποτελούσε πρωτοβουλία των χωρών αυτών και όχι επίσημη συνεισφορά του κινήματος. Ωστόσο και η ηθική υποστήριξη που δόθηκε , δεν πρέπει να υποτιμάται. Η Κύπρος, εξάλλου, δεν ήταν δυνατό ν' αναμένει περισσότερα από το κίνημα, όταν μάλιστα στους κόλπους του ίδιου του κινήματος υπάρχουν σημαντικές διαφορές και αρκετά άλυτα προβλήματα. Στα Ηνωμένα Έθνη η δύναμη των Αδεσμεύτων χωρών είναι μεγάλη σε ψήφους, όμως ουσιαστικά χωρίς πρακτική αξία, δεδομένου ότι εκεί κυριαρχούν οι συνασπισμοί των μεγάλων, που είναι κι οι μόνοι που διαθέτουν το δικαίωμα της αρνησικυρίας (βέτο). Στο Συμβούλιο Ασφαλείας, που είναι και το αρμόδιο σώμα για αποφάσεις πρακτικής μορφής, το βέτο μιας μόνο χώρας εξουδετερώνει κάθε ψήφο. Το κίνημα των Αδεσμεύτων μόνο του, δεν φαίνεται να είναι σε θέση να προσφέρει περισσότερα.
Η επιρροή του κινήματος κατά την τελευταία δεκαετία έχει μειωθεί κάθετα, ιδιαίτερα μετά την ριζική αλλαγή των διεθνών δεδομένων που ακολούθησε την κατάρρευση του κομμουνισμού και της σοσιαλιστικής κοινότητας. Κατ' αντιστοιχία έχει μειωθεί και η σημασία του διεθνούς αυτού ερείσματος στο οποίο εναπέθετε ελπίδες η Κύπρος για προώθηση της υπόθεσής της. Ωστόσο, παρά τις αδυναμίες του κινήματος, η Κύπρος εξακολουθεί να επιδιώκει την υποστήριξη των κρατών- μελών του, τόσο μέσω θετικών ψηφισμάτων για το Κυπριακό στις συνόδους κορυφής και τις υπουργικές συνόδους, όσο και για την περίπτωση προσφυγής της Κύπρου στην Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Παράλληλα επιδιώκεται από κυπριακής πλευράς η διατήρηση καλών σχέσεων με όλες τις αδέσμευτες χώρες και ιδιαίτερα τις ισλαμικές, ώστε να αποτραπεί οποιοδήποτε ενδεχόμενο υιοθέτησης από τις χώρες αυτές θέσεων τις οποίες προωθεί η τουρκική πλευρά στο Κυπριακό, ή ακόμη και το ενδεχόμενο αναγνώρισης του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους. Σε όλες τις αποφάσεις που έχουν εγκριθεί μέχρι σήμερα από το κίνημα των Αδεσμεύτων, επαναλαμβάνεται σταθερά η υποστήριξη του κινήματος προς την κυριαρχία, την εδαφική ακεραιότητα και την ενότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και η υποστήριξη σε βιώσιμη και δίκαιη λύση βασισμένη στην εφαρμογή όλων των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών.
Ο ρόλος του κινήματος των Αδεσμεύτων στην παγκόσμια πολιτική σκηνή άρχισε να μειώνεται, ιδίως μετά το θάνατο των κυριοτέρων προσωπικοτήτων που είχαν διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτό, όπως ήσαν οι πρόεδροι της τέως Γιουγκοσλαβίας στρατάρχης Τίτο και της Αιγύπτου Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ. Με τη διάλυση και διάσπαση της Σοβιετικής Ένωσης, την κατάρρευση του συνασπισμού των ανατολικοευρωπαϊκών κρατών, το τέλος του «ψυχρού πολέμου» και τη δημιουργία νέων συνθηκών στον κόσμο, ο ρόλος του κινήματος των Αδεσμεύτων ως μίας «τρίτης κατάστασης» μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτικοστρατιωτικών συνασπισμών Ανατολής – Δύσης, μειώθηκε εντελώς και ουσιαστικά οδήγησε στην ατονία και διάλυσή του.
Επίσημα η Κύπρος αποχώρησε από το Κίνημα των Αδεσμεύτων τον Μάϊο του 2004. Συγκεκριμένα, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 19 Μαϊου 2004, η Κύπρος αποφάσισε την αποχώρησή της από το Κίνημα των Αδεσμεύτων, ως συνέπεια της ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαϊου του ίδιου χρόνου. Ωστόσο, η Κύπρος ζήτησε να της αποδοθεί η ιδιότητα του «φιλοξενουμένου» σε μελλοντικές συναντήσεις του Κινήματος.
Πάντως, το κίνημα των Αδεσμεύτων παραμένει ως μία κατάσταση που συμπαραστάθηκε ουσιαστικά στην Κύπρο σε πολύ δύσκολους καιρούς.
Ομάδα Επαφής για το Κυπριακό: Η ομάδα επαφής των αδεσμεύτων για το Κυπριακό συνεστήθη κατά την 29η σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, αμέσως μετά την τουρκική εισβολή. Σκοπός της σύστασηής της ήταν αρχικά η προετοιμασία και προώθηση σχετικού ψηφίσματος για την Κύπρο στη Γενική Συνέλευση. Αποτέλεσμα των ενεργειών της ομάδας ήταν το ψήφισμα 3212 που εγκρίθηκε τον Νοέμβριο του 1974, με 117 ψήφους υπέρ, καμιά εναντίον και καμιά αποχή. Η ομάδα επαφής για το Κυπριακό εξακολουθεί να υφίσταται και σε συνεργασία με την κυπριακή κυβέρνηση αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για προώθηση και προβολή του Κυπριακού στα Ηνωμένα Έθνη, στο κίνημα των Αδεσμεύτων και σε άλλα διεθνή βήματα.
Αρχικά η ομάδα ήταν πενταμελής και αποτελείτο από την Γκαϊάνα, τη Μάλι, την Ινδία, τη Γιουγκοσλαβία και την Αλγερία. Ο αντιπρόσωπος της Αλγερίας προήδρευε της ομάδας, επειδή την περίοδο εκείνη πρόεδρος του κινήματος των αδεσμεύτων ήταν η χώρα του.
Το 1976, όταν ανέλαβε την προεδρία του κινήματος η Σρι Λάνκα, έγινε και αυτή μέλος της ομάδας επαφής για το Κυπριακό. Το 1979 εισήλθε στην ομάδα επαφής και η Κούβα ως πρόεδρος για την επόμενη τριετία του κινήματος, με αποτέλεσμα η ομάδα να γίνει επταμελής. Το 1983 ανέλαβε την προεδρία της ομάδας η Ινδία, η οποία ήταν από τα αρχικά μέλη της (Βλέπε Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείου ΡΙΚ).