Σεννά ή χεννά

Image

Λαουσονία, κοινώς χεννά. Επιστημονική ονομασία: Lawsonia inermis και L. alba. Οικογένεια: Λυθρωδών (Lythraceae). Θάμνος ή μικρό δέντρο, που φθάνει σε ύψος μέχρι και 6 μέτρα περίπου, αυτοφυόμενο και καλλιεργούμενο στη βόρειο Αφρική, την Αραβία, την Περσία, μέχρι και την Ινδία.

 

Τα φύλλα του φυτού αυτού που μοιάζουν μ' εκείνα της ροδιάς αφού ξεραθούν σε φούρνο κι αλεστούν, αλευροποιούνται και δίνουν τη γνωστή από την Αρχαιότητα βαφική ουσία που λέγεται χεννά, οκνά ή και κνα. Η ουσία αυτή εχρησιμοποιείτο ευρύτατα από τους Μωαμεθανούς σ' ολόκληρη την Ανατολή για βαφή των παλαμών, των πελμάτων, των νυχιών και της κώμης, ιδίως των μελλονύμφων. Στην Ινδία εχρησιμοποιείτο και για τη βαφή υφασμάτων. Οι ρίζες επίσης του φυτού θεωρούνταν ως φαρμακευτικές. Τα άνθη του είναι ασπροκίτρινα, πολύ μικρού μεγέθους αλλά πολλά μαζί και με θαυμάσια μυρωδιά. Οι καρποί του είναι μικροί στρογγυλοί, χρώματος καφέ, μεγέθους μικρότερου του μπιζελιού, περιέχουν δε πολλούς μικρούς σπόρους. Πολλαπλασιάζεται με σπόρους ή παραφυάδες.

 

Βλέπε λήμμα: Βαφική τέχνη

 

Στην Κύπρο το φυτό αυτό είναι πολύ σπάνιο σήμερα. Υπάρχουν ελάχιστα μόνο. Κατά την Αρχαιότητα όμως φαίνεται να υπήρχαν πολλά που ίσως μάλιστα καλλιεργούνταν για παραγωγή, από τα άνθη του, ενός αρώματος που ήταν γνωστό ως κύπριον ἔλαιον ή και μύρον.

 

Αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν την χεννάν, που την ονομάζουν κύπρον, γράφοντας ότι ευδοκιμούσε στο νησί. Πιστευόταν μάλιστα ότι και η Κύπρος η ίδια πήρε την ονομασία της από το φυτό αυτό.

 

Ο Πλίνιος (Naturalis Historia, 12-109), γράφει ότι το καλύτερο είδος χεννάς ήταν εκείνο του Κανώπου, στις όχθες του Νείλου, δεύτερο εκείνο της Ασκαλώνος στην Ιουδαία, και τρίτο «εκείνο της Κύπρου, που έχει μια γλυκιά μυρωδιά».

 

Ο Ευστάθιος (Σχόλια εἰς Διονύσιον Περιηγητήν, 508), υποστηρίζει ότι η Κύπρος ονομάστηκε έτσι ἀπό ἄνθους ἐκεῖ πολλοῦ φυομένου, κύπρου καλουμένου...

 

Το ίδιο λέγει κι ο Στέφανος Βυζάντιος. Δεν είναι όμως βέβαιο, και δεν γίνεται σήμερα αποδεκτό, ότι κατά την Αρχαιότητα υπήρχε στην Κύπρο η χεννά σε τόσους μεγάλους αριθμούς ώστε να δώσει και στο νησί το όνομά του ως το κυριότερο και χαρακτηριστικότερο είδος του. 

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια