Νόμισμα που κυκλοφορούσε στην Κύπρο, ως υποδιαίρεση της λίρας, κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας. Συγκεκριμένα το 1901, όταν αντικαταστάθηκαν τα ασημένια βρετανικά νομίσματα με αντίστοιχα κυπριακά, ετέθησαν σε κυκλοφορία κέρματα αξίας διαφόρων γροσιών. Τα κέρματα των 9 γροσιών έγιναν γνωστά με την ονομασία σελίνια. Εκείνα των 18 γροσιών λέγονταν διπλοσέλινα κι εκείνα των 4 1/2 γροσιών λέγονταν μισά σελίνια. Η λίρα ήταν διαιρεμένη σε 20 σελίνια.
Αργότερα κόπηκαν κι άλλα νομίσματα. Ωστόσο η λέξη σελίνι (shilling) αναγραφόταν για πρώτη φορά στα νομίσματα που κυκλοφόρησαν το 1947, επί βασιλέως της Αγγλίας Γεωργίου Στ'. Το 1955 καταργήθηκαν τόσο τα γρόσια όσο και τα σελίνια και η λίρα υποδιαιρέθηκε σε 1.000 μιλς. Ωστόσο οι Κύπριοι συνέχισαν ν' αποκαλούν σελίνιν το κέρμα των 50 μιλς, διπλοσέλινoν το κέρμα των 100 μιλς, πεντοσέλινον το χαρτονόμισμα των 250 μιλς και δεκασέλινον το χαρτονόμισμα των 500 μιλς. Οι ονομασίες αυτές χρησιμοποιούνταν μέχρι και το 1983, οπότε η κυπριακή λίρα υποδιαιρέθηκε σε σεντ.
Χάρτινα σελίνια
Η πρώτη προσπάθεια έκδοσης χαρτονομισμάτων στην Κύπρο έγινε το 1890, στη διάρκεια της Βρετανικής Διοίκησης, η οποία, ωστόσο, δεν ολοκληρώθηκε. Αιτία για την έκδοση, τελικά, στο νησί των πρώτων χαρτονομισμάτων πέντε και μιας λίρας, το 1914, στάθηκε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι ανάγκες που προέκυψαν στην προμήθεια χρήματος. Λίγο αργότερα, ο αγγλικός οίκος Thomas de la Rue and Company Ltd, σχεδίασε και εκτύπωσε αναβαθμισμένης ποιότητας χαρτονομίσματα πέντε και μιας λίρας, καθώς και 10 και πέντε σελινιών. Παρόλο που η πρόθεση δεν ήταν να παραμείνουν ως μόνιμο χρήμα και κάποια στιγμή μάλιστα αποσύρονται, οι ανάγκες και πάλι του πολέμου τα επαναφέρουν. Το 1917, δε, στο πλαίσιο σχεδιαστικής βελτίωσής τους, χρησιμοποιείται υδατογραφημένο χαρτί με το λεκτικό «Cyprus Government» και την παράσταση ενός φτερωτού λέοντος.
Το 1919, η άνοδος της τιμής του ασημιού, επιβάλλει την ανάγκη έκδοσης χαρτονομισμάτων του ενός και των δύο σελινιών. Ωστόσο, οι πιέσεις από την έλλειψη χαρτονομισμάτων μικρής αξίας αυξάνονται και η Βρετανική Διοίκηση προχωρεί στον τεμαχισμό των χαρτονομισμάτων των πέντε σελινών σε τρία ίσα μέρη, στο καθένα από τα οποία εκτυπώνει την αξία ένα σελίνι. Η εκτύπωση αυτή για πρώτη φορά έγινε στην Κύπρο.
Το 1928 η έκδοση χαρτονομισμάτων στην Κύπρο τίθεται σε μόνιμη βάση με τα πρώτα χαρτονομίσματα με σχέδιο και στον οπισθότυπο, να κυκλοφορούν στο νησί το 1930.
Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου παρατηρήθηκε μεγάλη έλλειψη χρήματος σε μικρές αξίες, λόγω και πάλι της έλλειψης ασημιού. Στην Κύπρο, ο άγγλος κυβερνήτης απαγορεύει το λιώσιμο των ασημένιων νομισμάτων, μια πρακτική που εφάρμοζαν οι χρυσοχόοι για να εξασφαλίσουν το πολύτιμο μέταλλο. Ο κόσμος άρχισε τότε να φυλάει τα ασημένια του νομίσματα, με αποτέλεσμα την σταδιακή εξαφάνισή τους από την αγορά. Για να καλυφθούν οι ανάγκες κρίνεται απαραίτητη η λήψη «ιδιαίτερων» μέτρων, όπως η υστεροσήμανση των χαρτονομισμάτων, πρακτική που αποδείχθηκε πολυδάπανη, ενώ και το μελάνι σταδιακά ξεθώριαζε, με αποτέλεσμα τα χαρτονομίσματα να επιστρέφουν στην αρχική τους αξία.
Βλέπε λήμματα: Νομίσματα της Κύπρου [κεφ. Αγγλοκρατία], λίρα και γρόσι.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια