Είδος παραδοσιακού κυπριακού φορήματος, τόσο ανδρικού όσο και γυναικείου.
Η ανδρική σάρκα ήταν, κατά τον Ξεν. Φαρμακίδη, είδος υποκαμίσου των βρακοφόρων που λεγόταν έτσι επειδή φοριόταν κατάσαρκα. Αντίθετα, ο Γ. Λουκάς γράφει ότι σάρκα λεγόταν είδος κοντού πανωφοριού, που κατασκευαζόταν συνήθως από μαλλί και φοριόταν πάνω από το ζιμπούνιν (γιλέκο). Πρβλ. και τον στίχο λαϊκού τραγουδιού:
... 'μπόδισεν το 'ποκάμισον, 'μπόδισεν τζ' η σάρκα...
Ωστόσο σάρκα λεγόταν και γυναικείο μακρύ υποκάμισο που φοριόταν κάτω από τη σαγιάν. Πρβλ. και τους στίχους του Δημήτρη Λιπέρτη από το γνωστό ποίημα του Ἡ στετέ:
... Κοπέλλες ἤμαστιν τζι ἐμεῖς τοῦ στόλου - καλή ὣρα.
Σγιάν εἶστ' ἐσεῖς, κόρη, τωρά,
Σαγιάν τζιαί σάρκαν - μιά χαρά
Τζι ἐμύριζεν ἡ χώρα...
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια