Διαπρεπής Κύπριος νομικός του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στη Λάρνακα στις 13 Μαρτίου 1817 και πέθανε στις 17 Δεκεμβρίου 1887. Πατέρας του ήταν ο μεγαλέμπορος Ιωάννης Σαρίπολος (Σαρίπογλους), με καταγωγή από τα Λεύκαρα της Λάρνακας, και μητέρα του η Χρυσηίς (Τσικινέττα) Πελεντρίδου, που είλκε την καταγωγή της από εύπορη οικογένεια της Λεμεσού. Ο Σαριπόλος παντρεύτηκε το 1847 την Αριάδνη και μαζί απέκτησαν 9 παιδιά. Ο γιος του, Νικόλαος Ν. Σαρίπολος, ήταν επίσης διαπρεπής νομικός.
Μετά τις σφαγές στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1821, και τους διωγμούς που υπέστη η οικογένεια Σαριπόλου, ο πατέρας του διέφυγε από το νησί και κατέφυγε, μαζί με την οικογένειά του, στην Τεργέστη. Εκεί, ο μικρός Νικόλαος Σαρίπολος είχε αρχικά ιδιωτικό δάσκαλο, τον επίσης Κύπριο νεαρό φυγάδα Γεώργιο Οικονομίδη, μέλος της γνωστής κυπριακής οικογένειας Οικονομίδη. Στη συνέχεια ο Νικόλαος Σαρίπολος φοίτησε στην Τεργεσταία Σχολή. Στην Κύπρο επέστρεψε μετά την αμνηστία που δόθηκε το 1830 και φοίτησε στη Σχολή της Λάρνακας με δάσκαλο τον σπουδαίο Κύπριο εκπαιδευτικό Δημήτριο Θεμιστοκλή.
Το 1837 πήγε στο Παρίσι, με σκοπό να σπουδάσει ιατρική. Γνωρίστηκε με τον Ι. Κωλέττη, κι ο τελευταίος τον προέτρεψε να μεταγραφεί στη Σχολή Νομικής, πράγμα που έπραξε (1840). Αποφοίτησε το 1844, με τον τίτλο του διδάκτορος. Ο Ιωάννης Κωλέττης, που μόλις είχε αναλάβει τότε ως πρωθυπουργός της Ελλάδος, προσκάλεσε τον Νικόλαο Σαρίπολο να πάει στην Αθήνα, όπου αρχικά προσελήφθη ως ιδιαίτερος γραμματέας του πρωθυπουργού. Τον Οκτώβριο του 1846 διορίστηκε έκτακτος καθηγητής του συνταγματικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών. Δίδαξε μέχρι το 1852, οπότε απολύθηκε. Άσκησε, στη συνέχεια, το δικηγορικό επάγγελμα. Το 1854 του προσφέρθηκε η θέση του γενικού γραμματέα στο υπουργείο των Εσωτερικών, την οποία όμως δεν αποδέχθηκε. Δέχθηκε όμως τη θέση νομικού συμβούλου στο ίδιο υπουργείο, από την οποία παύθηκε το 1860. Αμέσως μετά τη μεταπολίτευση του 1862 διορίστηκε ξανά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ως τακτικός καθηγητής του συνταγματικού δικαίου, διδάσκοντας όμως και ποινικό και διεθνές δίκαιο. Τον ίδιο χρόνο (1862) εξελέγη πληρεξούσιος του Πανεπιστημίου (μέχρι το 1864) καθώς και πληρεξούσιος των ελληνικών παροικιών Αδριανουπόλεως, Φιλιππουπόλεως, Πύργου, Βηρυτού, Δαμασκού και Κύπρου. Παραιτήθηκε όμως σύντομα από τη θέση του πληρεξουσίου των παροικιών, προτιμώντας την εργασία μόνο στο Πανεπιστήμιο.
Μεταξύ άλλων, υπήρξε ο εισηγητής του ελληνικού συντάγματος που εγκρίθηκε από την τότε Εθνοσυνέλευση. Λίγο αργότερα (1865) του προτάθηκε η θέση του συμβούλου Επικρατείας, την οποία όμως απέρριψε.
Το 1866 εξελέγη κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1872 ανέλαβε ειδική αποστολή για επίλυση του εκκλησιαστικού ζητήματος της Βουλγαρίας, κι εστάλη προς τούτο στην Κωνσταντινούπολη. Το 1875 παύθηκε ξανά από τη θέση του στο Πανεπιστήμιο κι επιδόθηκε και πάλι στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος.
Ο Ν. Ι. Σαρίπολος είχε και πλούσια συγγραφική παραγωγή. Έγραψε μελέτες και συγγράμματα επί πολλών θεμάτων: νομικών, ιστορικών, πολιτικών και άλλων. Έγραψε επίσης ποίηση. Μεταξύ των πολλών εκδομένων έργων του περιλαμβάνονται:
Ο Νικόλαος Σαρίπολος υπήρξε ένας από τους κορυφαίους Έλληνες νομικούς του 19ου αιώνα και εκ των θεμελιωτών της νομικής επιστήμης στην Ελλάδα.
Ο Σαρίπολος υπηρέτησε με το σπουδαίο ερευνητικό, διδακτικό και συγγραφικό έργο του τρεις βασικούς κλάδους του Δημοσίου Δικαίου: το Συνταγματικό Δίκαιο, το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο και το Ποινικό Δίκαιο. Ειδικότερα, με το σύγγραμμά του «Πραγματεία του Συνταγματικού Δικαίου» έθεσε τις βάσεις διδασκαλίας του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Απέκτησε επίσης διεθνή φήμη ως νομικός. Μεταξύ των τιμητικών διακρίσεων που του απενεμήθησαν περιλαμβάνονται ο Αργυρούς Σταυρός των Ιπποτών του Τάγματος του Σωτήρος (Ελλάδα), ο Ταξιάρχης του Στέμματος (Ιταλία), και οι τίτλοι: Αντεπιστέλλων εταίρος της Ακαδημίας Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών της Γαλλίας (τίτλος που για πρώτη φορά είχε απονεμηθεί σε Έλληνα), τακτικό μέλος της Ακαδημίας Διεθνούς Δικαίου της Ζυρίχης, αλλοδαπός εταίρος της Βασιλικής Ακαδημίας Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών της Ισπανίας και αλλοδαπός εταίρος της Βασιλικής Ακαδημίας του Βελγίου.
Τιμές:
Το μεγάλο αμφιθέατρο του τελευταίου ορόφου της Νομικής Σχολής Αθηνών, στην ταράτσα του ιστορικού κτηρίου της οδού Σόλωνος, είναι αφιερωμένο στους δύο διαπρεπείς νομικούς, Νικόλαο Ιωάννου Σαρίπολο και Νικόλαο Νικολάου Σαρίπολο, των οποίων τα συγγράμματα εξακολουθούν ν’ αποτελούν αντικείμενο διδασκαλίας και εξέτασης στις Νομικές σχολές της χώρας μας και να εμπνέουν τους νομομαθείς, θεωρούμενα ως θεμελιώδη έργα των κλάδων του δημοσίου και του συνταγματικού μας δικαίου.
Το Αμφιθέατρο Σαριπόλων είναι γνωστό σε όλους τους φοιτητές της Νομικής καθώς και σε πολλούς ακόμα φοιτητές άλλων Σχολών, που το έχουν κατά καιρούς επισκεφτεί και χρησιμοποιήσει. Ο χώρος του συνδέθηκε με την εξέγερση των φοιτητών της Νομικής κατά της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, την περίοδο Φεβρουαρίου-Μαρτίου 1973.
Το όνομα του πατέρα και υιού Σαριπόλου έχει δοθεί και σε κεντρικές οδούς της πόλης των Αθηνών (στην περιοχή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου) και του Δήμου Καλλιθέας Αττικής καθώς επίσης και σε κεντρική πλατεία της Λεμεσού στην Κύπρο, ιδιαίτερης πατρίδας της μητέρας του Νικολάου Ιω. Σαριπόλου, Χρυσηίδας (Τσικινέττας) Πελενδρίδη.
Ροίδης κατά Σαριπόλου
Ο συγγραφέας Εμμανούηλ Ροΐδης το 1837 με την ίδρυση του Ελληνικού Πανεπιστημίου, άσκησε έντονη κριτική και σάτιρα ενάντια σε κάποιους από τους καθηγητές του, χαρακτηρίζοντάς τους αμαθείς και δοκησίσοφους. Μεταξύ των «θυμάτων» της σάτιράς του Ροϊδη ήταν και ο Νικόλαος Σαρίπολος τον οποίο συνήθιζε να αποκαλεί «Όνο Καθηγητή». Κατά την αντίληψή του, ο διακεκριμένος νομικός, συγκέντρωνε τις ιδιοτροπίες του τετράποδου: την ασχήμια, το φθόνο, το πείσμα, τον εγωισμό, την χαμέρπεια, την ανοησία κλπ.
Ως «Όνος Καθηγητής» ο Σαρίπολος, διακρινόταν για το ευμετάβλητο της γνώμης του. Ο Ροϊδης σχολίαζε, πως ο Νικόλαος «άλλαζε τις απόψεις σαν τα πουκάμισα» μόνο για να πλουτίσει και να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της κυβέρνησης. Τέλος, ο Σαρίπολος κατά τον Ροϊδη, διακρινόταν για την αποστροφή του «προς την ευπρέπειαν, την λογικήν και την γραμματικήν».
Πηγές: