Σαράτζιν

Image

Το σαράκι. Βλαβερότατο έντομο της οικογένειας Dermestidae. Είναι μικρό σκουλήκι, που καλύπτεται με αραιές μικρές τρίχες, έχει χρώμα σταχτοκαφέ και το μέγεθός του είναι γύρω στο ένα εκατοστόμετρο.

 

Τα σαράτζια απαντώνται σε πολλά είδη και αναλόγως του είδους τους καταστρέφουν φαγώσιμα, ρούχα, ξύλα κ.α.

 

Το γνωστότερο στην Κύπρο σαράτζιν  είναι εκείνο που καταστρέφει τα γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως τις ξηρές αναράδες και τα ξηρά τυριά του ταλαρκού,  γι' αυτό και στην Πάφο, για να προστατεύσουν τα είδη αυτά, τα εμβάπτιζαν σε κερί λυωμένο για να μη μπορεί το σαράτζιν να τα τρυπήσει και να τα καταστρέψει. Παρόμοια μέθοδος ακολουθείτο και για να αποτραπεί το σαράτζιασμαν του χοιρομεριού: με λυωμένο κερί κλεινόταν το γύρω μέρος της κορυφής του μηριαίου οστού, από όπου συνήθως εισχωρούσε το σαράτζιν. Σε άλλες περιπτώσεις αλειφόταν με λάδι ολόκληρο το χοιρομέρι.

 

Το σαράτζιν  που καταστρέφει τα υφάσματα, κυρίως τα μάλλινα, είναι γνωστό και με τα ονόματα σκόρος και βότρια.

 

Άλλο είδος της ίδιας οικογένειας σαρατζιού καταστρέφει τα ξύλα, τα δε προσβεβλημένα ξύλα χαρακτηρίζονται ως σαρακοφαημένα.

 

Σε παλαιότερες εποχές, όσοι προσβάλλονταν από ευλογιά αποκαλούνταν σαρατζ΄ιασμένοι, λόγω του ότι έμοιαζαν σαν να είχαν «φαγωθεί» από το σαράτζιν.

 

Ο χαρακτηρισμός σαρατζιασμένος εχρησιμοποιείτο μεταφορικά και για άλλες περιπτώσεις. Έτσι αποκαλούσαν τα καχεκτικά και φιλάσθενα άτομα, ιδίως τις γυναίκες, όπως και τις ζηλιάρες, για τις οποίες έλεγαν: εκόλλησέν της το σαράτζ΄ιν της αζούλας (=ζήλειας) τζι’ ἐν θωρεί μέραν καλήν. Σαρατζιασμένους αποκαλούσαν και τους δειλούς και μνησίκακους άντρες.

 

Στα Κύπρια Ἔπη του Ξ. Φαρμακίδη, στο έπος «Ὁ Διενής», σ. 2, παρ. 27, ο θρυλικός ακριτικός ήρωας Διγενής, χλευάζοντας τον τρομερό Σαρατζηνόν, του λέει:

 

Ὥρα καλή, Σαρατζηνέ, τυρί σαρατζιασμένον...

 

Και ο Φαρμακίδης, επεξηγώντας τη λέξη σαρατζιασμένον, αναφέρει: Πλῆρες σαράκων, σαρακόβρωτον, σχῆμα παρηχήσεως.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image