Ο Σαρατζηνός (σαρακηνός) είναι μυθικός ήρωας στα ακριτικά τραγούδια, αντίπαλος κυρίως του Διγενή και, σπανιότερα, του Κωσταντά.
Η πάλη του Διγενή με τον Σαρατζηνό (Σαρακηνό) αποτελεί ένα συνηθισμένο επεισόδιο και κατόρθωμα που διηγείται ο ίδιος ο Διγενής στα τραγούδια που έχουν θέμα τους την πάλη του ήρωα με τον Χάρο. Μερικά από τα δημοσιευμένα ακριτικά που κάμνουν αναφορά στην πάλη και τον θάνατο του Σαρατζηνού είναι τα ακόλουθα:
1. «Διγενῆ καί Χάρωνος πάλη» (Αθ. Σακελλαρίου, Τά Κυπριακά, Β', σσ. 26-29).
2. «Ὁ Διενής» (Ξεν. Φαρμακίδη, Κύπρια Ἔπη, 1926, σσ. 14).
3. «Ὁ Διενής» (Ξεν. Φαρμακίδης, ό.π.π., σσ. 4-8).
4. «Τό τραούδιν τοῦ Διενῆ» (Μ. Κιτρομηλίδου, Λαογραφία, τόμ. ΛΓ ' [33], 1982-84, σσ. 181-184).
5. «Ὁ Διγενής τζι’ ὁ Χάρος» (Μ. Κιτρομηλίδου, ὁ.π.π., σσ. 186-188).
Ο Σαρατζηνός, κατά τη συνηθέστερη εκδοχή, είναι φύλακας στον Ευφράτη ποταμό, όπου καταφεύγει ο Διγενής, μετά την τρομερή εκστρατεία του μέσα στην ερημιά και αφού σκότωσε την τερατώδη κουφήν, για να «δκιακλύσει τον μαύρο», να τον καθαρίσει από το φαρμάκι και τα δεινά του υπεράνθρωπου νυκτερινού άθλου. Ο Διγενής χαιρετά πότε ευγενικά και πότε υβριστικά τον Σαρατζηνό:
Ὥρα καλή, Σαρακηνέ, φῶς τούς ἀντρεικωμένους».
ή
Ὥρα καλή, Σαρατζηνέ, τυρί σαρατζιασμένον.
Απέναντι στον χαιρετισμό του Διγενή ο Σαρατζηνός αντιδρά απειλητικά, κοροϊδευτικά ή με «ξυλιές».
Γειά σου, γειά Σαρατζηνέ, φῶς τούς ἀντρεικωμένους.
- Καλῶς ἦρτεν ὁ Διενής, τό γέλοιος τούς ἀθθρώπους.
Ὁ Διενής καλολοᾶ, τζ'εῖνος ξυλιές τόλ λάμνει.
Τζ'εῖ ’πό 'νωσεν ὁ Διενής, κάτι πικρά θυμώθην.
Τζ'αί σούζει τό μανίτζιν του τζ'αί ππέφτει τό ραβτάτζ'ιν,
τρεῖς πιθαμάες σίερον, ξύλον ὅσον ἐκράτει,
μιάν ττοππουζιάν τοῦ ἔδωκεν τζ'εῖ πάνω ’πο ’ν’ οἱ νῶμοι,
τζ'ι ἐξέηκεν ἡ ττοππουζιά ἑξηνταπέντε μίλια.
Τρώαν τζ'ι ἐπίνναν ἄρκοντες τζ'ι ἐππέσαν τά ποτήρκα.
Πολοηθήκαν ἄρκοντες τζ'αί τζ'ά χαμαί πού ἦταν
- Κάπου στραφτεῖ, κάπου βροντᾶ, κάπου χαλάζιν ρίβκει,
κάπου Θεός ἐθέλησεν τόν κόσμον νά χαλάσει.
Ἐπολοήθην ὁ Θεός πού τζ'εῖ χαμαί πού ἦταν.
- Μήτε στραφτεῖ, μήτε βροντᾶ, μήτε χαλάζιν ρίβκει,
μήτε Θεός ἐθέλησεν τόν κόσμον νά χαλάσει
ἐν' ττοππουζιά τοῦ Διενῆ τζι ἐξέην τόσον κόσμον
(Ξεν. Φαρμακίδη, Κύπρια Έπη, 1926, σ. 7, στ. 78-93).
Μετά την πάλη ο Σαρατζηνός προχωρεί τραυματισμένος και φθάνει μπροστά στους άρχοντες, στους οποίους διηγείται πώς τον κτύπησε ο Διγενής και πόσο σοβαρά πληγωμένος είναι:
...τζ' ι ἐψήλωσα τό σ'έριν μου πώς ἐν' νά τ' ἀχτυπήσω.
Μιάν κονταρκάν μοῦ ξαπολᾶ, πού κάτω στήν μουσκάλην
τζ'ι ἐννιά παΐδκια μου' κοψεν τζ'αί τρεῖς κρυφοτζ'εντῆτες,
ἄν δέν πιστεύκετ' ἄρκοντες, ἀνοῦτε νά τούς δῆτε
ἐμπᾶτε σ'ίλλιοι ἀπ' ὀμπρός τζ'αί σ'ίλλιοι ἀπό πίσω
σηκοῦτε τήν κουτάλαν μου, νά δῆτε τήν τομήν μου.
Μπαίννουσιν σ'ίλλιοι ἀπ' ὀμπρός τζ'αί σ΄ίλλιοι ἀπό πίσω
σηκώννουν τήν κουτάλαν του, νά δοῦσιν τήν τομήν του
τζ΄αί πού τόν πόνον τόν πολλύν ἐξέην ἡ ψυσ'ή του.
(Ξεν. Φαρμακίδης, ό.π., σσ. 34, στ. 60-68).
Σε ένα άλλο ακριτικό που δημοσιεύει ο Ξεν. Φαρμακίδης με τον τίτλο «Ὁ Σαρατζηνός» (ὁ.π., σσ. 12-17) πρωταγωνιστής είναι ο Κωσταντάς, ο οποίος με εντολή του βασιλιά αναλαμβάνει να αντιμετωπίσει τον πολεμόχαρο Σαρατζηνό που τόλμησε μάλιστα να στήσει πύρκον «μολυβοκτισμένον», ορμητήριο προφανώς για τις πολεμικές εξορμήσεις του. Στο τραγούδι αυτό δοξάζεται ο Κωσταντάς, για τη νίκη του, αλλά την δόξα μοιράζεται με την κάλλην του, στης οποίας τη συμβουλή και το έξυπνο σχέδιο οφείλεται η γρήγορη νίκη του ήρωα. Όταν ο Σαρατζηνός χάνει το χέρι του, ντροπιασμένος παρακαλεί τον Κωσταντά να τον αποκεφαλίσει, αφού πάρει από τον πύργο το σπαθί του ταπεινωμένου αντιπάλου του. Ο Κωσταντάς ρίχνει την κεφαλή στη θάλασσα:
Τζι ἡ θάλασσα ’μουγκάρισεν τζι ἡ γῆ χαμαί βρυκᾶται
Σε ένα άλλο ακριτικό που δημοσιεύει ο Παύλος Ξιούτας με τον τίτλο «Ὁ Ἀζγουρής» (Π. Ξιούτα, Ἀπό τά τραγούδια μας, 1938, σσ. 62-70) το όνομα Σαρατζηνός δεν σημαίνει συγκεκριμένο πρόσωπο αλλά είναι όνομα εθνικό και χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό. Οι αναφορές του ποιήματος είναι προς συγκεκριμένη εθνική ομάδα εναντίον της οποίας πολεμά ο Αρεστής, ο καταπληκτικός γιος του Ἀζγουρή. Με την εθνική του σημασία χρησιμοποιείται το όνομα και στο «Ἆσμα Ἀνδρονίκου» (Αθ. Σακελλαρίου, Τά Κυπριακά, Β', σσ. 9-12) καθώς και σε μερικά άλλα ακριτικά.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια