Νομαδικός και ληστρικός λαός της βορειοδυτικής Αραβίας. Η προέλευση της ονομασίας προέρχεται, σύμφωνα με μια εκδοχή, από το όνομα της Σάρας (συζύγου του Αβραάμ), από την οποία υποστήριζαν ότι κατάγονταν. Κατ' άλλη εκδοχή προέρχεται από την αραβική λέξη σαράκα (=ληστεία, ληστρική ενέργεια). Αναφέρονται ως λαός τουλάχιστον από τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια Σαρακηνοί ονομάζονταν από πολλούς όλοι οι Άραβες, ενώ οι Χριστιανοί ονόμαζαν Σαρακηνούς μόνο τους Μουσουλμάνους. Στην ελληνική δημοτική ποίηση ταυτίζονται, μερικές φορές, και με τους Τούρκους.
Ο Ιωάννης Δαμασκηνός περιέγραψε τους Σαρακηνούς στις αρχές του 8ου αιώνα:
«Έστι δε και η μέχρι του νυν κρατούσα λαοπλάνος θρησκεία των Ισμαηλιτών, πρόδρομος ούσα του Αντιχρίστου. Κατάγεται δε από Ισμαήλ, του εκ της Αγάρ τεχθέντος τω Αβραάμ, διόπερ Αγαρηνοί και Ισμαηλίται προσαγορεύονται. Σαρακηνούς δε αυτούς καλούσιν, ως εκ της Σάρρας κενούς...»
Στην συνέχεια γράφει ότι αυτοί οι Αγαρηνοί – εννοεί προφανώς τους Άραβες – έγιναν ειδωλολάτρες και προσκύνησαν το φωτεινό αστέρι Αφροδίτη, οπότε «έως μεν, ουν των Ηρακλείου χρόνων προφανώς ειδωλολάτρουν», μετά όμως την εμφάνιση του «Μαμέδ», δηλαδή του Μωάμεθ, ο οποίος μελέτησε την Παλαιά και Καινή Διαθήκη «ομοίως δήθεν Αρειανώ προσομιλήσας μοναχώ, ιδίαν συνεστήσατο αίρεσιν». (Γένεσις xxi. 10, 14).
Στα κυπριακά μεσαιωνικά κείμενα (ιδίως στα Χρονικά των Λεοντίου Μαχαιρά και Γεωργίου Βουστρωνίου) οι σχετιζόμενοι προς την Κύπρο αναφερόμενοι Σαρακηνοί ταυτίζονται βασικά με τους Μαμελούκους της Αιγύπτου.
Βλέπε λήμμα: Μαμελούκοι και Κύπρος
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια