Σάρακλον

Image

Λέγεται και σάρακλος (ο). Λέγεται βωλοκόπος ή και βωλόσυρος (ο), επειδή σύρεται ή και κόβει (σπάζει) τους σβώλους.

 

Πρόκειται για απλό γεωργικό εργαλείο που σε παλαιότερες εποχές εχρησιμοποιείτο εκτεταμένα στην Κύπρο. Ήταν βαριά ξύλινη τσάππα (=δοκός) που συρόταν από ζώα στα χωράφια μετά το όργωμα για σπάσιμο των σβώλων και ίσιωμά τους, και βέβαια για κάλυψη των σπόρων που είχαν φυτευτεί.  Έφερε τρεις μεταλλικούς χαλκάδες (πορτουβέλλες) απ' όπου δενόταν το σχοινί (το λεγόμενο σαρακλόσσ’οινον), κατασκευασμένο συνήθως από ντόπιο καννάβι, με το οποίο το σάρακλον συρόταν από τα ζώα.

 

Η λέξη δίνει επίσης το ρήμα σαρακλίζω (=ισοπεδώνω το σπαρμένο χωράφι), που είναι συγγενικό προς το ρήμα διωλίζω (=δις+σβώλος), απ' όπου δίωλον χωράφιν κλπ.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια