Είδος παραδοσιακού γλυκίσματος που κατασκευαζόταν (και σε κάποιο μικρότερο βαθμό κατασκευάζεται ακόμη) στην Κύπρο. Συνήθως τα σ'άμισ'η κατασκευάζονταν (και κατασκευάζονται) μαζί με τους λοκμάδες ή και λοκκουμάδες. Γι' αυτό και οι κατασκευαστές και πωλητές των νόστιμων αυτών εδεσμάτων λέγονται και λοκκουματζ'ήδες αλλά και σ'αμισ'ιάρηδες. Αυτοί είναι περιπλανώμενοι τεχνίτες, που τριγύριζαν σ' ολόκληρη την Κύπρο με τα σύνεργά τους, ακόμη και τραπεζάκια και καρέκλες, κι έστηναν την «επιχείρησή» τους σ' όλα σχεδόν τα πανηγύρια και σε άλλες γιορτές (όπως λ.χ. ο Κατακλυσμός), όπου κατασκεύαζαν και πωλούσαν τα προϊόντα τους αυτά: τους λοκμάδες και τα σ'άμισ'η. Λίγοι τέτοιοι πλανόδιοι πωλητές και κατασκευαστές απαντώνται και σήμερα στην Κύπρο.
Τα σ'άμισ'η φαίνεται ότι είναι είδος γλυκίσματος που εισήχθη στην Κύπρο από τη Συρία κατά τα Μεσαιωνικό χρόνια ή λίγο αργότερα, όπως προκύπτει από την ονομασία: Σ΄άμισ΄η σημαίνει, στην κυριολεξία, δουλειά της Δαμασκού, που μπορεί να ερμηνευθεί ως προϊόν της Δαμασκού. Το πρώτο συνθετικό της λέξης, το σ'αμ, αποτελεί την αραβική ονομασία της Δαμασκού στην καθομιλουμένη (η πόλη λέγεται ας-Σ'άμ۠.
Βλέπε λεπτομερέστερα στο λήμμα: Σάμαλι
Όπως και οι λοκμάδες, έτσι και τα σ'άμισ'η είναι απλά στην κατασκευή τους: πρόκειται για φύλλο ζύμης από αλεύρι άσπρο «περατικόν» (=εισαγόμενο «από πέρα») που κόβεται σε μεγάλα τετράγωνα ή ορθογώνια κομμάτια. Στο κάθε ένα απ' αυτά τοποθετείται ως γέμιση ποσότητα κρέμας από σιμιδάλλιν (σιμιγδάλι) και «κλείνεται» κι από τις τέσσερις πλευρές. Στη συνέχεια τηγανίζεται σε καυτό λάδι. Παλαιότερα τηγανιζόταν αποκλειστικά σε σαμόλαδο (σησαμόλαδο, λάδι από σησάμι), που όμως δεν υπάρχει σήμερα.
Τα σ'άμισ'η σερβίρονται πασπαλισμένα με ζάχαρη αλεσμένη σε σκόνη.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια