Το μοναστήρι αυτό, που δεν υπάρχει πια, ιδρύθηκε κατά πάσαν βεβαιότητα την εποχή της Εικονομαχίας και ίσως μετά το 817, στον χώρο όπου αργότερα (περί το 1600) δημιουργήθηκε γύρω του το χωριό Αγρός. Το χωριό συγκροτήθηκε από τους απελεύθερους (μετά το 1571) πάροικους του μοναστηριού και από άλλους χωριάτες οικισμών που εξαφανίστηκαν από λοιμό πριν από το 1600 ή το 1725. Τέτοιοι κοντινοί προς το μοναστήρι οικισμοί ήταν ο Άις Λουκάς, ο Βούρνης, ο Ταλιός, ο Ροδίτης, τα Αλώνια, ο Άις Γιωνάς και οι Λαμπάδες. Των έξι πρώτων η γή ήταν ιδιοκτησία του μοναστηριού. Ακόμα στο χωριό Αγρός προστέθηκαν και κάτοικοι περισσότερο απομακρυσμένων οικισμών, όπως ο Άις Γιώρκης, οι Κουφές, η Αγία Μαρίνα, οι Ρογκιές, ο Άγιος Θεόδωρος, τα Αλωνάτζια.
Το μοναστήρι του Μεγάλου Αγρού ιδρύθηκε από μοναχούς φυγάδες από το ομώνυμο μοναστήρι στην Κύζικο, που εξαφανίστηκε μεταξύ 817 και 840 (ή 842) κι είχε ιδρυθεί περί τα τέλη του 8ου αιώνα από τον Θεοφάνη τον Ομολογητή. Αυτός είχε εξοριστεί και πέθανε το 817 στη Σαμοθράκη (επί Λέοντος Ε΄), μέχρι δε το 1923 εσώζετο στην εκκλησία της Παναγίας του Αγρού- διαδόχου του μοναστηριού του Μεγάλου Αγρού - χειρόγραφη φυλλάδα με την ακολουθία του, αντίγραφο από το Μηναίο (12 Μαρτίου). Μέχρι σήμερα ισχύει η παράδοση ότι οι ιδρυτές του μοναστηριού ήσαν 40 επήλυδες μοναχοί, που μαζί τους έφεραν και την εικόνα της Παναγίας. Κατά τον ίδιο τρόπο, επήλυδες μοναχοί ίδρυσαν κι άλλα μοναστήρια στην Κύπρο την εποχή της Εικονομαχίας, φέρνοντας μαζί τους και εικόνες της Παναγίας από τις 70 του αποστόλου Λουκά, «ὑπερφυσικῶς διά θαλάσσης ἐλθούσας», σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση. Η καταφυγή εικονολατρών μοναχών στην Κύπρο κατά την εποχή της Εικονομαχίας τεκμηριώνεται και ιστορικά, διότι η Κύπρος ήταν πάντα κατεξοχήν εικονολατρική.
ΒΛΕΠΕ ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Κατά μια ντόπια παράδοση, το όνομα του ηγουμένου των 40 επηλύδων ιδρυτών του μοναστηριού του Μεγάλου Αγρού ήταν Θεοφάνης (ίσως συγγενής του Ομολογητή), σώζονται «δέ τῇ ἐπιθυμία των» και τα «λείψανα τῶν ἁγίων (40) πατέρων» σε ξύλινο κιβώτιο στην εκκλησία της Παναγίας, καθώς και σιδερένια ζώνη με την οποία αυτοί έδεναν στη ράχη τους τα υλικά που κουβαλούσαν για το χτίσιμο του μοναστηριού. Οι μοναχοί αυτοί κατέφυγαν αρχικά στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου στο Ακρωτήρι (Κάβο Γάτα), όπου έμειναν μέχρι να κατατοπισθούν και ύστερα έφυγαν για τον Αγρό. Το γεγονός ότι μέχρι τον 15ο αιώνα το εισόδημα του μοναστηριού του Αγίου Νικολάου συνυπολογιζόταν (σε 400 δουκάτα) μαζί με εκείνο του μοναστηριού του Μεγάλου Αγρού, πιθανό να υποδεικνύει ότι μέχρι το 1571 (οπότε το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου ερημώθηκε), υπήρχε στενή σχέση των δυο μοναστηριών κι ίσως «συνεταιρισμός», αν όχι εξάρτηση του ενός από το άλλο, που οφειλόταν στην αρχική διαμονή των Κυζικηνών στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου. Αλλά κι η διαμονή τους αυτή εκεί δεν θα ήταν τυχαία αλλά θ' αναγόταν σε μακρινές και συνεχείς επαφές του μοναστηριού του Αγίου Νικολάου με τη Μικρά Ασία από τον καιρό της ίδρυσής του επί Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Οι ιδρυτές του μοναστηριού του Μεγάλου Αγρού έμεναν αρχικά σ' ένα σπήλαιο που πιθανώς να ήταν αυτό που υπάρχει σε μικρή απόσταση από τη σημερινή εκκλησία της Παναγίας. Πότε ακριβώς παραχωρήθηκε σε αυτούς ο «Μέγας Αγρός» ως μοναστηριακό κτήμα, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε. Πάντως οι όροι «Αγρός» και «Έσω Αγρός» απαντώνται ως ονόματα χωριών της Μαραθάσας και το «Πραστείον του Αγρού» αναφέρεται από τον Λεόντιο Μαχαιρά από το 1373. Σήμαιναν δε προνομιούχα ιδιοκτησία που δωρήθηκε από τον αυτοκράτορα. Είναι πιθανό ότι το μοναστήρι του Μεγάλου Αγρού ενισχύθηκε μάλλον παρά ιδρύθηκε κατά τους 11ο - 13ο αιώνες, όταν ιδρύθηκαν, ξεκινώντας από τη σπηλαιολατρία, τα μοναστήρια του Κύκκου (1092), της Χρυσορροϊάτισσας (1152), του Μαχαιρά (1172), του Άρακα (1193) και της Τροοδίτισσας (1250;). Ήδη τότε ο Μεγάλος Αγρός φαινόταν ισχυρό μοναστήρι κι ο ιδρυτής του «Θεοφάνης υμνείτο σε τροπάριο ως Θεοφάνης τοῦ Ἀγροῦ τό μέγα καύχημα, τῶν Κυπρίων τό κλέος».
Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, μια Γαλλίδα βασίλισσα επισκέφθηκε το μοναστήρι και, κατά την παράδοση, δώρισε σ' αυτό το μερίδιό της στην αλυκή της Λάρνακας ως αμοιβή επειδή θεραπεύτηκε από την Παναγία. Το μερίδιο αυτό διατήρησε το μοναστήρι μέχρι την Τουρκοκρατία (1571).
Αρχαιότερες γραπτές μαρτυρίες για το μοναστήρι είναι στον Cod. Paris, Gr. 533 των 14ου - 15ου και 16ου αιώνων και στον Cod. Atheniens. 842, των 16ου και 18ου αιώνων. Σ' αυτούς αναφέρονται ονόματα μοναχών και δωρητών του μοναστηριού, μεταξύ των οποίων και εκείνο του ηγουμένου Γρηγορίου (7 Ιουλίου 1507), καθώς και του μοναστηριού Στύλλου, εξαρτήματος του Μεγάλου Αγρού. Το μοναστήρι Στύλλου διέθετε δικό του scriptorium.
Τουρκοκρατία
Ο Εστιέν Λουζινιάν γνωρίζει το μοναστήρι του Μεγάλου Αγρού (το 1580), αν και δεν δίνει γι' αυτό πληροφορίες. Άλλη αρχαία γραπτή μαρτυρία για το μοναστήρι είναι του 15ου αιώνα (Κυπρ. Χρον. ΙΓ', σ. 35), ενώ το 1735, κατά τον κώδικα Α΄ της μητρόπολης Κιτίου, έγινε επισκευή του ναού με συνδρομή του γέροντα Παπαμάρκου. Άλλες, οικονομικής φύσεως αναφορές στον ίδιο κώδικα υπάρχουν και αναφέρονται στα χρόνια 1762, 1774, 1775, 1778, 1779. Κατά τα μέσα του 18ου αιώνα, τα κτήματα Βούρνης του μοναστηριού νοίκιασε κάποιος Χατζημιχάλης Αθηενίτης ο οποίος, αφού βρήκε θησαυρό, αγόρασε τα κτήματα των Τούρκων του Αγρού. Έτσι εκριζώθηκαν από εκεί οι Τούρκοι κι ο Χατζημιχάλης έγινε κοτζάμπασης του Αγρού. Το 1774, ο ηγούμενος Λεόντιος προσπάθησε να πληρώσει τα ήδη μεγάλα -γι' άγνωστους λόγους- χρέη του μοναστηριού κι αγόρασε γι’ αυτό σκεύη, βιβλία και διακοσμημένο ευαγγέλιο, και το 1779 κατασκεύασε (νέο;) εικονοστάσιο. Το 1788, κατά τον αρχιμανδρίτη Κυπριανό, ο Μεγάλος Αγρός ήταν ένα από τα αξιόλογα μοναστήρια.
Στις αρχές του 19ου αιώνα πέθανε κι ο τελευταίος μοναχός, ο Γεράσιμος από τα Αγρίδια, κι έτσι η κτηματική περιουσία του μοναστηριού περιήλθε στη μητρόπολη Κιτίου (που μέχρι πρόσφατα είχε δικαιοδοσία και στην επαρχία Λεμεσού, στην οποία βρισκόταν το μοναστήρι, όπως ανήκει και το χωριό Αγρός). Η μητρόπολη εγκατέστησε στο μοναστήρι έναν έξαρχο για να διαχειρίζεται την περιουσία του. Κατά τις σφαγές της 9ης Ιουλίου 1821 ο έξαρχος, καταδιωκόμενος, διέφυγε στον Αγρό κι απ' εκεί σε άλλο μέρος, ενώ οι Τούρκοι σκότωσαν «στρεβλιάσαντες» τον κοτζάμπαση Κωνσταντίνο Κεμιτζή πού αρνήθηκε να τους πει πού είχε πάει. Ωστόσο, μετά τους διωγμούς, ο έξαρχος επανήλθε κι άφησε τις χείριστες αναμνήσεις στους χωρικούς γιατί καταχράσθηκε τις δικαστικές και διαιτητικές εξουσίες που οι τελευταίοι του είχαν αναθέσει - από ευσεβή συνήθεια- και κατήντησε να γίνει τύραννος, μαζί με τους δυο υπηρέτες του. Νεμόταν τα εισοδήματα του μοναστηριού ως εκπρόσωπος της μητρόπολης, ενώ τις εισπράξεις του ναού διαχειριζόταν επιτροπή χωρικών μετά το θάνατο του τελευταίου μοναχού, διότι ο ναός του μοναστηριού είχε γίνει ήδη από το 1600 ενοριακός. Πριν από το 1600 η διαχείριση του ναού —αν και στην ουσία ήταν πάλι ενοριακός— γινόταν από τον ηγούμενο, ο οποίος διαχειριζόταν και τα κτήματα του μοναστηριού. Οι αγρότες, συνεχίζοντας προφανώς παλαιότερη συνήθεια του παροικιακού καθεστώτος, καλλιεργούσαν όλο αυτό το διάστημα δωρεάν τα κτήματα του μοναστηριού κατά τις Κυριακές και τις γιορτές (βλέπε και λήμμα αγροτική ζωή). Ο «στρα(β)ο-έξαρχος», σε άγνωστο χρόνο, εγκατέλειψε τον Αγρό κι ανέλαβε, ύστερα από εκχώρηση της μητρόπολης Κιτίου, το μοναστήρι Αρχαγγέλου στο Μονάγρι, όπου το κλίμα ήταν γλυκύτερο. Το μοναστήρι του Μεγάλου Αγρού παραχωρήθηκε σ' ένα γέροντα αγρότη, τον Παπαμάρκο, με μίσθωμα 500 γρόσια ετησίως προς τη μητρόπολη. Το 1849, ο επίτροπος του ναού Παπαπέτρος Οικονόμος, γιος του Παπαμάρκου, αφαίρεσε τη διαχείριση των κτημάτων από τον πατέρα του, προσφέροντας μίσθωμα από 1.000 γρόσια ετησίως. Το 1856 όμως εξεδιώχθη από τους χωρικούς, εκ των οποίων τέσσερις ανέλαβαν τα κτήματα έναντι 1.500 γροσιών ενοικίου μέχρι το I860, οπότε επανήλθε ο Παπαπέτρος προσφέροντας ενοίκιο 4.500 γρόσια για πέντε χρόνια, μέχρι το 1865, και 4.300 γρόσια μέχρι το 1870. Τότε τα κτήματα ανέλαβαν πάλι οι αγρότες.
Τα κτήματα του μοναστηριού του Μεγάλου Αγρού, τα πιο προσοδοφόρα της περιοχής, περιλάμβαναν πολλά χωράφια και περιβόλια στον Αγρό, Βούρνην, Αγρίδια, Άγιο Θεόδωρο Πιτσιλιάς, Κάτω Αμίαντο κ.ά. με πλούσιες φυτείες φουντουκιών, καρυδιών, ελιών και άλλων οπωροφόρων που το 1864 απασχολούσαν 860 εργάτες. Όλα σχεδόν τα κτήματα αυτά αποτελούσαν δωρεές αγροτών κατά την Τουρκοκρατία.
Το 1875 ο Παπαπέτρος, που στο μεταξύ εκμεταλλευόταν τον Άρακα και τον Αγιασμάτι που είχε πάρει σχεδόν δωρεάν, επέστρεψε στον Αγρό όπου και πέθανε το 1888. Οι χωρικοί όμως προσανατολίζονταν τώρα στην απόσπαση των κτημάτων του μοναστηριού από τη μητρόπολη, παρακινούμενοι και από το δάσκαλο του χωριού Μιχαήλ Ιωαννίδη (1884-87), στήριζαν δε την απαίτησή τους στο ότι τα κτήματα προέρχονταν από δωρεές των προγόνων τους καθώς και στην άποψη ότι είχαν δικαιώματα στα κτήματα που θεωρούσαν ότι είχαν γίνει αυτόματα ενοριακά, αφού κι ο ναός του μοναστηριού είχε γίνει ενοριακός εδώ κι αιώνες, πράγμα που τους έδινε δικαιώματα χρησικτησίας και στο ναό και στα κτήματα. Από την άλλη, ο μητροπολίτης Κιτίου Κυπριανός είχε ήδη αποκομίσει το μέγιστο των δυνατών κερδών του μοναστηριού για αποπληρωμή του συνεχώς αυξανόμενου χρέους της έδρας του (το 1869: 180.000 γρόσια, το 1882: 220.000 γρόσια, έναντι εσόδων 67.000 γροσιών). Μάλιστα ο Κυπριανός συγκάλεσε στη Λεμεσό κληρικολαϊκή συνέλευση στις 7 Δεκεμβρίου 1869 και έπεισε τους αγρότες, εκπρόσωπος των οποίων παρέστη ο Παπαπέτρος, να φυτέψουν ομαδικά μεγάλο μοναστηριακό αμπελώνα στο Καψαλερό (1869 ή 1870). Όταν όμως ζήτησε κι αύξηση του ενοικίου των κτημάτων, ήλθε σε οξύτατη ρήξη με τον Παπαπέτρο.
Κατεδάφιση του Ναού
Μετά το θάνατο του Κυπριανού (1886), τα κτήματα του μοναστηριού διαχειριζόταν επιτροπή αγροτών που αρνιόταν να καταβάλει οποιοδήποτε ενοίκιο στη χηρεύουσα μέχρι το 1889 μητρόπολη, της οποίας ο έξαρχος Θεοφύλακτος τους κίνησε αγωγή απαιτώντας τα καθυστερημένα. Η διαμάχη συνεχίστηκε για άλλα οχτώ χρόνια. Δικηγόρος των αγροτών ήταν ο πολιτευτής Ιωάννης Κυριακίδης, ενώ της μητρόπολης ο Ν.Κλ. Λανίτης. Οι χωρικοί, προκειμένου να χάσει η μητρόπολη κάθε δικαίωμα επί της περιουσίας του μοναστηριού -όπως πίστεψαν, υποκινημένοι ίσως κι από τον δικηγόρο τους κι από τον δάσκαλο Ν. Παπαδόπουλο και τον, μοναδικό τότε, αρχιτέκτονα της Λευκωσίας Κωνσταντίνο Τραχανά- κατεδάφισαν τον θαυμάσιο παλαιό και κατάγραφο ναό του μοναστηριού. Η κατεδάφιση έγινε με τελετή στις 21 Μαϊου 1894 κι άρχισαν να χτίζουν καινούργιο ναό με ομαδική εργασία των αγροτών, ενώ οι δυο ιερείς του ναού περιέρχονταν τα γειτονικά χωριά, μεταφέροντας και την εικόνα της Παναγίας, για να μαζέψουν χρήματα, αργότερα δε άρχισαν να περιέρχονται και τις πόλεις. Τέλος, με δάνεια από εύπορους χωρικούς της Άλωνας, ο καινούργιος ναός χτίστηκε. Ακόμα και δικές της γκαμήλες αγόρασε η επιτροπή για να μεταφέρεται ασβέστης από την Κυθρέα, ενώ επιδιορθώθηκε κι ο δρόμος Παλαιχωριού - Αγρού για ν' ανεβαίνουν οι γκαμήλες. Με χίλια βάσανα δε, μετέφεραν τις μεγάλες άσπρες πέτρες από την Αγία Φύλαξη. Ο καινούργιος ναός τέλειωσε το 1908 και στοίχισε £2.211-5-1, πλην της ομαδικής και δωρεάν εργασίας, κι είχε διαστάσεις 83X48 πόδια, τρούλλο ύψους 48 ποδιών και πάχος τοίχων 45/6 πόδια.
Το 1916, τέλος, η κτημοσύνη του μοναστηριού έγινε οριστικά ενοριακή μετά από επίμονες ενέργειες των Ν. Παπαδόπουλου και Ι. Κυριακίδη, οι οποίοι έπεισαν τον τότε μητροπολίτη Κιτίου Μελέτιο Μεταξάκη να μεταβιβάσει τα δικαιώματα του θρόνου του στην ενοριακή επιτροπή, με την έγκριση της θρονικής επιτροπής Κιτίου και της Ιεράς Συνόδου, κι έναντι του ποσού των £860. Το ποσό αυτό είχε εξασφαλίσει η επιτροπή του Αγρού από πώληση περιβολιών και νερόμυλων στον Κάτω Αμίαντο κι από δάνειο, ενώ με το ίδιο ποσόν η μητρόπολη Κιτίου αγόρασε περιουσία στη Λεμεσό. Από τη διευθέτηση αυτή είχε εξαιρεθεί το μετόχιον στο Μένοικο, που πωλήθηκε αργότερα χωριστά. Η κοινότητα του Αγρού ωφελήθηκε πάρα πολύ με την αγοραπωλησία αυτή.
Το 1917 τρεις μεγάλοι αμπελώνες του μοναστηριού ξεχωρίστηκαν και άρχισαν να καλλιεργούνται δωρεάν τις Κυριακές και τις γιορτές από τους χωρικούς, τα δε εισοδήματα διετίθεντο για τους μισθούς των δυο δασκάλων του Αγρού, πράγμα που σημαντικά ανακούφισε τους κατοίκους που πριν ήσαν καταχρεωμένοι στο μοναστήρι. Αργότερα τα παραμελημένα κτήματα πωλήθηκαν κατά περιόδους στους χωρικούς με την έγκριση του μητροπολίτη Κιτίου Νικόδημου Μυλωνά και με μακροπρόθεσμα γραμμάτια.
Ο νέος Ναός
Τα εγκαίνια του νέου ναού έγιναν στις 25 Ιουλίου 1921. Ο παλαιός ναός που κατεδαφίστηκε το 1894 περιγράφεται από τον Νέαρχο Κληρίδη με βάση αναμνήσεις γερόντων. Φαίνεται να ήταν διαστάσεων 30X30 ποδίων, πλινθόχτιστος, τρίκλιτος, με δυο σειρές κιόνων εσωτερικά και με πλατύτερο το μεσαίο κλίτος (12 πόδια). Οι εξωτερικοί τοίχοι είχαν ύψος 8 πόδια κι ο τρούλλος ύψος 25 πόδια. Η στέγη ήταν ξύλινη με αγκιστρωτά κεραμίδια, όπως κι άλλοι ναοί στα βουνά του Τροόδους. Το δάπεδο ήταν μαρμαροστρωμένο και όλη η εσωτερική του επιφάνεια γυψωμένη και κατάγραφη με αγιογραφίες: Στον τρούλλο εικονιζόταν ο Παντοκράτωρ, στα πλάγια η Ανάσταση του Λαζάρου, η Αποκαθήλωση, η Αμαρτωλός λιθοβολουμένη και η Βάπτιση. Στην αψίδα του ιερού εικονιζόταν η Παναγία μεταξύ αγγέλων και στον δεξιό τοίχο ο Αρχάγγελος Μιχαήλ. Ο γυναικωνίτης χωριζόταν με «καφασωτό» και το υπερώον ήταν ξύλινο κι επίσης «καφασωτό». Υπήρχαν δυο βόρεια και δυο νότια παράθυρα κι ένα ακόμα στην κώχη του ιερού, και 4 θύρες. Ο νάρθηκας ήταν υπόστεγος κι ονομαζόταν «καππα(δ)ότζ'ιν», εκεί δε διδάσκονταν γράμματα οι δόκιμοι μοναχοί από τους γεροντότερους πατέρες, κι αργότερα οι νέοι χωρικοί, ιδίως παιδιά προεστών, από τους ιερείς. Εκεί θάβονταν οι μοναχοί και οι ιερωμένοι του ναού και σ' αυτό βρίσκονταν οι δυο καμπάνες, μια μεγάλη και μια μικρή, καθώς και το σήμαντρο του μοναστηριού. Γύρω από τον ναό υπήρχε αρκετή αυλή, στο νότιο μέρος της οποίας θάβονταν οι λαϊκοί όταν πρωτοϊδρύθηκε γύρω από το μοναστήρι ο πρώτος συνοικισμός. Στην ανατολική πλευρά ήσαν 5 δωμάτια για τους μοναχούς, εκ των οποίων το πρώτο ήταν το συνοδικό που γκρεμίστηκε στα 1886 και στη θέση του χτίστηκε το σχολείο της κοινότητας, «το άριστον της Κύπρου» κατά χαρακτηρισμό του Άγγλου επιθεωρητή Τζόσουα Σπένσερ. Στη νότια πλευρά υπήρχε μαγειρείο και κελλάρι και άλλα δωμάτια στα οποία έμεναν μέχρι το 1900 οι διδάσκαλοι και αργότερα παραθεριστές, και κάτω απ' αυτά υπήρχαν κι άλλα υπόγεια δωμάτια. Στη βόρεια πλευρά βρίσκονταν άλλα 5 δωμάτια με κοινό υπόστεγο, ελιόμυλος και αποθήκες. Όλα τα κτίρια στεγάζονταν με επικλινείς στέγες και αγκιστρωτά κεραμίδια, περικλείονταν δε με τοίχο περιβόλου που είχε είσοδο με καμαρόπορτα, απέναντι από την οποία βρισκόταν το υδραγωγείο του μοναστηριού. Το νερό μεταφερόταν μέχρι εκεί με πήλινες σωλήνες από πηγή που απείχε περί τα 200 μέτρα. Ο περίβολος ήταν κατάφυτος από ροδιές, συκιές, κερασιές, λεύκες κ.ά. ενώ λίγο πιο έξω βρισκόταν ο ληνός με 15 μεγάλα πιθάρια, ένας στάβλος για τα ζώα του μοναστηριού κι ένα δωμάτιο για εκτροφή μεταξοσκώληκα.
Στη βορειοδυτική γωνιά του περιβόλου βρέθηκαν τα ερείπια παλαιών κτισμάτων με σπασμένα πιθάρια κι άλλα αγγεία κι ίσως εκεί ήταν η αρχική κατοικία των πρώτων μοναχών.
Το 1873 ή 1874 ο έξαρχος Κιτίου Μακάριος, που καταγόταν από τον Αγρό, μελέτησε τις τοιχογραφίες του ναού που αργότερα κατεδαφίστηκε, και θεώρησε ότι αυτές ήταν του 14ου αιώνα. Από τα κειμήλια του μοναστηριού που σώθηκαν, το εικονοστάσιο του παλαιού ναού είναι του 1779, επί ηγουμένου Λεοντίου και ιερέως Γερομάρκου. Μερικές φορητές εικόνες, αφιερωμένες από τους πιστούς, είναι του 1720, 1758, 1832, 1855, 1856, 1857, 1862. Ένας σταυρός είναι του 1815, ενώ μερικά χειρόγραφα είναι μεσαιωνικά. Σώθηκε επίσης η εικόνα της Παναγίας Ελεούσας, που φέρει διακόσμηση του 1855 με έξοδα του Παπαπέτρου Οικονόμου και δεν είναι δυνατό να χρονολογηθεί. Μια άλλη εικόνα της Παναγίας Ελεούσας που προέρχεται από τον Αγρό και βρίσκεται στη Λεμύθου, είναι του 1608.
Περιηγητές
Το μοναστήρι του Μεγάλου Αγρού μνημονεύεται και σε κείμενα ξένων επισκεπτών της Κύπρου. ‘Ενας από αυτούς, ο Γάλλος γεωγράφος και ιστοριοδίφης Αντρέ Θεβέτ, που επισκέφθηκε την Κύπρο περί το 1590, γράφει ότι στο νησί ελέγετο ότι ανευρίσκοντο σμαράγδια και διαμάντια «σε ένα βουνό κοντά στο ελληνικό [=ορθόδοξο] μοναστήρι με το όνομα Αγρός» (Agro).
ΒΛΕΠΕ ΛΗΜΜΑ
Εξάλλου και ο Ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι, κατά την δεύτερη περιδιάβασή του στην Κύπρο το 1735, δίνει τη σημαντική πληροφορία ότι το μοναστήρι «κενώθηκε εκείνο το καλοκαίρι», δηλαδή το έτος 1735. Ο Μπάρσκι δεν κάνει λόγο για την ύπαρξη του χωριού Αγρός, όμως αναφέρει μόνο το μοναστήρι «που ήταν κάποτε περίφημο», αλλά πλέον είχε μείνει χωρίς μοναχούς- ενοίκους.