Ρουμανίσιν ή ρωμανίσιν

Image

Σιδερένιος μηχανισμός εσωτερικής ασφαλίσεως της εξώθυρας και γενικά της δίφυλλης θύρας, στο κυπριακό παραδοσιακό αγροτικό σπίτι. Πρόκειται για μεγάλο σιδερένιο σύρτη, που όμως δεν στερεώνεται σε κάποια σταθερή οπή επί του τοίχου ή του παραστάτη. Αντίθετα, ο σιδερένιος αυτός σύρτης, που έχει μήκος συνήθως γύρω στο μισό μέτρο, βρίσκεται στερεωμένος εσωτερικά στο αριστερό φύλλο της θύρας. Στο δεξιό θυρόφυλλο υπάρχουν στερεωμένες δύο έως τρεις σιδερένιες στρογγυλές υποδοχές, στις οποίες ο σύρτης σπρώχνεται και εισέρχεται. Έτσι, η ασφάλιση της θύρας επιτυγχάνεται με την ένωση, διά του ρουμανισιού, των δυο θυρόφυλλων. Επίσης το ένα ή και τα δυο θυρόφυλλα στερεώνονται και με το μαντάλιν, που είναι μοχλός ο οποίος εισέρχεται στο ανώφλι, πάνω από την θύρα, καθώς και με τον σκούντρον στις εξώθυρες (ξωπόρτια). Ο σκούντρος είναι στέρεο σίδερο, εντοιχισμένο στη μια του άκρη, ενώ η άλλη στερεώνεται εσωτερικά στο θυρόφυλλο.

 

Το ρουμανίσιν εχρησιμοποιείτο μόνο σε δίφυλλες θύρες, άρα μόνο σε εξωτερικές θύρες (που άνοιγαν στην αυλή) και σε ξωπόρτια (που άνοιγαν από την αυλή ή το σπίτι στον δρόμο). Πρβλ. και την παροιμία:

 

Έχουν τον της έσσω πόρτας βάδωμαν, της έξω ρουμανίσιν.

 

Η λέξη δίνει κι άλλες παράγωγες, όπως το ρήμα ρουμανίζω (=κλειδώνω), το ρουμάνισμαν (κλείδωμα) κ.α. Πρβλ. και τη γνωστή παροιμία:

 

Βάωσε τζ'αι ρουμάνισε τζ' όποθθεν θέλεις έμπα.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια