Το ερυθρόδανον. Πρόκειται για διάφορα είδη φυτών που είναι ποώδη και πολυετή, τα περισσότερα ιθαγενή των εύκρατων χωρών. Επιστημονική ονομασία: Rubia. Οικογένεια: Ερυθροδανωδών ή Ρουβιδών (Rubiaceae). Στην Κύπρο αυτοφύονται τα ακόλουθα είδη:
1. Rubia tinctorum. Γνωστό στην Κύπρο φυτό και με τις ονομασίες πογιά, αρκοπογιά, φυλλούρα, λιζάριν, αρκολίζαρον. Ερυθρόδανον το βαφικόν. Αναπτύσσεται σε ύψος μέχρι το ένα μέτρο περίπου, βλαστά δε από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι και σε υψόμετρο 915 μέτρων περίπου. Απαντάται σε πολλά μέρη της Κύπρου, ιδίως όμως στις περιοχές Πάφου, Καλαβασού, Παραλιμνίου, Σαλαμίνος και Μόρφου-Συριανοχωρίου. Ανθίζει μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου. Αυτού κυρίως του είδους η ρίζα είναι βαφική, ιδιότητα γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Στο είδος αυτό αναφέρονται αρχαίοι συγγραφείς που το ονομάζουν ἐρυθρόδανον (Διοσκουρίδης) και ἐρευθέδανον (Ηρόδοτος).
2. Rubia tenuifolia. Αναπτύσσεται κι αυτό σε ύψος περί το ένα μέτρο κι αυτοφύεται κυρίως σε πετρώδεις εκτάσεις και σε πλαγιές, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι και σε υψόμετρο 1.525 περίπου μέτρων. Ανθίζει μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου.
3. Rubia laurae. Ενδημικό είδος της Κύπρου, αυτοφύεται σε πετρώδεις εκτάσεις και σε πευκόφυτες περιοχές, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι και σε υψόμετρο 1.220 μέτρων περίπου. Ανθίζει μεταξύ Μαΐου και Αυγούστου κι απαντάται κυρίως στις περιοχές Σταυρού της Ψώκας, Πλατρών, Λουβαρά και στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου.
Ο Π. Γεννάδιος (Φυτολογικόν Λεξικόν, Α', 1959, σ. 289), αναφέρει ένα ακόμη είδος που αυτοφύεται στην Κύπρο, το είδος Rubia lucida, πιθανώς το αναφερόμενο ἐρευθέδανον του Θεοφράστου, γνωστό στην Κύπρο με την ονομασία τραγανίδιν ή και τραανίδιν (το).
Το ριζάριν, ιδίως δε το είδος Rubia tinctorum, εχρησιμοποιείτο από τα αρχαία χρόνια ως πρώτη ύλη για την κατασκευή κόκκινης βαφής, επειδή η ρίζα του είναι πλούσια σε χρωστική ουσία που λέγεται αλιζαρίνη. Από τα αρχαία χρόνια εσπείρετο κιόλας, διά τό γίνεσθαι ἐκ τούτου πλείστην πρόσοδον όπως μαρτυρεί ο Διοσκουρίδης. Η καλλιέργειά του, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο και σε άλλες χώρες, ιδίως της Ανατολής, συνεχιζόταν μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα ή και τις αρχές του 20ού. Εγκαταλείφθηκε η εκμετάλλευση του φυτού όταν άρχισε η χρησιμοποίηση χημικών χρωμάτων.
Το ριζάριν πολλαπλασιάζεται εύκολα με σπορά, γι' αυτό και το έσπερναν κατά τον Μάρτιο ή αρχές του Απριλίου. Θεριζόταν κατά τον Σεπτέμβριο, οπότε τα στελέχη του χρησιμοποιούνταν ως ζωοτροφή. Το ρίζωμα του φυτού παρέμενε στο έδαφος, και κάθε τόσο του γίνονταν επικαλύψεις με περισσότερο χώμα. Η συγκομιδή των ριζών (που αναπτύσσονταν περισσότερο εξ αιτίας των επικαλύψεων) γινόταν συνήθως τον Οκτώβριο του τρίτου χρόνου. Αφού μαζεύονταν, απλώνονταν, χωρίς να πλυθούν, για αποξήρανση. Στη συνέχεια από τις ρίζες αυτές παραγόταν η βαφική ουσία, που εχρησιμοποιείτο για βαφή κυρίως των βαμβακερών νημάτων και υφασμάτων.
Βλέπε λήμμα: Βαφική τέχνη
Σε παλαιότερες εποχές η Κύπρος παρήγε ριζάριν, που ήταν ένα από τα εξαγωγικά είδη του νησιού, μάλιστα από τα κύρια κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας όπως και πιο πριν. Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός (1788) αναφέρει το ριζάριν ως καλλιεργούμενο τότε κυρίως στις πεδιάδες της Αμμοχώστου. Αλλά κι ο Alexander Drummond (1750) αναφέρει το αλιζάριν μεταξύ των βασικών εξαγωγικών ειδών της Κύπρου, γράφοντας ότι την εποχή εκείνη η παραγωγή του ήταν γύρω στους 250 τόνους που εξάγονταν κυρίως στη Γαλλία.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια