Bρετανός κυβερνήτης της Κύπρου από τις 4 Αυγούστου 1949 μέχρι τα μέσα του 1954. Στο αξίωμα του κυβερνήτη της Κύπρου αντικατέστησε τον λόρδο Γουίνστερ στις 10 Μαϊου 1949, ενώ του ιδίου του Ράιτ διάδοχος υπήρξε ο σερ Pόμπερτ Άρμιτεϊτζ.
Γεννημένος το 1895, ο Άντριου Ράιτ είχε πάρει μέρος στους δυο Παγκοσμίους πολέμους, μάλιστα στον δεύτερο είχε υπηρετήσει στη Μέση Ανατολή με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Πριν διοριστεί κυβερνήτης της Κύπρου είχε υπηρετήσει για χρόνια στο νησί κι ήταν πολύ καλά γνωστός στους Κυπρίους. Στην Κύπρο είχε έλθει για πρώτη φορά το 1922, ως βοηθός αποικιακός γραμματέας. Το 1930 προήχθη σε πρώτο βοηθό αποικιακό γραμματέα. Υπηρετούσε στο νησί κατά τη διάρκεια του ξεσηκωμού του Οκτώβριο του 1931 και κατά τα επόμενα δύσκολα χρόνια της περιόδου της Παλμεροκρατίας, κατά την οποία οι Άγγλοι είχαν επιβάλει στην Κύπρο ένα στυγνό δικτατορικό καθεστώς. Το 1937 προήχθη σε αποικιακό γραμματέα. Επίσης, για μια σύντομη περίοδο κατά το 1938-39, υπηρέτησε και ως προσωρινός κυβερνήτης της Κύπρου. Το 1939 έφυγε από την Κύπρο για να πάρει μέρος στον πόλεμο. Μετά το τέλος του πολέμου υπηρέτησε για σύντομο χρονικό διάστημα στο Τρίνιταντ, ενώ το 1947 διορίστηκε κυβερνήτης της Γαμβίας (Δυτική Αφρική).
Δυο χρόνια αργότερα, το 1949, διορίστηκε ξανά στην Κύπρο, αυτή τη φορά ως κυβερνήτης του νησιού. Η εκλογή του ως κυβερνήτη της Κύπρου είχε, πιθανότατα, σχέση με το γεγονός ότι ήταν καλός γνώστης των πραγμάτων στο νησί λόγω της μακρόχρονης προϋπηρεσίας του σ' αυτό, αφού ο διάδοχος του παραιτηθέντος κυβερνήτη λόρδου Γουίνστερ θα είχε να αντιμετωπίσει μια πολύπλοκη κατάσταση. Συγκεκριμένα ο λόρδος Γουίνστερ είχε διοριστεί στην Κύπρο με σκοπό να προωθήσει τη νέα πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας έναντι των αποικιών της, μέσα στο καινούργιο πνεύμα «φιλελευθερισμού» της περιόδου μετά το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Οι προσπάθειες του λόρδου Γουίνστερ να προωθήσει στην Κύπρο ένα πιο φιλελεύθερο σύνταγμα αντιμετωπίστηκαν με ψυχρότητα, ακόμη κι εχθρότητα, από τη Δεξιά και την εθναρχούσα Εκκλησία. Μετά την αποτυχία και της διασκεπτικής συνέλευσης που είχε οργανώσει ο λόρδος Γουίνστερ με συμμετοχή της ελληνοκυπριακής Αριστεράς και των Τουρκοκυπρίων, ο κυβερνήτης παραιτήθηκε. Η αποτυχία του λόρδου Γουίνστερ για πολιτική ρύθμιση του προβλήματος της Κύπρου, στο πλαίσιο των επιδιώξεων της Μεγάλης Βρετανίας, συνοδεύθηκε κι από κοινωνική και οικονομική αναταραχή και μεγάλους απεργιακούς αγώνες.
Έτσι ο αντικαταστάτης του λόρδου Γουίνστερ, θα είχε να αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα στην Κύπρο. Ηδη πριν ακόμη φθάσει στην Κύπρο ο Άντριου Ράιτ, η εθναρχούσα Εκκλησία αντέδρασε πολύ ψυχρά στην είδηση του διορισμού του και με εγκύκλιο προς τον λαό (4 Ιουνίου 1949) ανακοίνωνε ότι δεν θα υπήρχε συνεργασία και οι μόνες επαφές που έπρεπε να γίνονται με τους κυρίαρχους θα ήταν καθαρά υπηρεσιακές. Από την πλευρά της η Μεγάλη Βρετανία, μαζί με τον διορισμό του Ράιτ, ανήγγειλε επίσης ότι το ζήτημα της συνταγματικής ρυθμίσεως του Κυπριακού παρέμενε ανοικτό. Οι Ελληνοκύπριοι, εμμένοντας στην αξίωσή τους για άμεση ένωση του νησιού με την Ελλάδα, κάλεσαν τον νέο κυβερνήτη να μη προσπαθήσει να κάνει προσφορά συντάγματος κι άλλων «ελευθεριών». Η Αριστερά, από την οποία είχαν ξεκινήσει λίγο πιο πριν οι μεγάλοι απεργιακοί αγώνες, οργάνωσε μεγάλο συλλαλητήριο «για ψωμί και για λευτεριά» στις 4 Αυγούστου 1949, ημέρα άφιξης του νέου κυβερνήτη στην Κύπρο. Στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, όπου έφθασε, τον υποδέχθηκαν μόνο υπηρεσιακοί παράγοντες. Στο κυβερνείο, όπου πήγε για να ορκιστεί και ν' αναλάβει τα καθήκοντά του, τον ανέμενε πλήθος τηλεγραφημάτων που ζητούσαν την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Επί κυβερνητείας του σερ Άντριου Ράιτ συνέβησαν στην Κύπρο διάφορα σοβαρά γεγονότα. Κατ' αρχήν υφίστατο η διάσταση και διάσπαση του μετώπου των Ελλήνων Κυπρίων που, βασικά, εκφραζόταν από τη Δεξιά (Εθναρχούσα Εκκλησία, Κυπριακόν Εθνικόν Κόμμα) κι από την Αριστερά (ΑΚΕΛ). Αν και το ΑΚΕΛ, μετά τη διασκεπτική του 1948, είχε αλλάξει γραμμή και τασσόταν υπέρ της αμέσου ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα, ευθυγραμμιζόμενο δηλαδή (αλλά με άλλα κίνητρα) με το πάγιο αίτημα της Εκκλησίας και γενικότερα της Δεξιάς, συνεργασία δεν υπήρξε. Όταν δε το ΑΚΕΛ προκήρυξε, μέσα στο 1949, ενωτικό δημοψήφισμα, έσπευσε να πράξει το ίδιο και η Εκκλησία. Τότε το ΑΚΕΛ απέσυρε τη δική του διοργάνωση, υποστηρίζοντας το ενωτικό δημοψήφισμα της Εκκλησίας, που έγινε τον Ιανουάριο του 1950.
Μέσα στον ίδιο χρόνο (1950) πέθανε ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Β' κι εξελέγη ως νέος αρχιεπίσκοπος και εθνάρχης ο Μακάριος Γ'(μετέπειτα πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας).
Το δημοψήφισμα του Ιανουαρίου του 1950 διεξήχθη με την ευθύνη της Εθναρχίας, ύστερα από άρνηση του κυβερνήτη να διεξαχθεί τούτο από την ίδια την αποικιακή κυβέρνηση. Συγκεκριμένα με επιστολή του στον σερ Άντριου Ράιτ, ημερομηνίας 12 Δεκεμβρίου 1949, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β' πρότεινε να διεξαγάγει το δημοψήφισμα η κυβέρνηση, σε ημερομηνία που θα καθοριζόταν και με μοναδικό όρο την εξασφάλιση αμεροληψίας. Ο Άντριου Ράιτ απάντησε γραπτώς στις 17 Δεκεμβρίου 1949, απορρίπτοντας την εισήγηση, αφού το προτεινόμενο δημοψήφισμα αφορούσε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ένα θέμα που οι Βρετανοί θεωρούσαν «κλειστό» κι ως μη υφιστάμενο. Απαντώντας στον Ράιτ ο Μακάριος Β', στις 21 Δεκεμβρίου 1949, τόνιζε ότι τότε μόνο θα έκλεινε το θέμα, όταν η Κύπρος ενωνόταν με την Ελλάδα.
Την εποχή αυτή άρχισαν να εφαρμόζονται και πάλι κάποια καταπιεστικά μέτρα και περιορισμοί στην Κύπρο. Μεταξύ άλλων τα μέτρα στράφηκαν και κατά Ελλαδιτών που διέμεναν στην Κύπρο κι είχαν ανάμειξη στα κοινά, με πρώτο θύμα τον δημοσιογράφο και διευθυντή της εφημερίδας Έθνος Παντελή Γ. Μπίστη, που απελάθηκε στις αρχές του Ιανουαρίου του 1950. Ταυτόχρονα ο Ράιτ πήρε κι άλλα μέτρα προς αποθάρρυνση του κοινού κατά το δημοψήφισμα της 15 Ιανουαρίου 1950, ιδίως εκβιάζοντας τους δημοσίους υπαλλήλους και τους δασκάλους. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες του κυβερνήτη, τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος ήταν εκείνα που ανέμενε κι επεδίωκε η Εθναρχία. Ταυτόχρονα (20 Ιανουαρίου 1950) ο κυβερνήτης εξόρισε τον αγωνιστή γενικό γραμματέα της ΠΕΚ Σωκράτη Λοϊζίδη, που αναχώρησε από το νησί στις 3 Φεβρουαρίου 1950.
Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος ανακοίνωσε επίσημα στον κυβερνήτη Ράιτ με επιστολή του ο Μακάριος Β' (4 Φεβρουαρίου 1950), καλώντας τον ταυτόχρονα ν' αποδεχθεί τη θέληση του λαού για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ο κυβερνήτης απάντησε στον αρχιεπίσκοπο στις 22 Φεβρουαρίου 1950, επαναλαμβάνοντας τις αγγλικές θέσεις κι αποκρούοντας τις κατηγορίες ότι είχε ασκήσει πιέσεις στους δημοσίους υπαλλήλους για να μη ψηφίσουν. Στο μεταξύ ο κυβερνήτης, σε μια προσπάθειά του να πλησιάσει τον λαό της Κύπρου, εξετέλεσε διάφορες περιοδείες σε πόλεις και σε πολλά χωριά και τέλεσε τα εγκαίνια διαφόρων έργων. Επίσης απένειμε μετάλλια και διακρίσεις σε πολλούς Κυπρίους, Έλληνες και Τούρκους, κυρίως δημοσίους υπαλλήλους, αστυνομικούς, κοινοτάρχες κι άλλους παράγοντες. Η απονομή τέτοιων μεταλλίων συνεχίστηκε και κατά το 1951 και το 1952.
Μεταξύ των έργων που έγιναν επί κυβερνητείας Ράιτ ήταν η ίδρυση ραδιοφωνικής υπηρεσίας που εγκαινιάστηκε το 1953 παρουσία του κυβερνήτη (βλέπε λήμμα Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου).
Η εκλογή, ως νέου αρχιεπισκόπου Κύπρου, του Μακαρίου Γ', το 1950, σήμαινε την τήρηση της ίδιας σκληρής κι αδιάλλακτης στάσης έναντι του κυβερνήτη και των Βρετανών γενικά. Άρχισε τότε η μεγάλη προσπάθεια διεθνοποίησης του Κυπριακού και η προσπάθεια τοποθέτησής του ενώπιον του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Επίσης, επί κυβερνητείας του σερ Άντριου Ράιτ, άρχισε να οργανώνεται από τον Μακάριο η νεολαία (ίδρυση της ΠΕΟΝ) κι άρχισαν οι προετοιμασίες και έγιναν οι πρώτες ενέργειες προς την κατεύθυνση του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα που, όπως είναι γνωστό, άρχισε τον Απρίλιο του 1955, επί κυβερνητείας του διαδόχου του σερ Άντριου Ράιτ, κυβερνήτη σερ Ρόμπερτ Άρμιτεϊτζ.
Τέλος, αναφέρουμε ότι επί κυβερνητείας του σερ Άντριου Ράιτ συνέβησαν οι καταστροφικοί σεισμοί του 1953 που έπληξαν την επαρχία Πάφου.