Αγρός- Agros. Χωριό της επαρχίας Λεμεσού, στην περιφέρεια της Πιτσιλιάς, 1.000 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα της κορυφογραμμής Αδελφοί - Παπούτσα, 11 περίπου χμ. στα ανατολικά του Καρβουνά.
Στο τοπίο δεσπόζουν οι γάββροι και οι διαβάσες, πολλές φορές γυμνοί χωρίς επιφανειακό έδαφος, εξαιτίας της διάβρωσης. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν πυριτιούχα ανώριμα εδάφη, που εκτός από λίγες περιπτώσεις κατά μήκος των κοιλάδων, αποτελούνται από θρυμματισμένα πετρώματα οφειλόμενα σε μηχανική αποσάθρωση. Το τοπίο του Αγρού είναι αρκετά διαμελισμένο από το ποτάμιο σύστημα του Λιμνάτη. Το υψόμετρο πέφτει αισθητά από τα βόρεια του χωριού, όπου βρίσκεται η κορυφογραμμή (1.420 μ.), μέχρι τα ακραία νότια διοικητικά του όρια (περίπου 800 μ.). Το τοπίο γενικά είναι ορεινό με βαθιές στενές κοιλάδες κι απότομες βουνοπλαγιές, που σε μερικές περιπτώσεις είναι ορθοπλαγιές. Παρά την κλίση, από τα πολύ παλιά χρόνια, κατασκευάστηκαν αναβαθμίδες με τοπικό πέτρωμα για τη συγκράτηση του εδάφους και της υγρασίας. Η κατασκευή μπόλικων αναβαθμίδων, σύμφωνα με τις ισοϋψείς, η κατασκευή αγροτικών δρόμων σύμφωνα με το ανάγλυφο, η προστασία από τους ανέμους και η παρουσία έστω και περιορισμένης ποσότητας αρδεύσιμου νερού, βοήθησαν την ανάπτυξη κυρίως των οπωροφόρων, των λαχανικών, των αμπελιών (ιδιαίτερα των οινοποιήσιμων), της αμυγδαλιάς, των πατατών (ανοιξιάτικης και χειμερινής εσοδείας), των καρότων και σε μικρότερο βαθμό ποικίλων άλλων καλλιεργειών. Στο χωριό καλλιεργούνται επίσης οι ελιές, τα όσπρια, τα νομευτικά φυτά και λίγα εσπεριδοειδή.
Καλλιέργεια τριανταφυλλιάς
Αξιοσημείωτη είναι και η καλλιέργεια της τριανταφυλλιάς στον Αγρό, παρά το σχετικά ορεινό ανάγλυφο που κυρίως οφείλεται στις κλιματολογικές συνθήκες, ιδιαίτερα την προστασία της περιοχής από σφοδρούς ανέμους. Καλλιεργείται η ροδή η δαμασκηνή, που λέγεται και ορείτικη ή μυρωδάτη. Δεν υπάρχουν πουθενά στον Αγρό συμπαγείς ροδώνες, αλλά σκορπισμένοι θάμνοι στις άκρες των αμπελιών και των οπωρώνων. Υπολογίζεται πως κάθε φυτό δίνει 2-3 οκ. τριαντάφυλλα. Μια οκά τριαντάφυλλα δίνει δυο περίπου οκάδες ροδόσταγμα. Η απόσταξη γίνεται στο εργοστάσιο Αγρού. Η διεργασία της απόσταξης γίνεται σε 24ωρη βάση και διαρκεί 20 περίπου μέρες. Η πρώτη προσπάθεια καλλιέργειας της τριανταφυλλιάς στον Αγρό έγινε το 1918. Το 1961 ιδρύθηκε στο χωριό η Συνεργατική Εταιρεία Τριανταφυλλοπαραγωγών, που έχει στα χέρια της την εμπορία του ροδοστάγματος. Η απόσταξη και εμφιάλωση του ροδοστάγματος βελτιώνεται συνεχώς με την υιοθέτηση σύγχρονων τεχνολογικών μέσων επεξεργασίας.
Η μέση ετήσια βροχόπτωση στον Αγρό κυμαίνεται γύρω στα 745 χιλιοστόμετρα. Η μέση ημερήσια θερμοκρασία του Ιουλίου είναι 25,3°Κ και η μεγίστη 30,1° Κ. Τον Ιανουάριο η μεγίστη είναι 5,4° Κ και η ελαχίστη 2,4°Κ. Ο μέσος αριθμός ημερών με παγετό είναι 15,7 τον Ιανουάριο, 7,7 τον Φεβρουάριο, 6,5 τον Μάρτιο, 4,7 τον Δεκέμβριο.
Πέρα από τη σχετικά ψηλή βροχόπτωση που δέχεται η περιοχή, στον Αγρό κατασκευάστηκε το 1964 ένα χωμάτινο φράγμα χωρητικότητας 99.000 κυβικών μέτρων νερού για την άρδευση κάπου 300 σκαλών γης με οπωροφόρα. Οι αρδευόμενες εκτάσεις στον Αγρό αφορούν κυρίως οπωροφόρα δέντρα, που όπως εκτείνονται κατά μήκος των στενών κοιλάδων, δίνουν χρώμα στο τοπίο, ιδιαίτερα το καλοκαίρι. Τα κυριότερα φυλλοβόλα δέντρα είναι: μηλιές, ροδακινιές, κυδωνιές, κερασιές, φουντουκιές, καρυδιές, αχλαδιές, ροδιές, συκιές, δαμασκηνιές και λίγες βερυκοκιές.
Καλλιέργεια αμπελιών
Η κυριότερη ποικιλία αμπελιών που καλλιεργείται στον Αγρό είναι η ντόπια μαύρη. Η καλλιέργεια του αμπελιού επιτυγχάνεται χάρη στις αναβαθμίδες, αφού, άλλωστε, πολύ λίγα είναι τα ισιώματα του χωριού. Κρασί παράγεται κυρίως από το μαύρο σταφύλι. Είναι πολλές οι οικογένειες που εξακολουθούν να παράγουν το δικό τους κρασί και τη δική τους ζιβανία. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής πωλείται. Πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι και η κατασκευή δομών από τοπικό κυρίως γάββρο για τη συγκράτηση του εδάφους. Μερικές δόμες έχουν πλάτος ένα σχεδόν μέτρο. Λίγες πολύ παλιές δόμες, που η ηλικία τους δεν καθορίστηκε ακόμα, είναι περιβλημένες με σύγχρονες δόμες, ή δόμες του περασμένου αιώνα. Στο χωριό υπάρχει κι ένας μεγάλος αριθμός αμυγδαλιών που κυρίως φυτρώνουν στις άκρες των αμπελιών. Εκεί, όμως, που οι εκτάσεις παραμένουν ακαλλιέργητες, φυτρώνει το γνωστό ρούδι, που πωλείται στην κατάλληλη εποχή και συμβάλλει κάπως στην αύξηση του αγροτικού εισοδήματος. Άλλη φυσική βλάστηση είναι τα λίγα σκόρπια πεύκα, η βαλανιδιά, η τρεμιθιά, ο λάδανος, το θυμάρι και μια τεράστια άλλη ποικιλία άγριων θάμνων. Οι λίγες βαλανιδιές και τα σκόρπια πεύκα, που επιζούν στις πλαγιές, είναι μάρτυρες της αρχικής φυσικής βλάστησης, που σταδιακά αποκόπηκε για να φυτευτούν αμπέλια κι άλλες καλλιέργειες.
Η κτηνοτροφία στον Αγρό, όπως σε πολλά άλλα χωριά της Πιτσιλιάς, είναι περιορισμένη.
Από βιομηχανικής σκοπιάς, εκτός από την απόσταξη του ροδοστάγματος, υπάρχει εργοστάσιο ραπτικής παιδικών φορεμάτων. Η αλλαντοποιία (λουκάνικα, χοιρομέρια) είναι ανεπτυγμένη πάνω σε παραδοσιακή βάση. Τη λειτουργία του άρχισε στο χωριό κι ένα εργοστάσιο εμφιάλωσης επιτραπέζιου νερού.
Το χωριό συνδέεται μέσω Παλαιχωριού, στα ΒΑ., με τη Λευκωσία, ενώ αργότερα κατασκευάστηκε καινούργιος δρόμος Λευκωσίας - Αγρού. Με τη Λεμεσό συνδέεται μέσω Καλού Χωριού, στα νότια. Μέσω Κυπερούντας ενώνεται με το Τρόοδος, τη Σολιά και την περιοχή Μόρφου.
Ο πληθυσμός του Αγρού σημείωσε μια ανοδική ανάπτυξη από το 1881 μέχρι το 1946. Ο πληθυσμός έπεσε το 1960 και το 1973. Αρκετοί εκτοπισμένοι κατέφυγαν μετά την εισβολή στον Αγρό και αύξησαν για μικρό χρονικό διάστημα τον πληθυσμό, χωρίς όμως να κρατηθούν στο χωριό μετά το 1976. Μέχρι το Σεπτέμβριο του 1976 βρίσκονταν στον Αγρό 236 εκτοπισμένοι, κυρίως από την περιοχή Μόρφου, την Κερύνεια, την Αμμόχωστο, την Κυθρέα και τη Μεσαορία. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | 488 |
1891 | 632 |
1901 | 714 |
1911 | 849 |
1921 | 953 |
1931 | 966 |
1946 | 1.500 |
1960 | 1.477 |
1973 | 1.256 |
1976 | 1.310 |
1982 | 902 |
1992 | 764 |
2001 | 837 |
2011 | 806 |
2021 | 844 |
Ο σημερινός οικισμός του Αγρού δεν είναι συμπαγής. Σκαρφαλωμένος σε μια επικλινή πλαγιά, αμφιθεατρικά τοποθετημένος, διακόπτεται από τις κοιλάδες των μικρών ρυακιών. Στο βόρειο τμήμα του οικισμού δεσπόζουν τ' αμπέλια, ενώ στο νότιο και κατά μήκος των μικρών στενών κοιλάδων καλλιεργούνται τα λαχανικά και τα οπωροφόρα.
Το χωριό είναι ακριβώς χτισμένο στη συμβολή αρκετών ρυακιών, που το καθένα μεταφέρει το λιγοστό νερό του. Οι κληματαριές στις αυλές είναι πληθωρικές. Πολλές φορές σκόπιμα αφήνονται να ψηλώσουν, για να δώσουν σκιά στις βεράντες του ανωγιού. Ούτε και το εισόδημα από τις κληματαριές αυτές είναι ευκαταφρόνητο. Μια και ο οικισμός είναι τοποθετημένος σε ένα βουνίσιο τραχύ ανάγλυφο, είναι επόμενο πως εδώ θα συναντήσεις στενούς μαιανδρικούς δρόμους, που μερικοί είναι λιθόστρωτοι με τοπικό πέτρωμα. Σε πολλά σπίτια είναι αισθητή η παρουσία του τοπικού πετρώματος, ιδιαίτερα του γάββρου, αν και το κλασσικότερο παράδειγμα το παρέχει το Απεήτειο Γυμνάσιο. Η ανατολική πτέρυγα του Γυμνασίου είναι χτισμένη με το πέτρωμα αυτό, που εμφανίζεται σαν όμορφο μωσαϊκό, ιδιαίτερα μετά τις αποχρώσεις που πήρε.
Ο Αγρός διαθέτει αρκετές αστικές λειτουργίες, όμως η ατμόσφαιρα είναι καθαρά αγροτική. Στον Αγρό υπάρχουν γυμνάσιο, νοσοκομείο, επαρχιακά γραφεία διαφόρων κυβερνητικών τμημάτων, μερικά ξενοδοχεία και σημαντικές άλλες αστικές λειτουργίες. Μέσα στα πλαίσια του σχεδίου ενιαίας αγροτικής ανάπτυξης Πιτσιλιάς ιδρύθηκε στον Αγρό Κέντρο Γεωργικής Εκπαίδευσης (ΚΕ.Γ.Ε). Το χωριό έχει ευεργετηθεί επίσης από το Σχέδιο Ενιαίας Αγροτικής Αναπτύξεως Πιτσιλιάς με την επέκταση του υγειονομικού κέντρου, την κατασκευή αναβαθμίδων, τη βελτίωση και κατασκευή αγροτικών δρόμων.
Το χωριό Αγρός θεωρείται ο διάδοχος οικισμός όλων των γύρω συνοικισμών, που εξαφανίστηκαν σε διάφορες ιστορικές περιόδους και για διάφορους λόγους. Κατά το Νέαρχο Κληρίδη, που κατάγεται από τον Αγρό, το χωριό πήρε το όνομα από το όνομα του μοναστηριού που αρχικά ονομαζόταν μονή του Μεγάλου Αγρού, και που προϋπήρχε του χωριού. (Κληρίδη Ν., «Συμβολή στην Ιστορία της Πιτσιλιάς. Η μονή του Μεγάλου Αγρού», Λευκωσία, 1948).
Βλέπε λήμμα: Μοναστήρι Μεγάλου Αγρού
Τη θέση του παλαιού μοναστηριού πήρε ο σημερινός ναός της Παναγίας, που είναι αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου. Ο ναός του μοναστηριού του Μεγάλου Αγρού σωζόταν ακέραιος μέχρι το 1894. Τμήματα του παλαιού εικονοστάσιου καθώς και μερικές φορητές εικόνες σώζονται σήμερα στον καινούργιο ναό του Αγρού. Για την οικοδόμηση του καινούργιου ναού, που ο θόλος του ξεπερνά σε ύψος το γοητευτικό καμπαναριό της εκκλησίας, εργάστηκαν οικειοθελώς αρκετοί κάτοικοι του Αγρού, μεταφέροντας οι ίδιοι το οικοδομικό υλικό από μακρινές αποστάσεις. Οι άσπρες ασβεστολιθικές γωνιακές πέτρες μεταφέρθηκαν από την Αγία Φύλαξη, ενώ ο ασβέστης μεταφέρθηκε από την Κυθρέα, αφού η επιτροπή αγόρασε δικές της καμήλες κι αφού οι ίδιοι οι κάτοικοι διόρθωσαν το δρόμο μεταξύ Αγρού και Παλαιχωριού. Έτσι η ευρύχωρη, τρίκλιτη εκκλησία με το εντυπωσιακό ξυλόγλυπτό της τέμπλο και τις πρωτότυπες γοητευτικές της φορητές εικόνες, που προστέθηκαν μεταγενέστερα, συμπληρώθηκε σε 14 χρόνια (1894-1908). Στο σημερινό ναό σώζεται ένα ξύλινο κιβώτιο, μέσα στο οποίο βρίσκονται τα οστά των πρώτων μοναχών.
Μια άλλη εκκλησία, του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, μεγάλων διαστάσεων, χτίσμα του 1760, βρίσκεται στον Αγρό, χωρίς όμως τοιχογραφίες. Η αρχιτεκτονική της προσελκύει αρκετό ενδιαφέρον.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η Βρύση του Κάουρα, που το νερό της βγαίνει μέσα από τα σπλάχνα του γάββρου από δυο χοντρούς σωλήνες. Η Βρύση του Κάουρα, που χτίστηκε το 1938 στα θεμέλια παλαιότερης βρύσης, προσφέρει πολύ δροσερό, αν όχι παγωμένο νερό, κι αυτούς ακόμα τους καλοκαιρινούς μήνες.
Το καλοκαίρι αρκετοί Κύπριοι ενοικιάζουν σπίτια ή μένουν στα ξενοδοχεία που διαθέτει το χωριό. Επίσης κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, όπως και κατά τις περιόδους εορτών και αργιών, παρατηρείται επιστροφή στον Αγρό αρκετών κατοίκων του που ζουν μόνιμα στις πόλεις ή και στο εξωτερικό.
Ιστορικά στοιχεία
Ο Αγρός πήρε τ' όνομά του από το μοναστήρι του Μεγάλου Αγρού που υπήρχε εκεί. Ωστόσο, η ονομασία Αγρός σήμαινε μεγάλο κτήμα που παραχωρήθηκε με αυτοκρατορική εντολή, σε αντίθεση με τις ονομασίες Αγρίδιν, Αγριδάκι κλπ. που σήμαιναν μικρό κτήμα.
Σε παλιούς χάρτες το χωριό είναι σημειωμένο ως Agra.
Στα χρόνια της Φραγκοκρατίας υπήρχαν άλλα δυο χωριά με το όνομα Αγρός. Βρίσκονταν και τα δυο στη Μαραθάσα.
Για τον Αγρό δες λεπτομέρειες στο βιβλίο του Ιωάννη Π. Χατζηπετρή «Αγρός, η Εφτάλοφη της Πιτσιλιάς», Λευκωσία, 2005, όπου και παλαιότερη βιβλιογραφία.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια