Κύπριος ιεράρχης, επίσκοπος Κερύνειας από τον Απρίλιο του 1994. Γεννήθηκε στη Λάρνακα την 21η Νοεμβρίου του 1945. Αποφοίτησε από την Αγγλική Σχολή Λευκωσίας και στη συνέχεια από το Παγκύπριο Γυμνάσιο. Ακολούθως υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στην Εθνική Φρουρά και κατόπιν πήγε στην Αθήνα. Φοίτησε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ως υπότροφος της Εκκλησίας της Ελλάδος, και ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1972.
Επιστρέφοντας στην Κύπρο, υπηρέτησε ως λαϊκός ιεροκήρυκας και καθηγητής της Αρχιεπισκοπής, ως καθηγητής στην Ιερατική Σχολή «Απόστολος Βαρνάβας» και ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση. Το 1977 κέρδισε υποτροφία από το Ιδρυμα Κρατικών Υποτροφιών Ελλάδος και παρακολούθησε 3ετείς μεταπτυχιακές σπουδές στην ιστορία και τη θεολογία της λατρείας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Στο ίδιο Πανεπιστήμιο υπέβαλε τη διατριβή: «The Eucharistic Theology of Nicholas Cabasilas» (=«H Ευχαριστιακή Θεολογία του Νικολάου Καβάσιλα») και το 1985 αναγορεύθηκε σε διδάκτορα.
Στο μεταξύ, από το 1980 εισήλθε στις τάξεις του κλήρου και χειροτονήθηκε διάκονος. Στις 4 Οκτωβρίου 1981 χειροτονήθηκε σε πρεσβύτερο και προεχειρίσθη σε αρχιμανδρίτη. Διορίστηκε τότε ως προϊστάμενος του ναού του Αποστόλου Βαρνάβα στη Δασούπολη. Στις 23 Οκτωβρίου 1988 προεχειρίσθη και ενθρονίστηκε ως ηγούμενος του μοναστηριού της Παναγίας του Μαχαιρά. Λίγο αργότερα, ηγήθηκε της αποστολής της Εκκλησίας που, μαζί με την Πολιτεία, διεξήγαγε αγώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες προς ανάκτηση των (εναπομεινάντων) περίφημων ψηφιδωτών της εκκλησίας της Παναγίας Κανακαρίας στην Καρπασία. Όπως είναι γνωστό, τα ψηφιδωτά που σώζονταν στον ναό εκείνο (του 6ου αιώνα) είχαν αποκολληθεί και πωληθεί στην Ευρώπη από Τούρκους αρχαιοκάπηλους. Αγοράστηκαν από έμπορο έργων τέχνης στις Η.Π.Α. και μεταφέρθηκαν εκεί, ύστερα δε από συντονισμένες προσπάθειες της Εκκλησίας και της Πολιτείας, και τη διεξαγωγή δίκης στις Η.Π.Α., που συγκέντρωσε το διεθνές ενδιαφέρον, τα ψηφιδωτά κερδήθηκαν από την Εκκλησία της Κύπρου, η οποία και αναγνωρίστηκε από την αμερικανική δικαιοσύνη ως ο νόμιμος ιδιοκτήτης τους, και επεστράφησαν στην Κύπρο.
Ως ηγούμενος του μοναστηριού της Παναγίας του Μαχαιρά, ο Παύλος υπηρέτησε μέχρι και τα τέλη του 1993. Στις 4 Νοεμβρίου του 1993 ανέλαβε καθήκοντα πρωτοσυγκέλλου της μητρόπολης Κερύνειας, η οποία από το 1974 εδρεύει στην προσφυγιά.
Στις 28 Ιανουαρίου 1994 πέθανε ο επίσκοπος Κερύνειας Γρηγόριος και στις 5 Απριλίου του ιδίου χρόνου εξελέγη ως διάδοχός του ο Παύλος. Η χειροτονία του ως επισκόπου Κερύνειας έγινε στις 10 Απριλίου 1994.
Ο Παύλος εκπροσώπησε την Εκκλησία της Κύπρου σε διάφορα διεκκλησιαστικά συνέδρια, τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό.
Ο πλήρης εκκλησιαστικός του τίτλος είναι: μητροπολίτης Κυρηνείας και υπέρτιμος και έξαρχος Λαπήθου και Καραβά. Λόγω του ότι, από το 1974, υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή ευρίσκεται ολόκληρη η επαρχία της Κερύνειας, προσωρινή εκκλησιαστική της έδρα είναι η Λευκωσία.
Το 1996, μετά τον θάνατο του επισκόπου Μόρφου Χρύσανθου (πέθανε την 21η Ιανουαρίου 1996), δημιουργήθηκε οξεία κρίση ως προς το ζήτημα της εκλογής νέου επισκόπου: οι κάτοικοι της εκκλησιαστικής περιφέρειας Μόρφου ευνοούσαν την εκλογή του αρχιμανδρίτη Παγκρατίου Μερακλή, τον οποίο όμως δεν θεωρούσε κατάλληλο για το αξίωμα του επισκόπου ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος. Η σύγκρουση μεταξύ λαού της Μόρφου και αρχιεπισκόπου πήρε τεράστιες διαστάσεις και έγιναν, μεταξύ άλλων, μαχητικές διαδηλώσεις έξω από την Αρχιεπισκοπή, δημιουργήθηκε δε σοβαρότατη κρίση. Στο πλαίσιο συντονισμένων προσπαθειών από διάφορες κατευθύνσεις για επίλυση του σοβαρού αυτού ζητήματος, συμφωνήθηκε, ως πρώτο μέτρο «ειρηνεύσεως», η αναβολή της εκλογής νέου επισκόπου Μόρφου για ευθετότερο χρόνο, η δε μητρόπολη της Μόρφου (που εδρεύει στο χωριό Ευρύχου λόγω κατοχής της Μόρφου από τους Τούρκους εισβολείς) ετέθη προσωρινά υπό τη δικαιοδοσία και διοίκηση του επισκόπου Κερύνειας Παύλου, ως ιεράρχη «κοινής αποδοχής». Τούτο ίσχυε μέχρι το 1998, οπότε εξελέγη μητροπολίτης Μόρφου ο Νεόφυτος.
Πέθανε την 1η Οκτωβρίου 2011.