Παλιο , Παλαιο

Image

Η λέξη «παλιό» ή και «παλαιό», με την έννοια του μεγαλύτερου σε ηλικία, του αρχαιότερου, αποτελεί πολύ συνηθισμένο στην Κύπρο πρόθεμα σε ονομασίες πολλών τοπωνυμίων παντού στο νησί. Στα πάρα πολλά τοπωνύμια με πρώτο συνθετικό των ονομασιών τους το επίθετο «παλιό» η «παλαιό», σπανιότερες είναι οι περιπτώσεις που τούτο χρησιμοποιείται όχι με την έννοια του αρχαιότερου και προγενέστερου αλλά με την έννοια του κατώτερου και ευτελέστερου. Στα πολλά τοπωνύμια, για παράδειγμα, που απαντώνται ως Παλιάμπελα, ο χαρακτηρισμός τους ως τέτοιων συνηθέστερα σημαίνει περιοχή στην οποία υφίσταντο παλαιότερα αμπελώνες, και σπανιότερα σημαίνει περιοχή όπου υπάρχουν κακής ποιότητας αμπελώνες. Αλλά και το όνομα Παλαιχώριν (ή και Παλιοχώριν) που απαντάται ως όνομα διαφόρων χωριών από τα Μεσαιωνικά Χρόνια, δεν σημαίνει το «κακό χωριό» αλλά «αρχαιότερο χωριό».

 

Πέραν των 700 τοπωνυμίων απαντώνται σ' ολόκληρη την Κύπρο, στα οποία χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό ο χαρακτηρισμός τους ως «παλιό» ή «παλαιό». Αυτά που ήσαν «παλαιά», τα αντικείμενα δηλαδή, δίνουν το δεύτερο συνθετικό των πλείστων όσων ονομάτων των διαφόρων περιοχών. Εάν αυτά τα «παλαιά» ήσαν αμπέλια, τότε έχουμε το τοπωνύμιο: Παλιάμπελα. Εάν η περιοχή είχε κάποιο «παλαιό» αλώνι, τότε έχουμε το

τοπωνύμιο: Παλιάλωνον (ή και Παλιάλωνα). Εάν σε άλλη περιοχή εκείνο που χαρακτηριζόταν ως «παλαιό» ήταν κάποιος νερόμυλος, τότε έχουμε το τοπωνύμιο: Παλιόμυλος.

 

Κατά τον ίδιο τρόπο, προήλθαν και απαντώνται και διάφορα άλλα τοπωνύμια, εκτός των πιο πάνω αναφερθέντων, όπως:

* Παλιόβικλα (=περιοχή όπου υφίστατο παλαιό παρατηρητήριο).

* Παλιόμαντρα ή και Παλιόμαντρες (=περιοχή στην οποία υπήρχαν παλαιότερα μάντρες ή μάντρα).

* Παλιοεκκλησιά (=τοποθεσία με παλαιά, συνήθως ερειπωμένη εκκλησία).

* Παλιαλάκατον (=τοποθεσία με παλαιό αλακάτιν).

* Παλιόβρυση (=τοποθεσία με παλαιάν βρύση ή πηγή).

* Παλιογιόφυρον (=μέρος όπου υπάρχει ή υπήρχε παλαιό γεφύρι, συνήθως όχι λειτουργήσιμο πλέον).

* Παλιοκάμινον ή και Παλιοκάμινα (=περιοχή στην οποία κάποτε υπήρχαν καμίνια).

* Παλιόκαστρον (=τοποθεσία στην οποία υπήρχε κάποτε φρούριο).

* Παλιόλακκος (=τοποθεσία όπου υπήρχε λάκκος άντλησης νερού, μή χρησιμοποιούμενος πλέον).

* Παλιόληνος (=τοποθεσία όπου παλαιότερα λειτουργούσε ληνός).

* Παλιομονάστηρον (=τοποθεσία στην οποία κάποτε υπήρχε μοναστήρι).

* Παλιόσπιτον ή και Παλιόσπιτα (=περιοχή στην οποία υπάρχουν παλαιά, και συνήθως ερειπωμένα πλέον, σπίτια).

 

Απαντώνται επίσης διάφορα άλλα τοπωνύμια (Παλιοχάνουτα, Παλιοχώραφα, Παλιοκαμάρες κλπ.), ενώ σε περιπτώσεις ονομασιών κάποιων χωριών, όπως Παλιόσοφος ή και Παλαιόσοφος, υποδηλώνεται ο οικισμός ο προγενέστερος άλλου με το ίδιο όνομα (Σοφός, στην προκειμένη περίπτωση).

 

Μερικά χωριά της Κύπρου που υφίστανται και σήμερα, φέρουν στην ονομασία τους το χαρακτηριστικό «Παλιο...» ή και «Παλαιο...», όπως Παλιομέτοχον, Παλαίκυθρον, Παλαιχώριν (αντιστοίχως παλαιόν Μετόχι, παλαιοί Χύτροι και παλαιόν Χωριό), ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις όπου ως «παλαιοί» χαρακτηρίστηκαν και αρχαιολογικοί χώροι: η Αμαθούς ονομαζόταν και Παλιά Λεμεσός, η δε Σαλαμίς λεγόταν και Παλιά Αμμόχωστος, από δε την Αρχαιότητα έχουμε τοπωνύμια όπως Παλαίπαφος, κατ’ αντιδιαστολήν προς την Νέαν Πάφον.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια