Εκπαιδευτικό Ίδρυμα που λειτούργησε στη Λάρνακα, με την ευθύνη της Εκκλησίας της Κύπρου, από το 1910 μέχρι το 1932. Η ίδρυσή του θεωρήθηκε αναγκαία υπό τις τότε συνθήκες και ήταν αναγκαία την δε προσπάθεια ανέλαβε η ηγεσία της Εκκλησίας η οποία προήλθε ευθύς μετά την επίλυση του μακροχρόνιου (σχεδόν δεκαετούς) αρχιεπισκοπικού ζητήματος. Αρχιεπίσκοπος Κύπρου είχε εκλεγεί ο Κύριλλος Β' ο από Κιτίου, στον δε θρόνο Κιτίου τον διαδέχθηκε ο πολύ αξιόλογος Κρητικός ιεράρχης και μετέπειτα πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης. Η απόφαση για ίδρυση ενός Ιεροδιδασκαλείου ελήφθη από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου τον Μάρτιο του 1910, οπότε μάλιστα αποφασίσθηκε επίσης ότι το σχολείο αυτό θα στεγαζόταν στην περιοχή της εκκλησίας Αγίας Παρασκευής, λίγο έξω από τη Λευκωσία. Λίγο αργότερα, όμως, κρίθηκε ότι ο χώρος δεν ήταν κατάλληλος και απαιτείτο μεγάλη δαπάνη για ανέγερση κτιρίων. Με πρωτοβουλία, στη συνέχεια, του Κιτίου Μελετίου Μεταξάκη και παρά τις έντονες αντιδράσεις του Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Β, το Ιεροδιδασκαλείον λειτούργησε στη Λάρνακα, και στεγάστηκε αρχικά στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Κοντού, λίγο έξω από την πόλη.
Στις 3 Oκτωβρίου 1910, πραγ΅ατοποιήθηκαν τα εγκαίνια του «Iεροδιδασκαλείου Λάρνακος», ΅ε τέλεση της θείας λειτουργίας από τον Mητροπολίτη Kιτίου στο καθολικό της Mονής του Aγίου Γεωργίου του Kοντού, παριστα΅ένων του Έλληνα προξένου, του δη΅άρχου της πόλης και άλλων επισή΅ων. Kατ αυτήν, ο Mεταξάκης χειροτόνησε σε Iεροδιάκονο τον γρα΅΅ατέα της Mητρόπολης, Aρσένιο Δηλιγιάννη, απόφοιτο της Θεολογικής Σχολής του Σταυρού, ο οποίος προοριζόταν για τη θέση του υποδιευθυντή.
Σκοπός του Παγκυπρίου Ιεροδιδασκαλείου, σύμφωνα προς τον κανονισμό της λειτουργίας του, ήταν «ο διά πενταετούς επαρκούς διδασκαλίας... καταρτισμός διδασκάλων και ιερέων». Αποσκοπούσε δηλαδή το ίδρυμα αυτό στο να δώσει καλύτερα καταρτισμένους δασκάλους δημοτικών σχολείων αλλά και ιερείς. Τα μαθήματα που εδιδάσκοντο ήσαν θρησκευτικά, ελληνικά, ιστορία, γεωγραφία, μαθηματικά, φυσική, γεωπονία και τέχνη. Πρώτος διευθυντής του, από το 1910 μέχρι το 1919, υπήρξε ο ιεροδιάκονος Αρσένιος Δηλιγιάννης. Για τη ζωή και τον τόπο καταγωγής του δεν έχουν διασωθεί πολλές πληροφορίες. Eίναι γνωστόν, ότι αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή του Σταυρού το 1907 και πως το λαϊκό του όνο΅α ήταν Γεώργιος. Στη διεύθυνση του Iεροδιδασκαλείου παρέ΅εινε ΅έχρι το 1919, οπότε ανεχώρησε από την Kύπρο. Σε δη΅οσίευ΅α εφη΅ερίδας του έτους 1925 αναγράφεται η αδιασταύρωτη πληροφορία, ότι είχε επανέλθει στις τάξεις των λαϊκών. Έκτός από τον Δηλιγιάννη, κατά το σχολικό έτος 1910-11, δίδαξαν ο επίσης απόφοιτος της Σχολής του Σταυρού Γεώργιος Bοόζεν΅περγ και ο γεωπόνος N. Mορφάκης. Σε αυτούς προστέθηκαν, ΅ετά από ΅ερικές βδο΅άδες, ο ΅ουσικοδιδάσκαλος Π. Φραντζεσκίδης και ο γυ΅ναστής Γ. Bουτουρίδης, οι οποίοι εργάστηκαν α΅ισθί.
Τον διαδέχθηκε (1919-1922) ο αρχιμανδρίτης Ιουβενάλιος Ελευθεριάδης, τρίτος δε και τελευταίος διευθυντής υπήρξε ο Γεώργιος Ματσάκης (1922-1932). Στη σχολή γίνονταν δεκτοί απόφοιτοι τουλάχιστον εξαταξίου δημοτικού σχολείου, άνω των 14 και κάτω των 20 χρόνων. Τα μαθήματα άρχισαν τον Οκτώβριο του 1910, οπότε λειτούργησε μόνο μία τάξη, η πρώτη, με 18 μαθητές, που ήσαν και οικότροφοι της σχολής.
Tα δίδακτρα ανέρχονταν αρχικά, για όσους ήταν στην πρώτη και δευτέρα τάξη, στις δέκα λίρες ετησίως και για τους υπόλοιπους στις δώδεκα. Mε την πάροδο του χρόνου αυτά διαφοροποιήθηκαν, όπως, για παράδειγ΅α, κατά το σχολικό έτος 1915-16, που καθορίστηκαν στις 15 λίρες για τους Kύπριους ΅αθητές και στις 18 για τους προερχό΅ενους από το εξωτερικό
Οι πρώτοι απόφοιτοι
Oι πρώτοι δώδεκα απόφοιτοι του Iεροδιδασκαλείου ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους τον Iούνιο του 1916, ΅ετά από εξαετή παρακολούθηση. Πρόκειται για τους διάκονο Iωάννη από τον Ψε΅ατισ΅ένο, Γρηγόριο Πετρώνδα από το Διόριος, Nικόλαο Zυγαδηνό από τον Aγρό, Mιχαήλ Γεωργίου από την Aγία Φύλα, Στέφανο Λύτρα από την Aθηαίνου, Παύλο Bρυέννιο από την Kάτω Zώδια, Σολο΅ώντα Παναγίδη από τα Bαρώσια, Σωτήριο Σχολάριο από την Πύλα, Πέτρο Σπυρίδη από τη Γαληνή, διάκονο Nικόλαο Σαντα΅ά από τη Λάρνακα, Nικόλαο Παράσχο από την Πάφο και Mιχαήλ Kουρσου΅πίδη από το Kαϊ΅ακλί.
Oι τελικές εξετάσεις και η τελετή επίδοσης των πτυχίων πραγ΅ατοποιήθηκαν στις 5 Iουνίου 1916 και σε αυτές παρέστησαν ο Mητροπολίτης Kιτίου, ο Hγού΅ενος Kύκκου, ο Έλληνας πρόξενος, ο δή΅αρχος Λάρνακας, άλλοι επίση΅οι και πλήθος κόσ΅ου.
Μαθητές εκτός Κύπρου
Aρχικά οι ΅αθητές κατάγονταν από την Kύπρο, στη συνέχεια, ό΅ως, εγγράφησαν και ιεροσπουδαστές προερχό΅ενοι από το εξωτερικό, όπως, κατά το σχολικό έτος 1918-19, οπότε φοίτησαν ένας από την Kρήτη και δύο υπότροφοι του Iερο΅όναχου Aρτε΅ίου, που υπηρετούσε στην Aδδίς A΅πέ΅πα. Στα ΅έσα της δεκαετίας του 1920, φοίτησαν και ΅ερικοί άλλοι, , όπως Aραβόφωνοι από τα Πατριαρχεία Aντιοχείας και Iεροσολύ΅ων, καθώς και ΅αθητές από την Kρήτη, τα Δωδεκάνησα και τα Eπτάνησα. Είναι αξιοση΅είωτο, ότι τον Απρίλιο του 1926, ο τότε Οικου΅ενικός Πατριάρχης Βασίλειος ζήτησε από τον Aρχιεπίσκοπο Kύριλλο Γ΄ να γίνει δεκτός στο Ιεροδιδασκαλείο, ως υπότροφος της Εκκλησίας της Κύπρου, νεαρός ιθαγενής, προστατευό΅ενος του πρωτοπόρου ιεραπόστολου στην Αφρική, Aρχι΅ανδρίτη Νικόδη΅ου Σαρίκα. Παρά τη θετική στάση του Kυρίλλου, φαίνεται ότι τελικά ο νεαρός Αφρικανός δεν κατέστη δυνατόν να κατέλθει στο νησί.
Στην Οικία Κόπχαμ
Στις αρχές του 1914 ο Κιτίου Μελέτιος Μεταξάκης αγόρασε το αρχοντικό σπίτι του πρώτου ’γγλου διοικητή της Λάρνακας Κλωντ Ντελαβάλ Κόπχαμ, που στη συνέχεια επισκευάστηκε κατάλληλα, και από τον Οκτώβριο του 1914 το Παγκύπριον Ιεροδιδασκαλείον μεταστεγάστηκε στο κτίριο αυτό. Τον επόμενο χρόνο ο επίσκοπος Μελέτιος εξασφάλισε οικονομική βοήθεια από τη μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους, προς εξόφληση του υπολοίπου χρέους της αγοράς της οικίας Κόπχαμ, και έτσι τιμητικά το Παγκύπριον Ιεροδιδασκαλείον πήρε και την προσωνυμία «Βατοπεδινόν». Το δε 1916 τούτο αναγνωρίστηκε από την αποικιακή κυβέρνηση της Κύπρου ως πλήρες διδασκαλείο. Η δε ελληνική κυβέρνηση με βασιλικό διάταγμα της 10ης Σεπτεμβρίου 1919 αναγνώρισε το διδασκαλείον ως ισοβάθμιο της Ριζαρείου Σχολής και ως ένα «των τα μάλιστα καλώς κατηρτισμένων ελληνικών εκπαιδευτηρίων».
Τον Ιούνιο του 1917 η Ιερά Σύνοδος (με αρχιεπίσκοπο τώρα τον Κύριλλο Γ', τον από Κυρηνείας, μετά το θάνατο του Κυρίλλου Β' το 1916) ενέκρινε τον τελικό από 100 διατάξεις κανονισμό του Ιεροδιδασκαλείου, ο οποίος και ετέθη σε εφαρμογή αμέσως.
Το Παγκύπριον Ιεροδιδασκαλείον αναγκάστηκε να αναστείλει τη λειτουργία του και τελικά να κλείσει, νωρίς το 1932, λόγω των σκληρών καταπιεστικών μέτρων που πήραν οι Βρετανοί στην Κύπρο μετά την εξέγερση κατ' αυτών τον Οκτώβριο του 1931 (τα γνωστά Οκτωβριανά).
Πηγές: