Τα πυρκολικά ήσαν εργαλεία που χρησίμευαν κυρίως για το άναμμα του τσιγάρου σε παλαιότερες εποχές. Ήταν ο πυρκόλος (=κομμάτι ατσαλιού) και η αθκιακόπετρα (πυριτόλιθος), με τα οποία άναβαν την ίσκαν, χτυπώντας τα και δημιουργώντας σπινθήρες. Από την ίσκαν άναβαν κατόπιν φωτιά ή το τσιγάρο.
Βλέπε λήμμα: ίσκα, ίσκες
Το ρήμα πυρκολώ σημαίνει, ακριβώς, ανάβω. Όμως χρησιμοποιείται και μεταφορικά, όπως λ.χ. πυρκολώ του έναν πάτσον (= χαστούκι)...
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια