Χωριό της επαρχίας Λεμεσού, περί τα 17 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πόλης. Τα διοικητικά του όρια εκτείνονται στα νότια μέχρι τη θάλασσα. Ο Πύργος είναι κτισμένος σε μέσο υψόμετρο 85 μέτρων και το τοπίο του είναι διαμελισμένο από το ομώνυμο αργάκι που ρέει στην περιοχή του. Το υψόμετρο παρουσιάζει αισθητή αύξηση από τον οικισμό προς τα βόρεια και κοντά στα βόρεια διοικητικά του σύνορα φθάνει τα 488 μέτρα (κορφή Επίλας). Στα νότια του οικισμού το υψόμετρο μειώνεται σταθερά και φθάνει τα 50 περίπου μέτρα περί το ένα χιλιόμετρο νότιά του. Νοτιότερα και μέχρι τον νέο δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού το ανάγλυφο είναι λοφώδες και το υψόμετρο φθάνει τα 147 μέτρα (κορφή Οξιές), ενώ ακόμη νοτιότερα το υψόμετρο μειώνεται σταθερά μέχρι τη θάλασσα.
Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι λάβες, οι γάββροι, οι σερπεντινίτες, οι αποθέσεις του σχηματισμού Λευκάρων (κρητίδες, μάργες και κερατόλιθοι), οι άργιλλοι του σχηματισμού Μονής και οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν πυριτιούχα εδάφη, φαιοχώματα, εδάφη του σχηματισμού των Μαμωνιών, ξερορεντζίνες, ασβεστούχα, προσχωσιγενή και αιολικά εδάφη.
Ο Πύργος δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 430 χιλιοστόμετρα. Στην περιοχή του έχουν ανορυχθεί αρκετές διατρήσεις που συνέβαλαν στην άρδευση σημαντικής έκτασης γης. Καλλιεργούνται τα εσπεριδοειδή (κυρίως οι λεμονιές και σε μικρότερη έκταση οι μανταρινιές, τα κλεμεντίνια, οι κιτρομηλιές και οι πορτοκαλιές), οι ελιές, οι χαρουπιές, οι αμυγδαλιές, τα σιτηρά, τα νομευτικά φυτά, διάφορα φρουτόδεντρα, λίγα αμπέλια οινοποιησίμων ποικιλιών και ελάχιστα όσπρια (κουκιά, λουβιά και φασόλια). Καλλιεργούνται επίσης διάφορα είδη λαχανικών και ιδιαίτερα οι ντομάτες. Τόσο ο Πύργος όσο και το γειτονικό χωριό Παρεκκλησιά φημίζονται για την ποιότητα των ντοματών τους.
Το χωριό περιλαμβάνεται στο μεγάλο αρδευτικό έργο του Νότιου Αγωγού.
Από συγκοινωνιακής απόψεως, ο Πύργος συνδέεται στα νότια με τον νέο δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού (περί τα 4 χμ.). Συνδέεται επίσης με σκυρόστρωτο δρόμο στα νοτιοανατολικά με το χωριό Μονή (περί τα 2 χμ.) και με χωματόδρομο στα δυτικά με το χωριό Παρεκκλησιά (περί τα 2 χμ.).
Το χωριό, λόγω κυρίως της σχετικά μικρής του απόστασης από το αστικό κέντρο της Λεμεσού, γνώρισε συνεχή πληθυσμιακή αύξηση. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | 187 |
1891 | 326 |
1901 | 345 |
1911 | 398 |
1921 | 412 |
1931 | 478 |
1946 | 570 |
1960 | 702 |
1973 | 712 |
1976 | 723 |
1982 | 803 |
1992 | 901 |
2001 | 1.348 |
2011 | 2.363 |
2021 | 3.020 |
Στα νότια του Πύργου, κοντά στη θάλασσα, βρίσκονται ο ηλεκτροπαραγωγός σταθμός και το τσιμεντοποιείο Μονής που περιλαμβάνονται στα διοικητικά του όρια.
Το χωριό υφίστατο κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια με την ίδια ακριβώς ονομασία. Σε παλαιούς χάρτες, όπως στον χάρτη του Α. Ortelius του 1573 κ.α., βρίσκεται σημειωμένο ως Pirgo. Σε άλλους παλαιούς χάρτες απαντάται και ως Birgo.
Η ονομασία του χωριού προήλθε από το γεγονός ότι στην περιοχή του υφίστατο κάποιος πύργος, προφανώς των Βυζαντινών χρόνων. Πύργος θα πρέπει να υφίστατο και κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, υπό την έννοια κεντρικού οικοδομήματος οικογένειας ευγενών, στην οποία το χωριό ανήκε ως φέουδο. Δεν γνωρίζουμε, ωστόσο, σε ποια οικογένεια ευγενών ανήκε.
Ο G. Jeffery (1918) θεωρεί ότι ο πύργος που υπήρχε στο χωριό ήταν συνηθισμένος του Μεσαίωνα. Ο Νέαρχος Κληρίδης αναφέρει τοπική παράδοση, σύμφωνα προς την οποία στο χωριό υπήρχε «πύργος της ρήγαινας», από το πάτωμα του οποίου ξεκινούσε σήραγγα που έφθανε στην Αμαθούντα. Κι όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες παραδόσεις τις σχετικές με μεσαιωνικά ή και αρχαιότερα οικοδομήματα, απαραίτητη είναι και η θρυλούμενη ύπαρξη κάποιου μεγάλου θησαυρού. Στην περίπτωση του Πύργου, ο θρυλούμενος θησαυρός είναι μια ολόχρυση άμαξα με την οποία διακινείτο η περιβόητη ρήγαινα. Παλαιό οικοδόμημα στο χωριό είναι γνωστό ως ρηγούδιν, πιστεύεται δε ότι το πάτωμά του είναι εκείνο του αρχικού πύργου, από το οποίο μάλιστα ξεκινούσε η σήραγγα.
Η εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στην Παναγία.
Στην περιοχή του χωριού υπάρχουν δυο τουλάχιστον αρχαιολογικοί χώροι των Προϊστορικών χρόνων (πιθανώς της Νεολιθικής εποχής και της Πρώιμης εποχής του Χαλκού) που αποδεικνύουν αρχαιότατη κατοίκηση εκεί. Δεν έχουν όμως γίνει ακόμη κανονικές αρχαιολογικές ανασκαφές. Εξ άλλου το χωριό βρίσκεται κοντά στην αρχαία πόλη της Αμαθούντος, στη διοικητική έκταση της οποίας περιλαμβανόταν κατά την Αρχαιότητα η περιοχή του.
Βλέπε λήμμα: Αρωματοποιία
Ωστόσο αρχαιολογική έρευνα στον Πύργο Λεμεσού, τοποθεσία Μαυροράχη, την οποία διεξήγαγε το 2006 η αρχαιολόγος Μαρία Ροζάρια Μπελτζιόρνο, έφερε στο φως κατάλοιπα εργαστηρίων επεξεργασίας χαλκού αλλά και κλωστοϋφαντουργίας, που χρονολογούνται γύρω στο 2000 π.Χ. Μεταξύ δε δύο χώρων που χρησιμοποιούνταν για την επεξεργασία του χαλκού, εντοπίστηκαν εγκαταστάσεις ενός ελαιοτριβείου. Σύμφωνα προς την αρχαιολόγο, στην περίπτωση αυτή το παραγόμενο λάδι εχρησιμοποιείτο ως καύσιμη ύλη για τα διπλανά εργαστήρια. Βρέθηκαν ίχνη τέτοιας χρήσης του ελαιολάδου σε κατάλοιπα καμινιών, ενώ αντίθετα δεν βρέθηκαν ίχνη κάρβουνων, που ήταν το συνηθέστατο καύσιμο υλικό της Εποχής του Χαλκού.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια