Με το όνομα αυτό είναι γνωστά στην Κύπρο δυο είδη ψαριών της οικογένειας των Σιγανιδών (Siganidae), τα οποία εμφανίζονται συχνά στις κυπριακές θάλασσες. Ζουν κοπαδιαστά σε ξέβαθα κυρίως νερά, σε βραχώδεις και αμμώδεις βυθούς, καθώς και σε περιοχές όπου υπάρχουν θαλάσσια χόρτα με τα οποία και τρέφονται. Οι προσφυγούλλες χαρακτηρίζονται από τα δηλητηριώδη αγκάθια που έχουν στο σώμα τους. Συνήθως δεν επιτίθενται˙ όταν όμως πιάνονται με τα χέρια ζωντανές, εκτινάσσονται με τα δηλητηριώδη αγκάθια τους ανασηκωμένα, με αποτέλεσμα να εισχωρούν κάποτε στο σώμα και να προκαλούν επώδυνα τραύματα. Ωστόσο η κατάσταση δεν είναι τόσο επικίνδυνη όπως συμβαίνει με τις δράτζ΄αινες*.
Αρχικά σαν τροφή δεν είχαν και μεγάλη εκτίμηση, ιδιαίτερα σε περιοχές της Κερύνειας. Εξαίρεση αποτελούν οι κάτοικοι της επαρχίας Αμμοχώστου, οι οποίοι πάντοτε τις θεωρούσαν εξαιρετική λιχουδιά. Σήμερα οι αντιλήψεις έχουν αλλάξει, μάλιστα δε θεωρούνται καλής ποιότητας και ακριβά ψάρια.
Οι προσφυγούλλες ανήκουν στα είδη θαλάσσιας ζωής που μετανάστευσαν στη Μεσόγειο θάλασσα από την Ερυθρά θάλασσα με το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ το 1869. Αρχικά εμφανίστηκαν στην Ανατολική Μεσόγειο, σήμερα όμως ζουν και σε θαλάσσιες περιοχές της Ελλάδας και της Λιβύης.
Όσον αφορά την ονομασία τους υπάρχουν τρεις τουλάχιστον εκδοχές:
α) Μερικοί συνδυάζουν το όνομά τους με την κάθοδο των προσφύγων της Μ. Ασίας στην Κύπρο, και την ταυτόχρονη σχεδόν εμφάνιση των ψαριών αυτών στις κυπριακές θάλασσες.
β) Στην επαρχία Κερύνειας πιστεύεται ότι το όνομα προσφυγούλλα δόθηκε στα ψάρια αυτά επειδή μετανάστευσαν από άλλες περιοχές και ήσαν ξένα προς τα υπάρχοντα είδη.
γ) Ήλθαν στην Κύπρο από τη Μ. Ασία σαν αυγά που γέννησαν προσφυγούλλες πάνω σε θαλάσσια χόρτα τα οποία βλαστούν στις βάρκες και τα καΐκια.
Οι προσφυγούλλες είναι γνωστές επίσης με τα ονόματα κουρκούνα, κουρκουνόσαρπα, κάποτε δε με το γενικό όνομα κρούστης, με το οποίο είναι γνωστά θαλάσσια είδη που προκαλούν επώδυνα τραύματα.
Τα δυο είδη είναι:
α) Προσφυγούλλα άσπρη: Siganus rivulatus (Forskal, 1775). Αγγλική ονομασία: Marbled spinefoot. To μήκος της φθάνει τα 40 εκ. περίπου. Έχει σώμα μακρουλό αυγοειδές, συμπιεσμένο στα πλευρά, δίχως λέπια, με μικρό κεφάλι, μικρό στόμα και μικρά δόντια. Το πάνω χείλος της είναι πιο πλατύ από το κάτω. Το μακρύ ραχιαίο πτερύγιό της αρχίζει με μυτερά δηλητηριώδη αγκάθια και καταλήγει σε μαλακές ακτίνες. Η ουρά της είναι διχαλωτή.
Το χρώμα της είναι πρασινολαδί προς το καφέ στη ράχη, πιο ανοιχτόχρωμο στα πλευρά με οριζόντιες χρυσαφένιες γραμμές και γκρίζες κηλίδες, και ασπριδερό στην κοιλιά.
β) Προσφυγούλλα μαύρη: Siganus luridus (Rüppell, 1828). Αγγλική ονομασία: Dusky spinefoot. To μήκος της φθάνει τα 30 εκ. περίπου. Το σώμα της είναι αυγοειδές και αρκετά συμπιεσμένο στα πλευρά, δίχως λέπια. Το κεφάλι της είναι μικρό, με μικρό στόμα και μικρά δόντια. Το πάνω χείλος της είναι πιο πλατύ από το κάτω. Έχει ένα μακρύ ραχιαίο πτερύγιο που αρχίζει με μυτερά δηλητηριώδη αγκάθια και καταλήγει σε μαλακές ακτίνες. Η ουρά της είναι πλατειά. Το χρώμα της είναι σκούρο πρασινολαδί προς το σκούρο καφέ στη ράχη, πιο ανοιχτόχρωμο στα πλευρά, κάποτε με καστανές κηλίδες. Συνήθως έχει ωχρές κυματιστές γραμμές στην περιοχή της κοιλιάς, η οποία είναι πιο ανοιχτόχρωμη.