Προξενεία

Οι πρώτες διπλωματικές αποστολές στην Κύπρο

Image

Οι πληροφορίες για την πρώτη εμφάνιση προξενείων ευρωπαϊκών χωρών στην Κύπρο είναι περιορισμένες. Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα πρώτα προξενεία εμφανίστηκαν κατά την τελευταία Βυζαντινή περίοδο και πιο σαφείς πληροφορίες ότι από τον 13ο αιώνα λειτούργησαν προξενεία των Γενουατών και λίγο αργότερα και των Βενετών.

 

Η Κύπρος κατά τους Μεσαιωνικούς χρόνους, κυρίως από τον ενδέκατο αιώνα και μετά, από την εποχή δηλαδή των Σταυροφοριών και της εγκατάστασης Ευρωπαίων σταυροφόρων στη Μέση Ανατολή, άρχισε να αποκτά ιδιαίτερη σημασία, τόσο από στρατιωτική όσο και από οικονομική άποψη. Είναι πολύ πιθανό ότι η λατινική διείσδυση στο Βυζάντιο, που είχε παρατηρηθεί από την εποχή των Μακεδόνων αυτοκρατόρων με την παραχώρηση εμπορικών προνομίων στους Γενουάτες και Βενετούς εμπόρους, είχε επηρεάσει και την Κύπρο σε κάποιο βαθμό κατά την τελευταία Βυζαντινή περίοδο (12ος αιώνας). Πολύ περισσότερο όμως ενισχύθηκε η σημασία της Κύπρου σαν προκεχωρημένου χριστιανικού εμπορικού κέντρου στην ανατολική Μεσόγειο μετά την κατάληψή της από τους Φράγκους το 1192. Από τότε άρχισε η εγκατάσταση περισσότερων Ευρωπαίων εμπόρων στην Κύπρο, οι οποίοι κατέστησαν την Αμμόχωστο την κυριότερη βάση διεξαγωγής του διαμετακομιστικού εμπορίου ανάμεσα στη Μέση Ανατολή και τη Δύση.

 

Απ’ όλους τους εμπόρους σημαντικότερη ήταν η διείσδυση των Γενουατών και των Βενετών, οι οποίοι εξασφάλισαν με ιδιαίτερες συμφωνίες (διομολογήσεις), που συνήψαν με το φραγκικό βασίλειο της Κύπρου, προνομιακή μεταχείριση. Οι Γενουάτες απέκτησαν αρκετά προνόμια στην Κύπρο, σε στιγμές αδυναμίας των Φράγκων βασιλιάδων, ιδίως το 1218 και το 1232-33. Σ’ αυτά περιλαμβάνονταν το δικαίωμα να κτίσουν προξενεία, κατοικίες και αποθήκες για τα εμπορεύματά τους στη Λευκωσία, την Αμμόχωστο, τη Λεμεσό και την Πάφο, να μη πληρώνουν εισαγωγικούς και εξαγωγικούς δασμούς και να έχουν ετεροδικία. Χρησιμοποιώντας όλ' αυτά τα προνόμια όχι μόνο πλούτιζαν, αλλά και αναμειγνύονταν στις εσωτερικές υποθέσεις του φραγκικού βασιλείου, του οποίου δεν έπαψαν να εκμεταλλεύονται τις αδυναμίες, για να επεκτείνουν τη δική τους προνομιακή παρουσία τόσο, ώστε το 1373, ύστερα από μια σύγκρουση με τους αντιπάλους τους Βενετούς, να θέσουν την Αμμόχωστο κάτω από τον αποκλειστικό έλεγχο και εκμετάλλευσή τους, καθεστώς που κράτησε ως το 1464.

 

Οι Βενετοί τις πρώτες τους διομολογήσεις στην Κύπρο τις υπέγραψαν το 1306. Μ’ αυτές εξασφάλισαν αρκετά προνόμια, που τους έδιναν την ευκαιρία να αναμειγνύονται κι αυτοί στις εσωτερικές υποθέσεις του βασιλείου της Κύπρου. Παρά την αποτυχία τους στην σύγκρουση τους με τους Γενουάτες το 1373-4, μακροπρόθεσμα κατόρθωσαν να κυριαρχήσουν στην Κύπρο εις βάρος και των Γενουατών και των Φράγκων και να θέσουν το 1489 ολόκληρη την Κύπρο κάτω από την κυριαρχία τους. Κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας (1489-1570/71) τα προνόμια των Γενουατών περιορίστηκαν σημαντικά.

 

Οθωμανοκρατία 

Η κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς το 1570/71 εγκαινίασε μια νέα περίοδο στην εξέλιξη των σχέσεων των ευρωπαϊκών κρατών με τις χώρες της ανατολικής Μεσογείου και με την Κύπρο. Παρόλο ότι για ένα διάστημα η εμπορική δραστηριότητα αναστατώθηκε λόγω της ανασφάλειας που επικράτησε στην περιοχή, δεν άργησε το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων να ανανεωθεί γιατί η ίδια η περιοχή της ανατολικής Μεσογείου ήταν μια μεγάλη αγορά, πρόσφερε μεγάλη ποικιλία προϊόντων και ταυτόχρονα αποτελούσε ενδιάμεσο χώρο στη διακίνηση προϊόντων από την Ασία προς την Ευρώπη και αντίστροφα. Βέβαια με τις ανακαλύψεις νέων θαλασσίων οδών προς την Ασία, όπως και της αμερικανικής ηπείρου, μειώθηκε κάπως ο ρυθμός ανάπτυξης του μεσογειακού εμπορίου, αλλά ποτέ δεν χάθηκε η σημασία του.

 

Δεν είναι απόλυτα σαφές στις πηγές πότε ιδρύθηκε το πρώτο προξενείο στην Κύπρο την εποχή της Οθωμανοκρατίας. Ο Α. Κ. Αιμιλιανίδης στη μελέτη του «Προνόμια τῶν Ἀλλοδαπῶν καί Διομολογήσεις ἐν Κύπρῳ» (Κυπριακαί Σπουδαί, Α΄, 1937, σ. 37) υποθέτει ότι η Βενετία, αφού έχασε την Κύπρο, εγκαθίδρυσε μεταξύ του 1595 και του 1605 προξενείο για την προστασία του εμπορίου της. Σύμφωνα με μια άλλη πληροφορία ο περιηγητής Peter Teixeira αναφέρει ότι το 1605 υπήρχαν στην Κύπρο προξενεία της Βενετίας, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Φλάνδρας (Α. Ιντιάνος εις Κυπριακά Χρονικά, τόμ. ΙΑ΄, 1935, σ.,33). Επομένως η ίδρυση του αγγλικού

υποπροξενείου (και όχι προξενείου) στην Κύπρο δεν έγινε το 1626, όπως αναφέρει ο G. Jeffery (Notes and Queries, XI, 1915, σ. 233) και ο Harry Luke (Cyprus under the Turks, 1571-1878, London, 1921, re. 1969, σ. 87), αλλά δύο περίπου δεκαετίες νωρίτερα. Η ίδρυση του αγγλικού υποπροξενείου σχετίζεται με την επέκταση των εμπορικών δραστηριοτήτων στη Μέση Ανατολή της Levant Company, που ιδρύθηκε το 1591 με ειδικό χάρτη που παραχώρησε η βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ Α΄, και διατηρήθηκε ως το 1825. Καθ’ όλη την περίοδο αυτή η Levant Company διόριζε προξένους και υποπροξένους, ασκούσε έλεγχο και διηύθυνε τις εργασίες τόσο του προξενείου στο Χαλέπι, όσο και του υποπροξενείου στην Κύπρο, που έδρευε στη Λάρνακα. Το αγγλικό υποπροξενείο αναβαθμίστηκε κατά τη διάρκεια ορισμένων σύντομων περιόδων του 19ου αιώνα σε προξενείο και έπαψε να λειτουργεί αμέσως μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Άγγλους τον Ιούλιο του 1878.

 

Η Λάρνακα από την εποχή της Οθωμανοκρατίας μέχρι και τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα θα γίνει το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της Κύπρου, υπερφαλαγγίζοντας την Αμμόχωστο, η οποία περιέπεσε σε παρακμή. Θα γίνει ταυτόχρονα, εξαιτίας της σημασίας της αυτής, η πόλη των προξένων και των Ευρωπαίων εμπόρων. Είναι όμως πιο σωστό να λεχθεί ότι η παρουσία των προξένων και εμπόρων συνέβαλε στην ανάπτυξη της Λάρνακας.

 

Το γαλλικό προξενείο θα διαδραμάτιζε τον πιο σημαντικό ρόλο, σε σύγκριση με τα άλλα προξενεία, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας στην Κύπρο. Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για την ίδρυσή του. Σύμφωνα με την πληροφορία του Peter Teixeira, που αναφέρθηκε πιο πάνω, υπήρχε το 1605. Οι παλαιότερες μαρτυρίες που βρήκε ο μελετητής του θέματος αυτού Ν. Κυριαζής αναφέρονται στο 1673 με πρώτο Γάλλο πρόξενο τον Sauvan (1673-1690) (Κυπριακά Χρονικά, IB΄, 1936, σ. 161).

 

Επιπρόσθετα προς τα πιο πάνω προξενεία αναφέρεται στις αρχές του 18ου αιώνα και η ύπαρξη ολλανδικού προξενείου (Excerpta Cypria, σ. 250), ενώ στα τέλη του ίδιου αιώνα ο Michel de Vezin, Άγγλος πρόξενος στο Χαλέπι και στην Κύπρο (1776-92), αναφέρει πως λειτουργούσαν στην Κύπρο προξενεία της Αγγλίας, Γαλλίας, Βενετίας, Ράγουσας, Αυστρίας, Ολλανδίας, Δανίας, Τοσκάνης, Νεαπόλεως, Ισπανίας και Ρωσίας (που ιδρύθηκε το 1785 από Έλληνα, προφανώς τον Κ. Περιστιάνη. Βλ. Exerpta Cypria, σ. 370). Σ’ αυτά προστίθενται στις αρχές του 19ου αιώνα και εκείνα της Ιταλίας, Σικελίας, Γερμανίας (Πρωσσίας), Σουηδίας και Νορβηγίας, και Σαρδηνίας, ενώ δεν αναφέρονται, λόγω ανακατατάξεων στο πολιτικό προσκήνιο της Ευρώπης, εκείνα της Ράγουσας, της Βενετίας, της Τοσκάνης και της Νεαπόλεως. Το 1834 ιδρύεται και προξενείο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.

 

Το ελληνικό υποπροξενείο, που υπαγόταν στο προξενείο της Σμύρνης και στην ελληνική πρεσβεία της Κωνσταντινουπόλεως, λειτούργησε με αρκετές δυσκολίες και προσκόμματα, που πρόβαλαν οι οθωμανικές αρχές, το 1846, ενώ η ίδρυσή του ανάγεται στο 1834 (βλ. Ἑλένης Δ. Μπελιᾶ, «Ἑλληνικά προξενεῖα εἰς τήν τουρκοκρατουμένην Κύπρον (1834-1878)...», Πρακτικά τοῦ Πρώτου Διεθνοῦς Κυπρολογικοῦ Συνεδρίου, τόμ. Γ΄, μέρος Α΄, Λευκωσία, 1973, σσ. 245-256).

Πρώτος υποπρόξενος διορίστηκε ο Δημήτριος Φραγκούδης (1834-7), αλλά ο πρώτος που εγκαταστάθηκε στη Λάρνακα ήταν ο Δημήτριος Μαργαρίτης (1846-50 και 1863-66). 

Στα τέλη της Τουρκοκρατίας και συγκεκριμένα το 1872 προξενεία διατηρούσαν στην Κύπρο η Αμερική, το Βέλγιο, η Αγγλία, η Γαλλία, η Ολλανδία, η Ιταλία, η Πρωσσία, η Ισπανία και η Σουηδία και υποπροξενεία η Ελλάς, η Αυστρία και η Δανία (Θ. Παπαδοπούλλου, Προξενικά ἔγγραφα τοῦ ΙΘ΄ αἰῶνος, έκδοση Κ.Ε.Ε., Λευκωσία, 1980, σσ. 143-4).

 

Όταν η Κύπρος κατελήφθη από τους Άγγλους τον Ιούλιο του 1878 υπό μορφή προσωρινής κατοχής, η Αγγλία είχε υπογράψει με τον σουλτάνο μιαν επιπρόσθετη συμφωνία στις 14 Αυγούστου 1878 (Additional Article. Signed at Therapia, 14th August 1878˙ βλ. το κείμενο στο έργο του Hill, A History of Cyprus, τόμ. 4, σ. 302). Σκοπός της συμφωνίας, όπως αναφερόταν σ’ αυτήν, ήταν να έχει την δυνατότητα η αγγλική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της κατοχής της Κύπρου «να κάμνει Νόμους και Συνθήκες... και για τη ρύθμιση των Εμπορικών και Προξενικών σχέσεων και υποθέσεων ανεξάρτητα από τον έλεγχο της Πύλης». Με βάση αυτή τη συμφωνία και παρά τις αντιδράσεις των ευρωπαϊκών χωρών η Αγγλία έπαυσε να αναγνωρίζει τις διομολογήσεις (capitulations) στην Κύπρο με το επιχείρημα ότι εξέλιπαν με την κατάληψη της Κύπρου από την Αγγλία οι λόγοι που οι Ευρωπαίοι επεδίωκαν και εξασφάλιζαν προνομιακή μεταχείριση στις διοικούμενες από τους Οθωμανούς περιοχές (βλ. πάνω στο θέμα αυτό στο πιο πάνω έργο του Hill, σσ. 402 κ.ε., επίσης τη μελέτη του Sir Travers Twiss, ‘Cyprus: Its mediaeval jurisprudence and modern legislation’, The Law Magazine Review, 4th Series, vol. v. London, 1880, σσ. 225-265, και Α.Κ. Αἰμιλιανίδη, «Προνόμια τῶν Ἀλλοδαπῶν καί Διομολογήσεις ἐν Κύπρῳ», Κυπριακαί Σπουδαί, τόμ. Α΄, 1937, σσ. 1-59).

 

Καθ’ όλη τη διάρκεια της Αγγλοκρατίας (1878-1960) τα προξενεία διατηρήθηκαν, αλλά ο ρόλος τους περιορίστηκε στη διεκπεραίωση συνήθους προξενικής εργασίας ως επί το πλείστον, αν και πάντοτε παρακολουθούσαν με ζωηρό ενδιαφέρον τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις. Το ελληνικό υποπροξενείο αναβαθμίστηκε σε προξενείο από τις 19/31.7.1880 με πρώτο πρόξενο τον Αίαντα Ν. Καραβία (1880-81) και μετέφερε και την έδρα του στη Λευκωσία επί προξένου Νικολάου Βατιμπέλα (1917-8) (Ν. Κυριαζής, Κυπριακά Χρονικά, Ζ΄, 1930, σσ. 205-6). Το 1930 λειτουργούσαν στην Κύπρο προξενεία ή υποπροξενεία της Ελλάδος, Αυστρίας, Βελγίου, Τσεχοσλοβακίας, Δανίας, Γαλλίας, Γερμανίας, Κάτω Χωρών, Νορβηγίας, Ρουμανίας, Ισπανίας, Σουηδίας, ΗΠΑ και της Τουρκίας.

 Βλέπε. Το ελληνικό προξενείο στην Κύπρο

Εκτός από τα προξενεία ή υποπροξενεία που επί Τουρκοκρατίας κατά κανόνα λειτουργούσαν στη Λάρνακα, ορισμένες χώρες είχαν προξενικά πρακτορεία σε μια ή περισσότερες από τις άλλες πόλεις, δηλαδή στη Λευκωσία, τη Λεμεσό, την Αμμόχωστο και την Πάφο (βλ. Ν. Κυριαζής, Κυπριακά Χρονικά, IB΄, 1936, σ. 164).

 

Πηγή:

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

 

 

 

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image