Βασιλιάς της αρχαίας κυπριακής πόλης του Κιτίου κατά το β΄ μισό του 4ου π.Χ. αιώνα. Ήταν ο τελευταίος βασιλιάς της σημαντικής αυτής πόλης της αρχαίας Κύπρου.
Ο Πουμιάθων (που αναφέρεται στις πηγές κι ως Πυμάτων) ήταν Φοίνικας, ο τελευταίος των Φοινίκων βασιλιάδων του Κιτίου, διάδοχος (και πιθανότατα γιος) του Μελκιάθωνος και βασίλεψε περίπου από το 361 π.Χ, μέχρι τον θάνατό του το 312 π.Χ.
Εκτός από βασιλιάς του Κιτίου ο Πουμιάθων απέκτησε και το βασίλειο της Ταμασσού, στην κεντρική Κύπρο, το οποίο είχε αγοράσει από τον βασιλιά της Ταμασσού Πασίκυπρο. Ο τελευταίος, όπως γράφει ο Αθήναιος, από ασωτεία πώλησε το βασίλειό του στον Πουμιάθωνα, στην τιμή των 50 ταλάντων, και πέρασε τα γηρατειά του στην Αμαθούντα.
Ο Πουμιάθων ήταν σύγχρονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κι όντας Φοίνικας βρέθηκε σε δύσκολη πολιτική θέση ιδίως όταν ο Αλέξανδρος προήλασε προς την Φοινίκη και πολιόρκησε την φοινικική μητρόπολη, την Τύρο. Οι Κύπριοι βασιλιάδες ετάχθησαν με το μέρος του Αλεξάνδρου, αρκετοί δε πολέμησαν και στο πλευρό του κατά την μακρά πολιορκία και άλωση της Τύρου. Ο Πουμιάθων προσπάθησε κι αυτός να κερδίσει την εύνοια του Αλεξάνδρου και να διατηρήσει τον θρόνο του, και δήλωσε υποταγή στον Μακεδόνα στρατηλάτη προς τον οποίο, μάλιστα, έστειλε και πολύτιμα δώρα. Ο Πλούταρχος ( Ἀλέξανδρος, 32.6) γράφει ότι ο βασιλιάς του Κιτίου (που πρέπει να ήταν ο Πουμιάθων) είχε δωρίσει στον Αλέξανδρο ένα θαυμάσιο κι ελαφρύ σπαθί που πολλές φορές χρησιμοποιούσε στις μάχες. Ωστόσο ο Αλέξανδρος δεν φάνηκε ιδιαίτερα επιεικής με τον Πουμιάθωνα. Επέτρεψε βέβαια και σ’ αυτόν, όπως και στους λοιπούς βασιλιάδες της Κύπρου, να διατηρήσει τον θρόνο του, όμως του αφαίρεσε την Ταμασσό που είχε αγοράσει, την οποία χάρισε (μαζί με τα πλούσια μεταλλεία της) στον βασιλιά της Σαλαμίνος Πνυταγόρα.
Όμως ο Πουμιάθων δεν παρέμεινε μόνο με το βασίλειο του Κιτίου, αλλά ήταν και βασιλιάς του Ιδαλίου. Το βασίλειο του Ιδαλίου είχε πολιορκηθεί από τους Κιτιείς και τους Πέρσες κι είχε αλωθεί περί τα 470 π.Χ. Έκτοτε οι βασιλιάδες του Κιτίου, Φοίνικες την καταγωγή, ήσαν και βασιλιάδες του Ιδαλίου.
Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου φαίνεται ότι ο Πουμιάθων είχε προσπαθήσει να επισημοποιήσει, να επεκτείνει και να επιβάλει αυτονομία του, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι συνέχισε μέχρι το 316/5 π.Χ. να κόβει δικά του χρυσά νομίσματα. Μοιραία όμως βρέθηκε κι αυτός, όπως και οι άλλοι βασιλιάδες της Κύπρου, στη δίνη των συγκλονιστικών γεγονότων όταν η Κύπρος κατέστη το μήλο της έριδος μεταξύ των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Πτολεμαίου Α΄ της Αιγύπτου και του Αντιγόνου της Συρίας.
Μερικοί Κύπριοι βασιλιάδες, μ’ επικεφαλής τον Νικοκρέοντα της Σαλαμίνος, συμμάχησαν με τον Πτολεμαίο. Ο Πουμιάθων φαίνεται ότι είχε επιμείνει στην αυτονομία του, οπότε οι άλλες κυπριακές δυνάμεις μαζί με ενισχύσεις από τη δύναμη του Πτολεμαίου, πολιόρκησαν το Κίτιον (περί το 315 π.Χ). Ο Πουμιάθων πρόβαλε ισχυρή και μακρά αντίσταση. Ο Διόδωρος Σικελιώτης (που τον Πουμιάθωνα ονομάζει Πυγμαλίωνα) γράφει ότι λίγο αργότερα (313/2 π.Χ.) ο βασιλιάς αυτός του Κιτίου ήλθε σ’ επαφή με τον Αντίγονο, τον αντίπαλο του Πτολεμαίου.
Αφού επολιορκείτο από τις δυνάμεις του Πτολεμαίου, ο Πουμιάθων ήταν φυσικό να στραφεί για βοήθεια προς το αντίπαλο στρατόπεδο, δηλαδή προς τον Αντίγονο. Όμως το 312 π.Χ. έφθασε στην Κύπρο κι ο ίδιος ο Πτολεμαίος Α΄, που επετέθη και κατέλαβε το Κίτιον και σκότωσε τον Πουμιάθωνα, καταργώντας και τον θεσμό της βασιλείας.
Με τον θάνατο του Πουμιάθωνος τερματίστηκε οριστικά η μακρά (από τον 9ο αιώνα) κυριαρχία του φοινικικού στοιχείου στην πόλη του Κιτίου.
Το όνομα Πουμιάθων (ή και Πυμάτων/Πυγμαλίων) αποτελεί εξελληνισμένο τύπο του φοινικικού Pumai (όνομα προσφιλούς φοινικικού θεού, που στην ελληνική απεδόθη ως Πυγμαίων και που λατρευόταν και στο Κίτιον της Κύπρου). Από το Pumai-yaton (=ο Pumai προσέφερε) προήλθε το Πουμιάθων.