Παραδοσιακό υψηλό υπόδημα των Κυπρίων, που κατασκευαζόταν επιτόπια από δέρμα. Η ποΐνα ήταν στέρεο υπόδημα που έφθανε σχεδόν μέχρι το γόνατο κι εφορείτο μαζί με την παραδοσιακή κυπριακή βράκα, προκειμένου για την ανδρική. Ψηλά, κάτω ακριβώς από το γόνατο, δενόταν με το λεγόμενο ποϊνόραμμαν. Η γυναικεία και η παιδική ήσαν λίγο χαμηλότερες.
Η ποΐνα κατασκευαζόταν από δέρμα τράγου ή κατσίκας. Οι σόλες κατασκευάζονταν από δέρμα βοδιού. Στο εσωτερικό της, για να είναι πιο μαλακή, επενδυόταν συνήθως με δέρμα προβάτου. Για ν’ αντέχει ακόμη περισσότερο η ποΐνα, στη σόλα της προσαρμόζονταν ειδικά καρφιά επιτόπιας κατασκευής, οι ρίζες ή και τσαγκαρόριζες ή και ποϊνόριζες ενώ στην παχύτερη φτέρνα καρφωνόταν ειδική σιδερένια πλατάνη πεταλοειδούς σχήματος.
Η ποΐνα κατασκευαζόταν από τον τσαγκάρη (λέξη βυζαντινής προέλευσης, από το τσαγκίον, είδος βυζαντινού υποδήματος), γι’ αυτό ήταν γνωστή κι ως τσαγκαροποΐνα. Αντίθετα, ο κατασκευαστής άλλων ειδών υποδημάτων λεγόταν σκαρπάρης (από τη λέξη σκαρπίον). Υπήρχαν δυο βασικά είδη ποΐνας: οι λεγόμενες σύριτζ'ες που ήσαν χοντροκομμένες και φοριούνταν σε ώρες εργασίας, και οι βιδελλένες που ήσαν κάπως «πολυτελείς» και φοριούνταν τις Κυριακές και τις εορτές από όσους ήσαν σε θέση να αγοράζουν και τέτοιες. Οι σύριτζ'ες ήσαν και οι πιο διαδεδομένες. Ήσαν τόσο στέρεες και γερές, όσο και σκληρές. Γι’ αυτό και η γνωστή κυπριακή παροιμία: εδώκαν του χωρκάτη θάρρος, τζ' εξέβην πάνω στο τραπέζιν με τες ποΐνες.
Η ποΐνα ήταν ένα ιδιαίτερα εξυπηρετικό υπόδημα για τους παλαιούς Κυπρίους, προσαρμοσμένο στις συνθήκες του τόπου. Όχι μόνο ήταν ανθεκτικό στη σκληρή δουλειά, αλλά προφύλασσε, ιδίως τους βοσκούς ή και άλλους που τριγύριζαν στην ύπαιθρο, από τα ερπετά, τα αγκάθια και τους ακανθώδεις θάμνους. Ο άνθρωπος που φορούσε ποΐνες λεγόταν ποϊνάς (ο).
Συνήθως δεν υπήρχε δεξιά και αριστερή ποΐνα, που φοριόταν σε οποιοδήποτε πόδι. Για να βγαίνουν εύκολα από τα πόδια οι υψηλές ποΐνες, οι ποϊνάες χρησιμοποιούσαν ένα απλό ξύλινο κατασκεύασμα στο οποίο στερεωνόταν η φτέρνα του υποδήματος από το οποίο εύκολα τραβούσαν έξω το πόδι τους.
Η λέξη ποΐνα είναι μάλλον της περιόδου της Φραγκοκρατίας, προερχόμενη από τη γαλλική bottine.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια