Το άθλημα του ποδοσφαίρου (αγγλικά: football) άρχισε να παίζεται, πάνω στις σημερινές του βάσεις, στην Αγγλία το 1863. Η προέλευσή του θα πρέπει ωστόσο να αναζητηθεί σε πολύ παλαιότερες εποχές. Ο Άγγλος καθηγητής Τζιλλς, μελετητής των αρχαίων κινεζικών χειρογράφων, βεβαιώνει ότι το ποδόσφαιρο παιζόταν εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια στην Κίνα. Όπως εξακρίβωσε ο Τζιλλς, ο Κινέζος αυτοκράτορας Τσεγκ Τι, της δυναστείας Τσιν, ο επονομαζόμενος «Κίτρινος» που έζησε τριακόσια περίπου χρόνια προ Χριστού, ήταν θιασώτης και προπαγανδιστής του ποδοσφαίρου. Οι ανώτεροι αξιωματούχοι του δεν μπορούσαν να κατανοήσουν την αδυναμία αυτή του αυτοκράτορα και προσπαθούσαν να την καταπολεμήσουν, χαρακτηρίζοντας το ποδόσφαιρο σαν εξαιρετικά κουραστικό παιγνίδι και επιπρόσθετα έλεγαν ότι «ήταν απρεπές να τρέχει πίσω από μια βλακώδη σφαίρα». Παρ’ όλα αυτά, με πρωτοβουλία του αυτοκράτορα οργανώνονταν ποδοσφαιρικοί αγώνες, στους δε νικητές προσφέρονταν ανθοδέσμες, φρούτα, κρασί, αργυρά αγγεία, υφάσματα κ.α., και ταυτόχρονα τους αποδίδονταν μεγάλες τιμές.
Το άθλημα
Ο αθλητισμός στην ολότητα του δημιουργεί, ίσως, τη μεγαλύτερη πηγή συναισθημάτων, χαράς θλίψης, αγάπης, ακόμη και θυμού σε δισεκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, είτε ως ενεργοί αθλητές είτε ως φίλαθλοι και θεατές. Η σύνδεσή του με φιλοσοφικούς και κοινωνικούς όρους, όπως η ηθική, οι αρχές για δίκαιο παιχνίδι και ευγενική άμιλλα, είναι αναπόφευκτη.
Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες γίνεται λόγος για τη «βιομηχανία του αθλητισμού» και τις αθλητικές επιχειρήσεις. Περιμένουμε τους ισολογισμούς στο τέλος του χρόνου και ασχολούμαστε όλο και περισσότερο με το οικονομικό σκέλος του αθλητισμού. Όταν μιλάμε για αυτές τις έννοιες, αναπόδραστα συναντούμε φαινόμενα όπως η διαφθορά, η ανεντιμότητα και η ανηθικότητα.
Η εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, αφού ξεκίνησε περί τα τέλη του 19ου αιώνα όταν οι παίχτες έπαιρναν αμοιβή παρανόμως, αρχής γενομένης από το 1884. Αυτό ανάγκασε κατά κάποιον τρόπο την Αγγλική Ομοσπονδία (Football Association) να νομιμοποιήσει την εργοδότηση ποδοσφαιριστών καθιστώντας τους επαγγελματίες πριν δημιουργήσει την Football League το 1888, με την πρώτη προσπάθεια για οργανωμένο ποδόσφαιρο να περιλαμβάνει 12 ομάδες.
Η δημοτικότητα του ποδοσφαίρου παρουσίασε εκθετική ανάπτυξη προσελκύοντας πλήθη από την εργατική και χαμηλότερη μεσαία τάξη, φτάνοντας σε σημείο τον τελικό κυπέλλου του 1901 μεταξύ της Tottenham και της Sheffield United να τον παρακολούθησαν γύρω στις 110.000 οπαδοί.
Εξήντα χρόνια αργότερα, το 1960, η FΑ κατάργησε τον ανώτατο μισθό, πριν από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου το 1977, η οποία παρείχε στους παίχτες «πλήρη ελευθερία σύμβασης» καθώς το σύστημα μεταγραφών τότε δημιουργούσε «περιορισμό στο εμπόριο», στον ίδιο τον αθλητισμό. Αυτές οι εξελίξεις, μαζί με την απόφαση Bosman το 1995, έφεραν επανάσταση στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, καθώς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απαγόρευσε τους περιορισμούς στις μεταφορές παιχτών της ΕΕ σε εθνικά πρωταθλήματα, ενώ τους έδωσε το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης στο τέλος της σύμβασάς τους χωρίς να δίνονται τέλη μεταγραφής. Οι αποφάσεις αυτές είχαν σημαντική επίδραση στους μισθούς των παιχτών, καθώς η μέση ετήσια αύξησή τους μετά την απόφαση Bosman έφτασε το 35%, σε σύγκριση με λιγότερο από 3% μεταξύ 1900 και 1961.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, στη Μεγάλη Βρετανία, στην εποχή της πλήρους ιδιωτικοποίησης της υγείας αλλά και της εκπαίδευσης, 22 πρωτοπόρες ομάδες του Football League αναγκάστηκαν να δημιουργήσουν αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως Premier League. Ένα πρωτάθλημα όπου οι ομάδες διαπραγματεύονται απευθείας τις επιχειρηματικές τους συμφωνίες, ενώ την ίδια ώρα η FA ενθάρρυνε και επικροτούσε την προσπάθεια των 22 να εισέλθουν στο παιχνίδι της αγοράς. Η κατάργηση του περίφημου Κανόνα 34 το 1997, ο οποίος απέκλειε την κερδοφορία απαγορεύοντας τις πληρωμές στους διευθυντές της ομάδας, ενώ αποθάρρυνε την επένδυση στις ομάδες, αποτέλεσε τον καταλύτη για την καθολική εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου. Το ήθος, η επιθυμία να ασχοληθεί ενεργά ή παθητικά κάποιος με το άθλημα, έδωσε τη θέση του στην επιχειρησιακή ανάπτυξη στον κόσμο του ποδοσφαιρικού θεάματος.
Εμπορευματοποίηση
Έκτοτε είδαμε εθνικά πρωταθλήματα ποδοσφαίρου να «χαρίζουν» το όνομά τους σε τράπεζες (Liga BBVA, μετέπειτα Santander – Barclays Premier League), τα γήπεδα να κτίζονται από ξένους επενδυτές με αντάλλαγμα τις εταιρικές επωνυμίες των συλλόγων (Etihad, Emirates, Allianz) και ιδανικά που άντεξαν 114 χρόνια, να πετάγονται από το παράθυρο (η Qatar Airways στη φανέλα της Barcelona το 2013). Οι ομάδες έχουν γίνει προϊόντα για αγορά και πώληση, μια βαρετή, παλιά επιχείρηση, αλλάζοντας τον στόχο των ομάδων από αγωνιστικό σε εταιρικό.
Τον Απρίλιο του 2021 12 μεγάλες ομάδες με επικεφαλής τη Ρεάλ την Μπαρτσελόνα την Μαντσεστερ Σίτι και τη Λιβερπουλ, ανακοίνωσαν την διοργάνωση της European Super League, επιβεβαιώνοντας τα όσα τεκταίνονται στο ποδόσφαιρο τα τελευταία 30 χρόνια. Η Παγκόσμια ομοσπονδία ποδοσφαίρου (FIFA) που για περισσότερο από 110 χρόνια είναι εγγεγραμμένη ως φιλανθρωπικό ίδρυμα, παίρνει αποφάσεις οι οποίες διαμορφώνουν, τόσο το κοινωνικοπολιτικό όσο και το οικονομικό γίγνεσθαι, αντέδρασε. Η Παγκόσμια Ομοσπόνδία αριθμεί περισσότερα μέλη από τα Ηνωμένα Έθνη (211 με 193 αντίστοιχα), με απλησίαστη δύναμη, διαμαρτυρήθηκε μεν δεν έπεισε δε αφού περισσότεροι από τους ανθρώπους της καταδικάστηκαν για δωροδοκία, διαφθορά, και όχι μόνο. Η πρόθεση για European Syper Leaque αποκρούστηκε μεν αλλά μπορεί να επανέλθει.
Τουλάχιστον τραγική είναι και η αντίδραση των αρμοδίων στην Premier League, αλλά και στη FA, που τα τελευταία 20 χρόνια περιθωριοποίησαν τον μέσο οπαδό της κάθε ομάδας στο «καλύτερο πρωτάθλημα στον κόσμο» με πανάκριβα εισιτήρια, προκλητικούς μισθούς στους ποδοσφαιριστές, αλλά και την ψευδαίσθηση της ανταγωνιστικής ισορροπίας όταν από το 1992 είχαμε 7 διαφορετικούς πρωταθλητές, με τη Manchester United να παίρνει 13 τίτλους. Το μοναδικό θαύμα ίσως να είναι η Leicester του 2016, όπως και η Blackburn του 1995. Οι ομάδες με το μεγαλύτερο μισθολόγιο, κατά μεγάλο ποσοστό, τερματίζουν στις πρώτες θέσεις, κι όμως κάνουν λόγο για «δίκαιο και ηθικό παιχνίδι». Φυσικά αυτό αφορά όλα τα μεγάλα πρωταθλήματα στην Ευρώπη, δεν είναι αποκλειστικότητα της Αγγλίας.
Οι οπαδοί αναγκάζονται να αναλάβουν το βάρος των συμφωνιών για τα τηλεοπτικά δικαιώματα πληρώνοντας τις συνδρομές τους στα κανάλια, ενώ οι ομάδες αυξάνουν τα κέρδη τους, αφού η ζήτηση δεν μειώνεται. Το νέο κύμα οπαδών, ή καλύτερα των «αφοσιωμένων πελατών», (committed customers) εξακολουθούν να αγοράζουν τον προϊόν, το εισιτήριο, τα αναμνηστικά των ομάδων. Ως αποτέλεσμα, οι παραδοσιακοί οπαδοί έχουν σταματήσει να βλέπουν αγώνες, πολλά στάδια έχουν εξευγενιστεί (gentrified) για να αυξηθεί η χωρητικότητα αλλάζοντας την ταξινόμηση των οπαδών και αντικαθιστώντας τους παραδοσιακούς οπαδούς με οπαδούς-πελάτες. Κάτι που δεν φαίνεται να ενοχλεί του επιχειρηματίες από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία ή τη Μαλαισία.
Η εκμετάλλευση των ηθικών αξιών του ποδοσφαίρου εις βάρος της ευρύτερης κοινωνίας ανάγκασαν τον κόσμο να δημιουργήσει νέες ομάδες που ανήκουν στους οπαδούς. Το παράδειγμα της FC United of Manchester που δημιουργήθηκε από οπαδούς της Manchester United μετά την αγορά της τελευταίας από τους Glazers το 2003, είναι ενδεικτικό. Η ανάγκη αντίδρασης οδήγησε στη δημιουργία κοινωνικών κινημάτων ή/και συνδικαλιστικών οργανώσεων, όπως το The Football’s Supporters’ Federation.
Η πλήρης αλλαγή πλεύσης των ομάδων που θα απάρτιζαν την European Super League δεν οφείλεται στη δυναμική και καθολική αντίδραση των παραδοσιακών οπαδών και προσωπικοτήτων του ποδοσφαίρου, ούτε στις απειλές των FIFA, UEFA και κυβερνήσεων. Η στροφή των ισχυρών ομάδων οφείλεται στην υπόσχεση της UEFA για «σημαντική αύξηση των εσόδων» μέσω της καινούργιας δομής του Champions League. Γιατί όταν μια εταιρεία-ομάδα έχει να διαλέξει μεταξύ των 4 δις της ESL και των 7 δις του Champions League, προφανέστατα θα διαλέξει τη δεύτερη επιλογή. Δεν γνοιάστηκαν ξαφνικά αν ο οπαδός της Liverpool ή της Arsenal εναντιώθηκε στα σχέδιά τους.
Τα λεφτά που διοχετεύονται στο ποδόσφαιρο είναι πέρα από κάθε φαντασία. Το μέλλον του ποδοσφαίρου θα ακολουθήσει την πορεία κάθε βιομηχανίας που έχει υποστεί τη διχαστική επίδραση των δυνάμεων της αγοράς. Κάθε απόφαση θα λαμβάνεται αποκλειστικά στη βάση της αύξησης του κέρδους για τους ήδη πλούσιους. Το ερώτημα είναι εάν αυτές οι εμπορικές υπερβολές μπορούν να συνεχιστούν επ’ αόριστον. Οι εμπλεκόμενοι φορείς, αλλά και οι κυβερνήσεις που αντέδρασαν στα τελευταία γεγονότα, επιβάλλεται να προστατέψουν και να καταπολεμήσουν την ανισότητα στο ποδόσφαιρο, προφυλάσσοντας τις αρχές και την ηθική διάσταση του αθλήματος.
Ορέστης Γεωργίου
Δικηγόρος – MSc Sports Policy, Business and Management (UoB)