Το μοναστήρι της Παναγίας της Ποδίθου ιδρύθηκε στις αρχές του 16ου αιώνα από τον Δημήτριο ντε Κορόν, Έλληνα στρατιωτικό στην υπηρεσία του βασιλιά της Κύπρου Ιακώβου Β΄. Το μοναστήρι ήταν μικρό και δεν φαίνεται ν’ απέκτησε μεγάλη σημασία. Μέχρι πριν από 50 περίπου χρόνια σωζόταν μικρό διώροφο κτίριο, των χρόνων της Τουρκοκρατίας, πλινθόκτιστο που χρησίμευε για διαμονή των δυο μοναχών που αναφέρει ο Ρώσος μοναχός Βασίλι Μπάρσκυ ο οποίος το επισκέφθηκε το 1734. Σήμερα μόνο η εκκλησία του μικρού αυτού μοναστηριού σώζεται.
Ο ναός περιλαμβάνεται στις δέκα εκκλησίες της περιοχής του Τροόδους που έχουν κηρυχθεί από την ΟΥΝΕΣΚΟ μνημεία παγκόσμια πολιτιστικής κληρονομιάς και εντάχθηκε στον κατάλογο το 1985.
Τοποθεσία
Το μοναστήρι ήταν κτισμένο στη μικρή εύφορη κοιλάδα στα δεξιά του ποταμού Καρκώτη, ένα περίπου χιλιόμετρο από το παλαιό χωριό Γαλάτα. Σύμφωνα με τη κτιτορική επιγραφή που βρίσκεται ψηλά, στην εξωτερική πλευρά του δυτικού τοίχου της εκκλησίας, κάτω από τη σύνθεση «Ἄνωθεν οἱ Προφῆται σέ προκατήγγειλαν», η εκκλησία που είναι αφιερωμένη στη Θεοτόκο Ελεούσα κτίσθηκε το 1502 από τον Δημήτριο ντε Κορόν και τη σύζυγό του Ελένη, που ήσαν και κτίτορες του μοναστηριού. Δεν είναι γνωστό πότε το μοναστήρι της Παναγίας Ελεούσας πήρε το όνομα Ποδίθου. Ο Βασίλι Μπάρσκυ το 1734 το αναφέρει με το ελληνικό όνομα «Ποδύθου».
Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός στη Χρονολογική Ιστορία της Κύπρου που εξέδωσε το 1788 αναφέρει το μοναστήρι της «Ποδίθου» σαν ένα από τα μοναστήρια που υπάγονταν στη Μητρόπολη της Κερύνειας. Το μοναστήρι της Ποδίθου φαίνεται ότι διαλύθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα. Το 1842 διορίσθηκε επιστάτης του μοναστηριού ο ιερομόναχος Σωφρόνιος που το διαχειρίσθηκε μέχρι το 1876. Ο Σωφρόνιος φύτεψε το 1864 το πεύκο το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα. Το μοναστηριακό κτίριο χρησίμευσε τον 19ο αιώνα και σαν σχολείο του χωριού Γαλάτας.
Αρχιτεκτονική
Η εκκλησία της Παναγίας Ποδίθου έχει σχήμα ορθογώνιο διαστάσεων 12X4 μ. και στην ανατολική πλευρά καταλήγει σε ημικυκλική αψίδα που προεξέχει ελαφρά του ανατολικού τοίχου. Η αψίδα έχει χορδή 2,50 μ. και βέλος 1,20. Οι τοίχοι της εκκλησίας είναι κτισμένοι με ακατέργαστους λίθους και λάσπη. Ο βόρειος και ο νότιος τοίχος εσωτερικά διαπλάθονται με δυο τυφλά τόξα ο καθένας. Η εκκλησία έχει τρεις θύρες, από μια στο μέσο του νότιου, του δυτικού και του βόρειου τοίχου. Ψηλά στο αέτωμα του ανατολικού τοίχου υπάρχει μικρό ορθογώνιο παράθυρο που διατηρεί το αρχικό του υαλοστάσιο. Άλλο μικρό παράθυρο υπάρχει στο μέσο του ημικυλινδρικού τοίχου της αψίδας. Το παράθυρο αυτό ήταν αρχικά ευρύτερο και τοξωτό. Αργότερα όμως μεταβλήθηκε σε ορθογώνιο.
Η εκκλησία αργότερα περιβλήθηκε από Πιόσχημη στοά που καλύπτεται κάτω από την ίδια δίρριχτη ξύλινη στέγη η οποία καλύπτεται με αγκιστρωτά κεραμίδια. Το δάπεδο της εκκλησίας είναι καλυμμένο με οπτόπλινθους. Η κύρια είσοδος στη στοά είναι, στο μέσο του δυτικού τοίχου. Μικρότερες θύρες υπάρχουν στον νότιο και τον βόρειο τοίχο.
Τοιχογραφίες
Η εκκλησία δεν διακοσμήθηκε ολόκληρη. Τοιχογραφίες καλύπτουν την εξωτερική πλευρά του δυτικού τοίχου αέτωμα του δυτικού τοίχου εσωτερικά, το αέτωμα και τον ανατολικό τοίχο, την αψίδα και το ανατολικό τμήμα του βόρειου και του νότιου τοίχου.
Στην κορυφή του δυτικού τοίχου, εξωτερικά, εικονίζεται «ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν», και από κάτω η παράσταση «Ἄνωθεν οἱ Προφῆται σέ προκατήγγειλαν». Κάτω από την παράσταση αυτή εικονίζονται οι δωρητές, ένα ζευγάρι στ’ αριστερά και ένας άνδρας στα δεξιά, και ανάμεσά τους η εκκλησία την οποία προσφέρουν στη Θεοτόκο. Η εκκλησία εικονίζεται χωρίς την Πιόσχημη στοά, που προστέθηκε αργότερα, όπως δείχνουν οι κατακόρυφοι αρμοί στο σημείο επαφής με τον ανατολικό τοίχο της εκκλησίας. Κάτω από τους δωρητές βρίσκεται η κτιτορική επιγραφή του 1502. Κάτω από την επιγραφή υπάρχει ένα οικόσημο και δυο δωρητές, ένας άνδρας και μια γυναίκα. Τα κεφάλια και των δυο αυτών δωρητών έχουν καταστραφεί.
Πιο κάτω και πάνω από την είσοδο είναι ζωγραφισμένη η εις Άδου Κάθοδος και χαμηλότερα, δεξιά και αριστερά της εισόδου, ο Χριστός και η Παναγία όρθιοι.
Στην κορυφή του ανατολικού αετώματος εικονίζεται το «Άγιον Μανδήλιον» και πιο κάτω, δεξιά και αριστερά, δυο σκηνές της Παλαιάς Διαθήκης: Στα δεξιά του παραθύρου και στα νότια του τεταρτοσφαιρίου της αψίδας εικονίζεται ο Μωϋσής να λύνει το υπόδημά του μπροστά στην «ακατάφλεκτη βάτο», ενώ στα βόρεια του τεταρτοσφαιρίου εικονίζεται ο Μωϋσής να παίρνει τις δυο πλάκες με τις δέκα εντολές. Χαμηλότερα εικονίζεται ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, με τον αρχάγγελο Γαβριήλ στα βόρεια της αψίδας και τη Θεοτόκο στα νότια της αψίδας. Ακόμη πιο χαμηλά εικονίζονται, κάτω από τον Γαβριήλ ο Δαβίδ και κάτω από τη Θεοτόκο ο Σολομών.
Στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας εικονίζεται η Θεοτόκος ένθρονη με τον Χριστό στα γόνατά της ανάμεσα σε εξαπτέρυγα και τους αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ που στραμμένοι προς τη Θεοτόκο κρατούν λαμπάδες και θυμιούν.
Χαμηλότερα στον ημικυλινδρικό τοίχο της αψίδας εικονίζεται η Κοινωνία των Αποστόλων.
Ο ζωγραφικός διάκοσμος της εκκλησίας συμπληρώνεται με έξι σκηνές από τη ζωή της Θεοτόκου. Σε μια ζώνη ψηλά στον νότιο τοίχο εικονίζονται η Προσφορά των Δώρων του Ιωακείμ και της Άννας, η Απόρριψη των Δώρων και η Προσευχή του Ιωακείμ. Απέναντι στον βόρειο τοίχο εικονίζονται η Προσευχή της Άννας, ο Ασπασμός του Ιωακείμ και της Άννας και η Γέννηση της Θεοτόκου.
Ο ζωγραφικός διάκοσμος της εκκλησίας συμπληρώνεται με τη Σταύρωση στο δυτικό αέτωμα της εκκλησίας. Η σκηνή είναι πολυπρόσωπη και έντονα επηρεασμένη τόσο εικονογραφικά όσο και τεχνοτροπικά από τη δυτική ζωγραφική.
Ο ζωγράφος που ζωγράφισε τις τοιχογραφίες στην εκκλησία της Ποδίθου είναι έντονα επηρεασμένος από τη δυτική ζωγραφική. Αν και στις διάφορες παραστάσεις, μ’ εξαίρεση τη Σταύρωση, ακολουθεί την καθιερωμένη εικονογραφία, εν τούτοις στην τεχνοτροπία και τα χρώματα επηρεάζεται έντονα από τη δυτική τέχνη. Σε πολλές περιπτώσεις είναι φανερή η προσπάθειά του να αποδώσει την τρίτη διάσταση ακολουθώντας την ορθή προοπτική, όπως π.χ. στις σκηνές με τον Μωϋσή και την ένθρονη Θεοτόκο, καθώς και τον όγκο στα σώματα. Χρησιμοποιεί ακόμη έντονα χρώματα ξένα προς τη βυζαντινή παράδοση. Η εντονότερη όμως επίδραση παρουσιάζεται στη σκηνή της Σταύρωσης. Τόσο τα στοιχεία που τη συνθέτουν, ο Εσταυρωμένος και οι ληστές, οι έφιπποι στρατιώτες, ο στρατιώτης που σπάζει τα σκέλη των ληστών, η λιπόθυμη Παναγία, οι στρατιώτες που παίζουν στα ζάρια τον χιτώνα του Χριστού και φιλονικούν μεταξύ τους, η Μαγδαληνή που αγκαλιάζει τη βάση του σταυρού του Χριστού και τέλος ο γονυπετής μοναχός (ο ζωγράφος;) στο νότιο άκρο της σύνθεσης, όπως επίσης και τα χρώματα και η απόδοση των όγκων των σωμάτων και της τρίτης διάστασης φανερώνουν επίδραση της τέχνης της Αναγέννησης.
Κάποιες διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στις τοιχογραφίες που βρίσκονται στο εσωτερικό της εκκλησίας και στις τοιχογραφίες της εξωτερικής πλευράς του δυτικού τοίχου. Περισσότερο έντονες είναι οι διαφορές ανάμεσα στις τοιχογραφίες του εσωτερικού και στις τοιχογραφίες της εις Άδου Καθόδου και ιδιαίτερα του Χριστού και της Παναγίας που εικονίζονται όρθιοι ολόσωμοι στα βόρεια και τα νότια της εισόδου στην εκκλησία. Ανεξάρτητα όμως απ’ αυτό όλες οι τοιχογραφίες φαίνονται σύγχρονες, μπορούν δηλαδή να χρονολογηθούν στα 1502.
Σύγχρονο με τις τοιχογραφίες είναι και το ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο της εκκλησίας που επιχρυσώθηκε ξανά το 1783. Ο Σταυρός που βρισκόταν στην κορυφή του εικονοστασίου καταστράφηκε, όπως καταστράφηκαν και αρκετές από τις εικόνες της Μεγάλης Δεήσεως και του Δωδεκαόρτου που ήσαν σύγχρονες με το εικονοστάσιο. Καταστράφηκαν ακόμη οι Δεσποτικές εικόνες. Σύγχρονο είναι ένα βενετσιάνικο αναλόγιο. Αντίθετα μεταγενέστερες είναι οι τοιχογραφίες των αποστόλων Πέτρου και Παύλου που μπορούν να χρονολογηθούν στον 17ο αιώνα.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια