Ρωμαίος συγγραφέας του 1ου αιώνα μ.Χ. Γεννήθηκε το 23/24 και πέθανε το 79. Καταγόταν από την πόλη Comum της βόρειας Ιταλίας και ανήκε σε οικογένεια της τάξης των ιππέων. Έζησε στη Ρώμη, υπηρέτησε στον στρατό μαζί με τον κατοπινό αυτοκράτορα Τίτο κι αργότερα ανέλαβε δημόσια αξιώματα στην Αφρική, την Ισπανία και τη Γαλατία. Πέθανε κατά τη μεγάλη έκρηξη του Βεζούβιου το 79 μ.Χ. στην προσπάθειά του να μελετήσει το φαινόμενο.
Ο Πλίνιος ήταν πολύ εργατικός και φιλομαθής κι έγραψε πολλά βιβλία με περιεχόμενο τη στρατιωτική επιστήμη, τη ρητορική, τη γραμματική, τη βιογραφία και την ιστορία. Το σημαντικότερο όμως από τα σωθέντα έργα του είναι η Φυσική Ιστορία (Naturalis Historia), αποτελούμενο από 37 βιβλία. Το έργο αυτό αφιέρωσε, το 77 μ.Χ., στον διάδοχο του αυτοκρατορικού θρόνου και φίλο του Τίτο. Θέματα τα οποία αναπτύσσονται στη Φυσική Ιστορία είναι η φυσική του Σύμπαντος, η γεωγραφία και εθνολογία της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, η φυσιολογία του ανθρώπου, η ζωολογία, η βοτανολογία, οι θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών, τα μεταλλεύματα, η μεταλλουργία και άλλα.
Με το έργο του αυτό ο Πλίνιος διέσωσε πλήθος πληροφορίες για την τέχνη, τον πολιτισμό και την επιστήμη της εποχής του, που διαφορετικά θα είχαν χαθεί. Ανάμεσα σ’ αυτές υπάρχουν και πολυάριθμα στοιχεία για την Κύπρο, που αναφέρονται στη γεωγραφία της, τη μυθολογία, την ιστορία, ιστορικά πρόσωπα που σχετίζονται μ’ αυτήν, προϊόντα του νησιού και άλλα.
Ορίζοντας τη θέση της Κύπρου ο Πλίνιος γράφει ότι βρίσκεται κοντά στα ανατολικά της Κιλικίας και δυτικά της Συρίας. Από το Ανεμούριο της Κιλικίας υπολογίζει την απόσταση σε πενήντα ρωμαϊκά μίλια (74 περίπου χιλιόμετρα). Η θάλασσα ανάμεσα στην Κύπρο και την Κιλικία ονομάζεται «Κιλίκιος Αὐλών». Κοντά στην Κύπρο είναι και μικρότερα νησιά: η Ελεούσα στον Κιλίκιον Αυλώνα, οι Κλείδες μπροστά στο ακρωτήριο που βλέπει προς τη Συρία, το νησί Στιρία, η Ιερά και Κηπία (Ιεροκηπία) απέναντι στη Νέα Πάφο και τα Σαλαμίνια νησιά απέναντι στη Σαλαμίνα (5,129-130).
Στο ίδιο βιβλίο παραθέτει στοιχεία για τις διαστάσεις της Κύπρου, όπως τα αντλεί από παλαιότερους συγγραφείς, τον Τιμοσθένη, τον Ισίδωρο και τον Αρτεμίδωρο. Σύμφωνα με τον Τιμοσθένη η περιφέρεια της Κύπρου είναι 427,5 ρωμαϊκά μίλια (630 περίπου χιλιόμετρα) ενώ το μήκος της από τις Κλείδες ως τον Ακάμα 200 ρωμαϊκά μίλια (295 περίπου χιλιόμετρα). Ο Ισίδωρος υπολογίζει την περιφέρεια της Κύπρου σε 375 ρωμαϊκά μίλια (552 περίπου χιλιόμετρα) ενώ ο Αρτεμίδωρος υπολογίζει το μήκος της σε 162,5 ρωμαϊκά μίλια (240 περίπου χιλιόμετρα). Αντλώντας επίσης από παλαιότερους συγγραφείς, παραθέτει διάφορα ονόματα με τα οποία ήταν γνωστή η Κύπρος στα αρχαιότατα χρόνια. Έτσι σημειώνει ότι, κατά τον Φιλωνίδη, η Κύπρος λεγόταν «Ακαμαντίς», κατά τον Ξεναγόρα «Κεραστίς», «Ασπελία», «Αμαθουσία» και «Μακαρία» και κατά τον Αστύνομο «Κρύπτος» και «Κολινία».
Παραδίδει ακόμη ο Πλίνιος μερικά μυθολογικά στοιχεία σχετικά με την Κύπρο. Ανάμεσα σ’ αυτά είναι και η πληροφορία ότι στον βωμό του ιερού της Αφροδίτης στην Πάφο δεν βρέχει ποτέ. Και ότι ο Κινύρας*, του οποίου ως μητέρα αναφέρει την Αγριόπη (7,195), έζησε, σύμφωνα με τον Ανακρέοντα, 160 χρόνια. Ο ίδιος ο Κινύρας υπήρξε εφευρέτης των κεραμιδιών, της επεξεργασίας του χαλκού, της οδοντάγρας, του μοχλού, του αμονιού και του σφυριού. Αναφερόμενος στις τέχνες των Κυπρίων γράφει ότι ένας τύπος πλοίου, ο «κέρκυρος» (cercyrus), ήταν εφεύρεση δική τους.
Οι αναφορές του στην κυπριακή ιστορία είναι ισχνές. Γράφει πολύ γενικά ότι η Κύπρος ήταν κάποτε η έδρα εννιά βασιλείων. Μεταβαίνοντας στη Ρωμαϊκή εποχή σημειώνει ότι ο Κάτων*, που κατέλαβε την Κύπρο, μόνο ένα άγαλμα δεν πούλησε, το άγαλμα του φιλόσοφου Ζήνωνος, όχι για την τέχνη του ή το υλικό από το οποίο ήταν καμωμένο, αλλά γιατί απεικόνιζε τον φιλόσοφο. Αναφέρει τέλος τον Κύπριο γιατρό Απολλόδωρο* τον Κιτιέα, συνώνυμο του επίσης γιατρού Απολλόδωρου του Ταραντίνου, και παραδίδει τη συνταγή του καθενός τους για τη θεραπεία δηλητηρίασης από την κόλλα του ιξού.
Ενδιαφέροντα είναι τα όσα γράφει και για έναν Κύπριο που ζούσε στην κλασσική Αθήνα. Το πρόσωπο αυτό, που λεγόταν Στύππαξ*, ήταν δούλος στο σπίτι του Περικλή. Ενώ εργαζόταν στην οικοδόμηση ναού στην Ακρόπολη έπεσε από το αέτωμα, θεραπεύθηκε όμως με βότανο το οποίο υπέδειξε με όνειρο στον Περικλή η Αθηνά. Ο Στύππαξ ήταν επίσης περίφημος και για το άγαλμά του, τον Σπλαχνόπτην, που έψηνε εντόσθια στο σπίτι του Περικλή «φυσώντας τη φωτιά με φουσκωμένα μάγουλα».
Οι πολυαριθμότερες αναφορές του Πλίνιου στην Κύπρο σχετίζονται με μια πληθώρα προϊόντων του νησιού καθώς και με φυτά και ορυκτά του. Οι κυπριακές φοινικιές καρποφορούν, κατά τον Πλίνιο, όταν γίνουν τεσσάρων ή πέντε ετών ενώ αλλού όταν γίνουν μόλις τριών. Όσο είναι νεαρές ο καρπός τους δεν έχει κουκούτσι. Τα φύλλα τους είναι πιο πλατιά και ο καρπός τους, αν και δεν φθάνει σε ωρίμανση, είναι εύγευστος. Ο καρπός των κυπριακών φοινικιών δεν διατηρείται και για τούτο χρησιμοποιείται στη διατροφή χοίρων και άλλων ζώων. Ο «σφάγνος» της Κύπρου ή, όπως άλλοι τον λένε, βρύον, εκτιμάται πολύ γιατί σε ποιότητα υπολείπεται μόνο εκείνου της Κυρηναϊκής. Το ίδιο και το είδος της χεννάς που φυτρώνει στην Κύπρο. Έρχεται τρίτο μετά τη χεννά του Νείλου και της Ιουδαίας, έχει όμως γλυκιά μυρωδιά. Επίσης η «στύραξ» της Κύπρου είναι ξακουστή μαζί μ’ εκείνην άλλων περιοχών της ανατολικής Μεσογείου.
Από τα είδη διατροφής που παράγει η Κύπρος ο Πλίνιος αναφέρει το κυπριακό κρασί, στο οποίο «υπάρχει μεγάλη εκτίμηση», τις κερήθρες που είναι περίφημες για την αφθονία του μελιού τους, τα κρεμμύδια που έχουν παχιά σαρκώδη φύλλα και η μυρωδιά τους προκαλεί δάκρυα, καθώς και το σκόρδο που είναι πιο αδρό από τα άλλα και αρέσει πολύ στους αγρότες, ιδιαίτερα σ’ εκείνους της Αφρικής. Το «λάδανο» της Κύπρου βγαίνει από το φυτό που στο νησί είναι γνωστό με το όνομα «λήδον». Το λάδανο, γράφει, αναμειγμένο σε μελωμένο νερό ή σε πολύ καλό κρασί σταματά την ευκοιλιότητα.
Άλλα προϊόντα της Κύπρου που αναφέρονται και περιγράφονται από τον Πλίνιο είναι: το αλάτι της λίμνης του Κιτίου και η γύψος, που ενώ συνήθως παράγεται από την καμίνευση της πέτρας, στην Κύπρο ξεσκάβεται από τη γη. Στην Κύπρο επίσης κατασκευάζονται δυο είδη χρυσόκολλας, που τη χρησιμοποιούν οι χρυσοχοί για την συγκόλληση του χρυσαφιού.
Εκτενέστερη αναφορά κάμνει στον χαλκό και στα παράγωγά του. Ο χαλκός, γράφει, εφευρέθηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο. Στο τριακοστό τέταρτο Βιβλίο της Φυσικής Ιστορίας περιγράφει με λεπτομέρειες και με γνώσεις ειδικού την επεξεργασία του κυπριακού χαλκού, τα κράματά του και τη χρήση τους. Ο κυπριακός χαλκός, γράφει αλλού, ψημένος μέσα σε αγγεία ωμού πηλού, που τα βάζουν σε κεραμεικό φούρνο, όταν ανακατευτεί με μέλι, αποτελεί εμετικό φάρμακο. Στην ιατρική χρησιμοποιείται ευρύτατα και ο κυπριακός «χάλκανθος» ως φάρμακο εσωτερικής και εξωτερικής χρήσης. Ο χάλκανθος θεραπεύει σχεδόν όλες τις παθήσεις. Παράγωγα του χαλκού της Κύπρου είναι ο «σκώληξ», είδος σκωρίας του μετάλλου, η «καδμεία», που παράγεται στα καμίνια της Κύπρου και που ύστερα από ειδική επεξεργασία χρησιμοποιείται από τους γιατρούς για έμπλαστρα ή για τη ψώρα˙ το κυπριακό «σώρυ» που είναι ωφέλιμο στη θεραπεία των ματιών και το «μίσυ», που παράγεται όταν καεί η χαλκούχα πέτρα. Σημαντικά επίσης προϊόντα είναι η κυπριακή «σποδός» και η «πομφόλυξ» που παράγεται από την καμίνευση του χαλκού, καθώς και το «διφρυγές» που γίνεται από λάσπη σπηλιάς ξεραμένη στον ήλιο και καμένη μετά με αναμμένα φρύγανα.
Ιδιαίτερη προσοχή αποδίδει ο Πλίνιος στους κυπριακούς πολύτιμους λίθους, τους οποίους περιγράφει συγκρίνοντας την ποιότητά τους με τους αντίστοιχους άλλων γεωγραφικών περιοχών. Ο κυπριακός «αετίτης» ενώ υπερέχει σε μέγεθος του αφρικανικού είναι πιο εύθραυστος. Το λεγόμενο κυπριακό διαμάντι έχει απόχρωση χαλκού και δραστικότατη θεραπευτική δύναμη. Ο κυπριακός «αχάτης» είναι, όπως και ο αιγυπτιακός, δραστικός εναντίον των σκορπιών. Το κρύσταλλο στην Κύπρο ξεθάβεται από τη γη κατά την καλλιέργεια των χωραφιών. Πολλά σμαράγδια, γαλαζοπράσινα, διαφανή και λαμπερά, βρίσκονται στα χαλκωρυχεία της Κύπρου. Το «οπάλιον», λόγω της εξαιρετικής του χάρης, λέγεται από τον λαό «παιδέρως». Είναι ακόμη ο «χαλκοσμάραγδος», η κυπριακή «ίασπις», ο κυπριακός «κύανος» και ο «αμέθυστος» της Κύπρου. Επίσης το «ηλιοτρόπιον» με πράσινο χρώμα και φλέβες κόκκινες σαν αίμα. Λέγεται ηλιοτρόπιον γιατί αν τοποθετηθεί σε δοχείο με νερό, στο οποίο πέφτει ο ήλιος, παρουσιάζει αιμάτινες ανταύγειες.
Ο Πλίνιος παραδίδει και μερικά παράξενα της Κύπρου: Ο Τίμαρχος, γράφει, ο γιος του βασιλιά Νικοκλή, είχε δυο σειρές δοντιών. Στην Κύπρο βρισκόταν το πιο μεγάλο κέδρο, ύψους 130 ποδιών (σαράντα περίπου μέτρων) και πάχους τόσου, ώστε χρειάζονταν τρεις άνθρωποι να το αγκαλιάσουν. Αυτό το κέδρο κόπηκε για να ναυπηγηθεί η ενδεκήρης του Δημήτριου Πολιορκητή. Τα ελάφια φθάνουν στην Κύπρο από την Κιλικία κολυμπώντας στη θάλασσα σε μια μακριά γραμμή το ένα πίσω από το άλλο. Βρίσκουν τον δρόμο τους χωρίς να βλέπουν τη στεριά της Κύπρου, οδηγημένα μόνο από τη μυρωδιά της. Κοντά σ’ ένα παρατηρητήριο ψαράδων υπήρχε ένα μαρμάρινο λιοντάρι με ένθετα μάτια από σμαράγδι, που τόσο λαμποκοπούσαν ώστε τα ψάρια απομακρύνονταν τρομαγμένα. Για τούτο οι Κύπριοι ψαράδες τα αντικατέστησαν με άλλα.
Τέλος αναφέρει το ανέκδοτο του Ισμηνία, ανθρώπου ματαιόδοξου που ντυνόταν εντυπωσιακά. Ο Ισμηνίας έμαθε ότι στην Κύπρο υπήρχε ένα σπουδαίο σμαράγδι που είχε πάνω του σκαλισμένη την Αμυμώνη και το οποίο άξιζε δυο χρυσά νομίσματα. Έδωσε εντολή να το αγοράσουν για λογαριασμό του. Όταν με τα ίδια χρήματα πέτυχαν να του φέρουν δυο σμαράγδια, παραπονέθηκε λέγοντας: «Μα τον Ηρακλή, άσχημη δουλειά μου έσκασαν˙ έχασε πολύ από την αξία του το πετράδι.»