Είδος μικρού ψωμιού που σε παλαιότερες εποχές κατασκευαζόταν στην Κύπρο. Επρόκειτο για πρόχειρο παρασκεύασμα που γινόταν γρήγορα, κι ήταν άζυμο. Απλώς έπαιρναν ζυμάρι, το έκοβαν σε μικρά κομμάτια και το πίεζαν με το χέρι ώστε να γίνει στρογγυλό και λεπτό, στη συνέχεια δε το τηγάνιζαν ή έψηναν στη θράκα. Η πίττα αυτή ήταν παρασκεύασμα που τρωγόταν κυρίως από τους φτωχούς. Πρβλ. και την κυπριακή παροιμία: έχω πίτταν στ’ Όμοδος, φάτε παιδκιά μου, φάτε.
Σήμερα κατασκευάζονται πίττες διπλές που χρησιμοποιούνται για να σερβίρονται μέσα σ’ αυτές σουβλάκι, χαλλούμι και άλλα φαγώσιμα είδη που ψήνονται στα κάρβουνα.
* Γενικότερα πίττα λέγεται και κάθε τεμάχιο από ζυμάρι που ανοίγεται σε φύλλο προκειμένου να κατασκευαστούν απ’ αυτό γλυκίσματα και άλλα είδη.
* Πίττα λέγεται επίσης η κυψελίδα, μέσα στην οποία αποθηκεύουν το μέλι οι μέλισσες. Η πίττα αυτή βρίσκεται μέσα στην κυψέλη και κόβεται όταν γίνεται η συγκομιδή του μελιού.