Στην Κύπρο πίσσα λέγεται η ρητινώδης παχύρρευστη ουσία που εκχύνεται από τους κορμούς των πεύκων αλλά και πολλών άλλων δέντρων. Έτσι λέγεται επίσης η άσφαλτος. Για τον λόγο αυτό η λέξη πίσσα αποτελεί και χαρακτηρισμό για το πολύ μαύρο ή σκοτεινό χρώμα, ιδίως δε λέγεται για τις ιδιαίτερα σκοτεινές κι ασέληνες νύκτες που χαρακτηρίζονται ως σκοτεινές πίσσα, ενώ το ίδιο το βαθύ σκοτάδι λέγεται πισσούριν (το).
Η ρητίνη (γνωστή και με την ονομασία ρετσίνιν [το]), είναι άμορφη παχύρρευστη και υαλώδης μάζα με χρώμα ωχροκίτρινο ή καστανό που εκκρίνεται από διάφορα δέντρα και φυτά κι αποτελεί το προϊόν οξείδωσης των τερπενίων και των αιθέριων ελαίων τους. Είναι αδιάλυτη στο νερό και σε άλλα υγρά αλλά διαλυτή στον αιθέρα, στην αλκοόλη και σε άλλους οργανικούς διαλύτες.
Η ρητίνη χρησιμοποιείται ποικιλότροπα. Με απόσταξη δίνει το τερεβινθέλαιο (νέφτι) και το κολοφώνιο, με καύση δίνει αιθάλη (φούμο) και με απανθράκωση δίνει πισσάσφαλτο. Χρησιμοποιείται επίσης στη φαρμακολογία. Ιδίως η πίσσα των κωνοφόρων — βασικά του πεύκου —αποτελεί πολύτιμο βιομηχανικό και φαρμακευτικό υλικό.
Στην Κύπρο φυτική ρητίνη (γιατί στη σύγχρονη εποχή κατασκευάζεται και βιομηχανική) παραγόταν από τα αρχαία και τα μεσαιωνικά χρόνια, ιδίως από τα πεύκα του νησιού, κι είχε ευρεία χρήση. Εκτός από τη φαρμακολογία, η πίσσα εχρησιμοποιείτο μέχρι σχεδόν πρόσφατα για τη στεγανοποίηση πιθαριών κι άλλων αγγείων. Τα αγγεία αυτά πισσώνονταν, δηλαδή αλείβονταν εσωτερικά με πίσσα, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την αποθήκευση διαφόρων υγρών προϊόντων (λ.χ. κρασί). Ωστόσο οι στάμνες του νερού δεν πισσώννονταν ποτέ˙ στην περίπτωση αυτή η στεγανοποίηση των δοχείων δεν ήταν επιθυμητή γιατί επιδιωκόταν η έκκριση νερού που κρατούσε το δοχείο υγρό και, διά της εξατμίσεως, δροσερό ή ακόμη και κρύο. Με ειδική διεργασία πισσώνονταν και τα δερμάτινα ασσ'ιά (ασκιά) και τα κολότζ'ια (βλασσ'ιά). Το πίσσωμα, ωστόσο, των διαφόρων αγγείων για στεγανοποίησή τους γινόταν με μείγμα πίσσας ασφάλτου και ρητίνης του πεύκου (η δεύτερη εχρησιμοποιείτο, μεταξύ άλλων, και για την ωραία μυρωδιά που δίνει).
Η πίσσα είχε και διάφορες άλλες χρήσεις στην Κύπρο, όπου ο κατασκευαστής της ονομαζόταν πισσάς. Από την παραγωγή/επεξεργασία πίσσας θεωρείται ότι πήρε την ονομασία του το χωριό Πισσούριν, μάλλον κατά τα Βυζαντινά χρόνια. Επίσης, στη μεσαιωνική Κύπρο απαντάται το οικογενειακό επώνυμο Πισσολόγος.
Από ένα είδος τρεμιδκιάς (pistacia) που είναι αυτοφυές στην Κύπρο δέντρο, μαζεύεται με τομές επί του κορμού η τρεμιντίνα (τερεβινθίνη). Απ’ αυτήν, ύστερα από ειδική επεξεργασία, παράγεται η γνωστή πίσσα Παφίτιτζ΄η, είδος κυπριακής άσπρης τσίχλας (μαστίχας). Παρεμπιπτόντως αναφέρουμε ότι στην Κύπρο όλα τα είδη μαστίχας (περιλαμβανομένων των βιομηχανικών), ονομάζονται πίσσες. Για παραγωγή ρητίνης από την τέρμινθον (=τρεμιδκιάν) στην αρχαία Κύπρο κάνουν λόγο οι αρχαίοι συγγραφείς Θεόφραστος και Διοσκουρίδης. Το δέντρο της τρεμιδκιάς που δίνει την πίσσα απαντάται σε γένος αρσενικό: τρέμιθθος ή και τρίμιθθος και φύεται κυρίως στην επαρχία της Πάφου (παλαιότερα σε μεγάλους αριθμούς).
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια